Από την θεατρική στήλη «Παλμό των Φουαγιέ» της Πίτσας Στασινοπούλου.
Δεν γνωρίζω ακριβώς την καταγωγή της λέξης κι αν υπάρχει αντίστοιχη μονολεκτική στα ελληνικά, ωστόσο λέγοντας «μανιέρα» προκύπτει αυτόματα συνειρμός με την τέχνη και ειδικότερα με τον θεατρικό χώρο όπου οι πάντες αντιλαμβάνονται τον όρο… που σημαίνει ο ιδιαίτερος τρόπος ερμηνείας ενός ηθοποιού, με άλλα λόγια το υποκριτικό στίγμα που τον χαρακτηρίζει και τον κάνει ξεχωριστό, μοναδικό. Βεβαίως υπάρχουν στίγματα- μανιέρες κάποιων ηθοποιών, τόσο ιδιαίτερα και χαρακτηριστικά- ανεξαρτήτως αποδοχής, που οποιαδήποτε αντιγραφή/ μίμηση μοιάζει με κακέκτυπο ενός ανεπανάληπτου ισχυρού πρωτότυπου… Άλλοτε πάλι βρίσκουν αρκετούς μιμητές, συνειδητά ή ασυνείδητα, στην αναζήτηση ενός «οδηγού πορείας», είτε με επιτυχία είτε όχι, όταν λείπει το προσωπικό «κάτι» που θα κάνει τη διαφορά…
Παρότι η αναφορά στη μανιέρα ενός ηθοποιού, συνήθως εκπέμπει αρνητική χροιά- και όχι τυχαία, εντούτοις και αυτό το «νόμισμα», όπως όλα, έχει διπλή όψη. Που σημαίνει ότι ουδείς μπορεί να παραβλέψει τη σπουδαιότητα μιας παραμέτρου, που καθιστά την ερμηνεία ενός ηθοποιού αναγνωρίσιμη ως προσωπική σφραγίδα. Προφανώς έχει να κάνει με τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπου και τον έμφυτο τρόπο έκφρασης, ωστόσο για κάποιους καλλιτέχνες πιθανόν να πρόκειται για επιλογή- συμβατή συνήθως με τα φυσικά χαρακτηριστικά, την οποία έχουν καλλιεργήσει και εξελίξει μεθοδικά. Βεβαίως, όσο μεγαλύτερη είναι η «συμβατότητα», τόσο πιο επιτυχές και ολοκληρωμένο το αποτέλεσμα, δίνοντας στον ηθοποιό διακριτή ταυτότητα που δεν μοιάζει με κανενός άλλου.
Και αυτό μόνο ως προσόν μπορεί να καταχωρηθεί, αντίστοιχο μιας χαρισματικής προσωπικότητας που μπορεί να «αναδυθεί» από τη μάζα, εκπέμποντας τη δική της ιδιαίτερη γοητεία- όπως κι αν αυτή μεταφράζεται για τον καθένα. Σημασία έχει ότι δεν περνά απαρατήρητη στο σωρό, όπως ακριβώς μια χαρακτηριστική ερμηνεία, η οποία έχει τη δυνατότητα ή το χάρισμα, να «σφραγίζει» οποιονδήποτε ρόλο.. Σε σημείο να καθίσταται σημείο αναφοράς και να τυπώνεται ανεξίτηλα στη μνήμη του θεατή, που υποσυνείδητα στο μέλλον έχει την τάση να συγκρίνει ό,τι σχετικό ακολουθεί με αυτό που προηγήθηκε και τον σημάδεψε… Είναι η δύναμη της ταυτότητας ενός ηθοποιού και όσοι ξεχώρισαν με σπουδαία πορεία, το οφείλουν κατά μείζονα λόγο σε μια μανιέρα που αγαπήθηκε.
Όπως για παράδειγμα οι κλασικοί κωμικοί της προηγούμενης γενιάς, όπου καθένας εξ αυτών ταυτίστηκε τόσο πολύ με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο παιξίματος, που το κοινό δεν μπορούσε να τους «αποσυνδέσει» από αυτόν, ούτε να τους αποδεχθεί αλλιώς… Περιπτώσεις σαν του Βέγγου, του Αυλωνίτη, του Σταυρίδη, του Φωτόπουλου, του Λογοθετίδη, του Κωνσταντάρα, του Χατζηχρήστου και πολλών άλλων, διαμόρφωσαν πρότυπα ερμηνείας τόσο ισχυρά με την αυθεντικότητά τους, που είναι αδύνατο να αναπαραχθούν … αυτό που λέμε «μοναδικό κομμάτι και μετά έσπασε το καλούπι!» Αντίθετα ο έξυπνος και ταλαντούχος καλλιτέχνης, φροντίζει να «αυτονομηθεί» όσο γίνεται από καταξιωμένα πρότυπα ερμηνείας και να δημιουργήσει το καινούργιο κατάδικό του, ώστε να ξεχωρίσει από τη μάζα με την προσωπική του μανιέρα, η οποία αν διαθέτει αυθεντικότητα και αλήθεια είναι σίγουρο ότι θα εκτιμηθεί δεόντως.
Αρκεί βέβαια να μην την κουβαλά μαζί του ως… δεύτερο πετσί κολλημένο πάνω του σε οτιδήποτε επιχειρεί! Όπου η μανιέρα μεταφράζεται σε στείρα τυποποίηση, επαναλαμβάνοντας μονότονα το ίδιο μοτίβο. Ίσως κάποιος ισχυριστεί ότι περίπου στην ίδια «παγίδα» έπεσαν και οι προαναφερθέντες σπουδαίο κωμικοί, καθώς οι ρόλοι τους υπηρετούσαν λίγο πολύ το ίδιο επιτυχημένο μοντέλο καθενός. Ας μη ξεχνάμε όμως κάποιες βασικές παραμέτρους, πέραν του λαμπερού ταλέντου, καθότι το «μοντέλο» που δημιούργησε ο καθένας, αγαπήθηκε τόσο αυθόρμητα για την αυθεντικότητά του, που όντως ήταν πολύ δύσκολο να «παρακαμφθεί» αυτή η άδολη αγάπη του κοινού, με πιθανό τίμημα τον εγκλωβισμό του καλλιτέχνη… Επιπλέον η «δοσολογία» από αυτές τις αξιαγάπητες μανιέρες, εκ των πραγμάτων και λόγω δυνατοτήτων της εποχής, δινόταν με το σταγονόμετρο… μόνο από 1-2 ταινίες το χρόνο ή από κάποιες παραστάσεις για όσους εμφανιζόταν και στο θέατρο- όταν αυτό δεν ήταν τόσο προσιτό όσο σήμερα και πάντως σε κάθε περίπτωση ως συνειδητή (και πληρωμένη) επιλογή του θεατή, καθότι η δωρεάν θέαση μέσω τηλεόρασης, εξέλιπε…
Για να καταλήξω ότι για τον θεατή, ουδεμία σχέση μεταξύ της τυποποίησης ενός ηθοποιού του τότε και ενός σημερινού, διότι πλέον μιλάμε για υπερδοσολογία, ενίοτε… τοξική! Το να βλέπει σχεδόν σε καθημερινή ή έστω εβδομαδιαία βάση στην τηλεόραση, έναν ηθοποιό να επαναλαμβάνει θαρρείς εμμονικά την ίδια ερμηνεία σε ρόλους πανομοιότυπους, δημιουργώντας έναν εντελώς προβλέψιμο χαρακτήρα από τον οποίο ουδέποτε ξεφεύγει… ναι, είναι τοξικό για την ψυχική του υγεία και μοιραία το αίσθημα αυτοσυντήρησης θα τον οδηγήσει στο κουμπί του off, διότι πόσο να υποστεί τη χιλιοστή επανάληψη της ίδιας ακριβώς εκδοχής! Νισάφι! Τουλάχιστον για τον τηλεθεατή η τεχνολογία παρέχει τη δυνατότητα «αποκλεισμού» παρόμοιων νοσηρών φαινομένων από ηθοποιούς βολεμένους στην κουραστική τους μανιέρα… Σαν τον Μπέζο για παράδειγμα, που μετά τη πρώτη και λαμπερή εξαίρεση των «Απαράδεκτων», έκτοτε μας έχει φλομώσει με το αυτιστικά επαναλαμβανόμενο στυλάκι του στρυφνού, μουντρούχου, αγέλαστου τύπου σε διάφορες παραλλαγές ξινίλας- και δεν είναι ο μόνος που υποδύεται τον αντιπαθητικό εαυτό του..
Η μεγάλη απορία αφορά στον ίδιο τον «παθόντα», που ΔΕΝ αντιλαμβάνεται τη νοσηρότητα του πράγματος. Πόσο καταστροφικό είναι για την τέχνη που υπηρετεί, το να έχει εγκλωβιστεί συνειδητά χωρίς καν απόπειρες διαφυγής, σε έναν συγκεκριμένο πρότυπο, θεωρώντας ότι θα έχει απήχηση στο διηνεκές- λες και οι θεατές πάσχουν από τον δικό του αυτισμό! Η αλλοτρίωση φτάνει στο σημείο, αυτό το πρότυπο να τον ακολουθεί σαν σκιά, ακόμα κι όταν πρόκειται για θεατρικό ρόλο, διαφορετικό από τον «οικείο» του. Η τηλεοπτική μανιέρα είναι εκεί, με ηχηρό παρόν, προδίδοντας την αδυναμία του να την υπερβεί, προκειμένου να δικαιώσει την ιδιότητά του! Διότι ως ηθοποιός έχει διδαχθεί και οφείλει να υποδύεται πειστικά ετερόκλητους χαρακτήρες- από τον πιο συμβατικό μέχρι τον πιο ακραίο, θέτοντας τη μανιέρα στην υπηρεσία του ρόλου και προσαρμόζοντάς την κάθε φορά στις απαιτήσεις του, Εδώ όμως συμβαίνει το αντίστροφο και άκρως παράδοξο, όπου ο «ηθοποιός» ως σύγχρονος Προκρούστης, κόβει και ράβει τον ρόλο κατά πώς τον βολεύει ώστε να τον φέρει στα μέτρα της μανιέρας του! Και αντί αυτή να υπηρετεί τον ρόλο, τον καθιστά «υποχείριό» της!
Μα αυτό αγαπητέ δεν λέγεται υποκριτική τέχνη, ούτε εσύ ηθοποιός με το να αναμασάς σαν μηρυκαστικό το ίδιο πράγμα, είτε είναι ο τύπος του χαζού ή του γκομενιάρη ή του στραβόξυλου ή του αγροίκου και πάει λέγοντας, καθότι επιλέγεις σταθερά ρόλους στο ίδιο μοτίβο… όλως τυχαίως το πιο κοντινό σε σένα και τον τρόπο σου, φτάνοντας να υποδύεσαι τον εαυτό σου! Είναι σαφές ότι δεν θέλεις να ξεβολευτείς από καθαρή τεμπελιά, έχεις παραιτηθεί από κάθε καλλιτεχνική ανησυχία και την ουσία της τέχνης σου, αδυνατείς να ρισκάρεις σε άγνωστα νερά, από ανασφάλεια για την επάρκεια του ταλέντου σου… κι ας μετακινείσαι με καλάμι! Καταλήγοντας από καλλιτέχνης σε… δημόσιο υπάλληλο ρουτίνας με οσμή μούχλας, σαν τον άμοιρο που επί χρόνια χτυπά την ίδια σφραγίδα στο ίδιο έγγραφο… Εμάς μας κούρασες θανάσιμα, εσύ, απορώ… ΔΕΝ σε κούρασες;;;
Φωτογραφικό υλικό