Συνέντευξη στην Ειρήνη Σοφιανίδου για την Κουλτουρόσουπα
Ο δικός μας, Θεσσαλονικιός, Ορέστης Τζιόβας είναι ένας από τους πιο αγαπημένους και ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του. Έχοντας τελειώσει τη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου, κατάφερε να ξεχωρίσει τόσο στη σκηνή όσο και στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Με ρόλους που κινούνται από το κλασικό ρεπερτόριο μέχρι σύγχρονες παραγωγές, ο Ορέστης συνδυάζει αυθεντικότητα, έντονη παρουσία και αγάπη για την τέχνη του. Κάθε του εμφάνιση είναι μια ευκαιρία να μας θυμίσει γιατί το κοινό τον ακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό όμως που τον χαρακτηρίζει πέρα από το ταλέντο του είναι σίγουρα η ειλικρίνεια και το θάρρος καθώς δεν έχει διστάσει να μιλήσει ανοιχτά για πολλές πλευρές της προσωπικής του ζωής και πορείας . Έγινε ευρύτερα γνωστός μέσα από την σειρά του Αλέξανδρου Ρήγα «Το αμάρτημα της μητρός μου». Πριν από αυτό όμως προηγήθηκαν αξιόλογες δουλειές όπως το η «Χαρά αγνοείται». Στο θέατρο μετράει πολλές και όμορφες συνεργασίες.
Από τις 26/9 και για μια σειρά παραστάσεων θα βρίσκεται στο θέατρο Κολοσσαίο με το πολύ σημαντικό έργο του Γιώργου Διαλεγμένου «Χάσαμε τη θεία, στοπ». Λίγο πριν την πρεμιέρα ο Ορέστης Τζιόβας μίλησε στην Κουλτουρόσουπα.
- Ορέστη, ξεκινώντας τη συζήτηση μας θα ήθελα να σε ρωτήσω πόσο δύσκολο είναι για ένα νέο παιδί από τη Θεσσαλονίκη να φεύγει για την πρωτεύουσα για να κυνηγήσει το όνειρό του; Ήταν συνειδητή απόφαση ή έπαιξε ρόλο κι ορμητικότητα της νιότης;
Όντως ήταν δύο οι συντεταγμένες. Από τη ήταν η ορμή της νιότης που με έκανε να θέλω να ζήσω μόνος μου και μακριά από οικογένειά μου, από την άλλη άκουσα αυτούς που μου έλεγαν πως η Αθήνα είναι καλώς ή κακώς το κέντρο λήψης αποφάσεων, κάτι που σίγουρα δεν είναι ευχάριστο για την πόλη μας όπου οι δυνατότητες είναι περιορισμένες. Δηλαδή στη Θεσσαλονίκη αν θέλεις να βιοποριστείς ως επαγγελματίας ηθοποιός το Κρατικό είναι μονόδρομος. Επειδή λοιπόν πέρασα και στο Κρατικό και στο Εθνικό, αποφάσισα να κατέβω Αθήνα.
- Δυσκολεύτηκες μετά το τέλος των σπουδών σου να ενταχτείς στο λεγόμενο σύστημα; Με άλλα λόγια να κερδίσεις ρόλους;
Νομίζω στάθηκα αρκετά τυχερός σε αυτό το κομμάτι. Πολύ σύντομα ξεκινώντας, δούλεψα και στην τηλεόραση και στο θέατρο. Βέβαια, μόλις τα τελευταία λίγα χρόνια, μπορώ να πω πως κάνω ακριβώς τις επιλογές που μου αρέσουν. Στην αρχή προσπαθούσα να αποκτήσω εμπειρία και να εξασφαλίζω την παρουσία μου στον χώρο, είτε για βιοποριστικούς λόγους είτε για καλλιτεχνικούς. Να μη χρειάζεται να κάνω άλλα επαγγέλματα. Και μπορεί να δούλεψα και στην εστίαση αρκετά αυτά τα χρόνια, αλλά σε γενικές γραμμές μπορώ να πω ότι ήμουν πάρα πολύ τυχερός.
- Ποιες είναι οι μεγαλύτερες αλλαγές που βλέπεις στον εαυτό σου ως ηθοποιός σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της καριέρας σου; Βλέπεις να έχεις αλλάξει τον τρόπο που αντιμετωπίζεις τα πράγματα;
Με τα χρόνια όταν παίρνεις τα εύσημα, τις καλές κριτικές και σε καλούνε οι άνθρωποι να δουλέψεις, αυτό σίγουρα σου ανεβάζει την αυτοπεποίθηση και είναι αλήθεια πως και σε αυτό το επάγγελμα όπως και σε όλα τα άλλα επαγγέλματα είναι χρήσιμη η αυτοπεποίθηση, το να νιώθεις ότι εκτιμάται η δουλειά σου. Σε κάνει πιο παραγωγικό. Οπότε θα πω ότι αυτό που έχει αλλάξει είναι πως νιώθω μεγαλύτερη σιγουριά για τον εαυτό μου.
- Οι ηθοποιοί λένε πως ποιούν ήθος. Εσύ ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος ποια είναι η σημαντικότερη αξία που προσπαθείς να προάγεις και να υπερασπίζεσαι τόσο μέσα από τη δουλειά σου όσο και στην καθημερινότητά σου;
Αυτό που σαν αξία έχει τη μεγαλύτερη σημασία για μένα είναι το δίκαιο. Έχω κουβεντιάσει πάρα πολύ με πολλούς ανθρώπους γι’ αυτό. Και μπορεί όσον αφορά μικρές λεπτομέρειες ο καθένας να έχει το δίκαιο διαφορετικά στο μυαλό του, νομίζω όμως πως κάποια βασικά πράγματα σχετικά με αυτό είναι αντικειμενικά. Θεωρώ δηλαδή ότι υπάρχει ένα αντικειμενικό δίκαιο. Και όσο μπορώ προσπαθώ – όχι πάντα απαραίτητα μέσα από τα έργα που επιλέγω να συμμετάσχω, αλλά στον τρόπο που λειτουργώ στη δουλειά και στο πως αντιμετωπίζω τους ανθρώπους- να έχω πάντα ως βασικό γνώμονα το δίκαιο.
- Αν μπορούσες να δώσεις μια συμβουλή στον νεότερο εαυτό σου ποια θα ήταν?
Θα του έλεγα «Συνέχισε όπως το πάς». Γενικά διαφωνώ με το « κρίνω εκ των υστέρων». Θεωρώ πάρα πολύ σκληρό να κρίνει κανείς τις επιλογές του παρελθόντος του με το μυαλό που έχει στο παρόν. Με το μυαλό που έχεις κάθε στιγμή και με την ψυχραιμία ή και τη μη ψυχραιμία, με τις δυσκολίες ,με την ανωριμότητα που έχεις κάθε στιγμή παίρνεις μια απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τα πάντα. Και τη στιγμή που την παίρνεις φαντάζει ώριμη και σωστή. Καλό είναι να μην κρίνουμε τους εαυτούς μας σκληρά μεταγενέστερα.
- Η δουλειά του ηθοποιού είναι απαιτητική, έχει πολύ πίεση. Στο έργο που θα παρουσιάσετε για παράδειγμα, η τελευταία σκηνή έχει πολλή ένταση. Υπάρχει κάτι που σε αποφορτίζει;
Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει κάτι συγκεκριμένο εκτός ίσως από το ότι αποφεύγω τις πολλές συναναστροφές. Δεν μπορώ να πω, δηλαδή, ότι μετά την παράσταση έχω πολλή διάθεση να πάω να πιω ένα ποτό, ας πούμε, ή να μιλήσω με κόσμο. Προτιμώ να μένω μόνος μου.
- Να μιλήσουμε λίγο για το «Χάσαμε τη θεία Στοπ» που θα παρουσιάσετε στο θέατρο Κολοσσαίο. Ένα από τα πιο ωραία έργα του σύγχρονου ελληνικού ρεπερτορίου που τυχαίνει να είναι και πολύ επίκαιρο. Πώς προέκυψε να αναλάβεις αυτόν τον ρόλο;
Αφενός με προσέγγισε ο Χρήστος Τριπόδης, ο σκηνοθέτης της παράστασης με τον οποίο είχαμε ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν στο «Νυφικό Κρεβάτι» με την Πηνελόπη Αναστασοπούλου, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ρήγα. Η πολύ καλή εκείνη συνεργασία ήταν ένας λόγος να την επαναλάβω. Αφετέρου ο Γιώργος Διαλεγμένος, ένας πολύ άξιος συγγραφέας και το έργο του. Και βέβαια οι συνεργάτες. Η Βίβιαν Κοντομάρη μου ήταν γνώριμη. Είχαμε παίξει στο έργο « Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του Εθνικού, εγώ ως φοιτητής στο δεύτερο προς τρίτο έτος της δραματικής κι η Βίβιαν ως πιο προχωρημένη ηθοποιός, είχε τελειώσει τη σχολή κάποια χρόνια πριν. Για μένα ήταν η δεύτερη παράσταση, γιατί είχα την φοβερή εμπειρία να παίξω ως πρωτοετής στους «Αχαρνείς», στην Επίδαυρο όπου μας είχαν πάρει ως βοηθητικούς. Και με τους υπόλοιπους όμως, που δεν είχαμε ξαναδουλέψει μαζί, η συνεργασία ήταν εξαιρετική.
- Πώς προσέγγισες τον ρόλο; Υπήρξε κάτι που να σε δυσκόλεψε;
Με το που τον διάβασα αυτόν τον ρόλο μου φάνηκε εξαιρετικά οικείος. Έχω γνωρίσει αυτόν τον άνθρωπο και άλλους παρόμοιους με αυτόν. Περισσότερο θα έλεγα στο χωριό.
Εγώ γεννήθηκα το 1983 και έζησα μέχρι τέλη ’80 αρχές ’90 τη ζωή στο χωριό της μητέρας μου. Οπότε ο χαρακτήρας του ήρωά μου ήταν πολύ γνώριμος. Και νομίζω ότι είναι ένας αντιπροσωπευτικός ελληνικός χαρακτήρας και του σήμερα, απλά με τα στοιχεία εκείνης της εποχής. Ο άνθρωπος που γκρινιάζει για όλα, όλα γύρω του του φταίνε, που βρίσκεται σε μια κοινωνικοοικονομική κατάσταση άσχημη δεν είναι μακριά από το σήμερα. Για παράδειγμα η πιο χαρακτηριστική ατάκα του Θανάση είναι «Ξέρεις τι μισώ περισσότερο στη ζωή μου; Τον μισθό που παίρνω». Πολλοί θεατές, λοιπόν, έρχονται και μου λένε πόσο σημερινή τους ακούγεται αυτή η ατάκα. Πόσο μισούν οι άνθρωποι τους μισθούς τους σήμερα, που η πλειονότητα βρίσκεται σε κακή οικονομική κατάσταση.
- Το έργο έχει μέσα στοιχεία ενδοοικογενειακής βίας και γυναικοκτονία. Δυσκολεύτηκες να κατανοήσεις τις πράξεις του ήρωα, τους λόγους που φτάνει στα άκρα για να τον αποδεχτείς και να τον ερμηνεύσεις;
Νομίζω τα βιώματά μου, αυτά που έχω ακούσει, αυτά που βλέπω να συμβαίνουν γενικώς στην κοινωνία μας , μου κάνουν απόλυτα κατανοητές τις συμπεριφορές των ανθρώπων με βάση τον χαρακτήρα τους. Δεν μου ξενίζει, δηλαδή. Τώρα ως προς την ευκολία προσέγγισης δεν ξέρω με τι ακριβώς έχει να κάνει.
- Τι πιστεύεις ότι έχει να κερδίσει ο θεατής βλέποντας αυτήν την παράσταση;
Σίγουρα, κι αυτό είναι που μου αρέσει στο θέατρο, οι χαρακτήρες μέσα στην τραγικότητα τους είναι αστείοι, κι οι καταστάσεις που ζουν είναι στα όρια του τραγικού και του αστείου. Θεωρώ ότι όταν ένα έργο είναι πολύ αστείο και ο θεατής γελάει, χαλαρώνει πάρα πολύ και μπορεί να εισπράξει τα στοιχεία του, αποφεύγοντας τον διδακτισμό. Ο θεατής θα περάσει πολύ ωραία. Θα είναι ευχάριστο αυτό που θα βιώσει, αλλά βλέποντας μια πολύ σκληρή πραγματικότητα. Μια αλήθεια.
- Σε επηρεάζουν οι αντιδράσεις των θεατών; Σε ενδιαφέρει αν αυτό που κάνετε περνάει στην πλατεία;
Δεν μπορώ να πω ότι δεν μετράει. Ειδικά σε μια κωμωδία. Περιμένεις το γέλιο.
Και όταν δεν έρχεται καμιά φορά λες ότι κάτι δεν πάει καλά. Προσπαθώ, βέβαια, να αποφεύγω αυτές τις σκέψεις για να είμαι συγκεντρωμένος σ’ αυτό που έχουμε συμφωνήσει να κάνουμε με τον σκηνοθέτη και τους συμπαίκτες.
Είναι όμως σίγουρα θέμα προς συζήτηση για να δούμε μήπως δε λειτουργεί κάτι, μήπως χρειάζεται να το ξαναδούμε, να το φτιάξουμε για να το κάνουμε καλύτερο.
- Υπάρχει κάποιος ρόλος που θα ήθελες να τον ερμηνεύσεις οπωσδήποτε ή αποφεύγεις αυτόν τον τρόπο σκέψης και ανυπομονείς για κάθε επόμενο που έρχεται;
Μ’ αρέσουν πραγματικά όλοι οι ρόλοι. Aρκεί, βέβαια, το έργο να έχει να πει και κάτι. Αλλά τα μεγάλα έργα συνήθως είναι μεγάλα γιατί κάτι έχουν να πουν.
- Για τη χειμερινή σεζόν έχεις προγραμματίσει κάτι;
Θα συνεχίσουμε το «Χάσαμε τη θεια, στοπ!» στο θέατρο «Φιλίπ», ένα νεοσύστατο θέατρο του Χρήστου Τριπόδη, με την Αντριάνα Αντρέοβιτς στη θέση της Βίβιαν Κοντομάρη, που οι άλλες υποχρεώσεις της δεν της επιτρέπουν να συνεχίσει μαζί μας και τον Βασίλη Γιαννέλο στη θέση του Χάρη Σιώτη. Επίσης θα είμαι στο θέατρο «Σύγχρονο» με την Ελένη Σκότη σε ένα έργο του Σαμ Σέπαρντ που λέγεται «Ένα ψέμα του μυαλού».
- Θα κάνεις κάτι και στην τηλεόραση;
Στην τηλεόραση θα κάνω μια ανεξάρτητη παραγωγή, η οποία έχει βλέψεις για το εξωτερικό. Δηλαδή, ήδη υπάρχει μια συμφωνία για να παίξει στο εξωτερικό. Δεν μπορώ όμως ακόμα να πω περισσότερα.
- Για το τέλος θα ήθελα να ρωτήσω πώς αισθάνεσαι κάθε φορά που παίζεις στην γενέτειρά σου, τη Θεσσαλονίκη;
Πάντα νιώθω μεγάλη συγκίνηση, όταν παίζω στην πόλη μου. Θεωρώ ότι το κοινό της Θεσσαλονίκης είναι ένα κοινό διψασμένο για θέατρο και περιμένουν να δουν τις αθηναϊκές παραγωγές. Συγκινούμαι γιατί έχω και τους πολύ πολύ δικούς μου ανθρώπους που έρχονται να με δουν και νιώθω οικειότητα, στήριξη και αγάπη. Επίσης αισθάνομαι και ευθύνη, αν θέλεις, να διατηρήσω το καλό όνομα που έχω, αν το έχω.
Το αριστούργημα του Γιώργου Διαλεγμένου, «Χάσαμε τη Θεία Στοπ» έρχεται στο θέατρο Κολοσσαίον