Από την Π. Στασινοπούλου
Όσες ενστάσεις κι αν έχει κανείς για κατά καιρούς «ατοπήματα» του Λάκη Λαζόπουλου, αν θέλει να είναι δίκαιος, οφείλει να του αναγνωρίσει κάποια σπουδαία προσόντα, σε έναν συνδυασμό που δεν συναντάς συχνά: ήτοι δυνατό εφευρετικό μυαλό, πνευματική καλλιέργεια, ευαισθησία, θαυμάσια πέννα, υποκριτικό ταλέντο, επικοινωνιακό χάρισμα, εργατικότητα, ίσως και μερικά ακόμη που ως θεατές αγνοούμε… Ωστόσο τα προαναφερθέντα έχουν πιστοποιηθεί μέσα από μια μακριά διαδρομή, σημαδεμένη από μεγάλες επιτυχίες και εξαιρετικά δείγματα δουλειάς, είτε στο σανίδι, είτε στην τηλεοπτική οθόνη, όπου αν εξαιρέσουμε την τελευταία «μελανή κηλίδα» του Αλ Τσαντιριού του, συνοδεύτηκαν από τεράστια αποδοχή του κοινού. Η οποία ήταν αναμενόμενο να κλονιστεί όταν ο αγαπημένος καλλιτέχνης με το λαμπερό πνεύμα και ποιοτικό χιούμορ, άρχισε να κατρακυλά σε φτηνές ευκολίες και προκλητική πολιτική προπαγάνδα που ΔΕΝ του άξιζαν, μη έχοντας συναίσθηση της εκούσιας, θλιβερής υποβάθμισης. Μπορεί να ισχυρίζεται (και να ισχύει) ότι έπεσε θύμα συμφερόντων, διαπλοκών, ξένων δακτύλων κλπ., ωστόσο ως ευφυής γνωρίζει καλά ότι πρωτίστως έπεσε θύμα του (κακού) εαυτού του και πρωτίστως ήταν το κοινό με το αλάθητο ένστικτο που τον έβαλε «στον πάγο»…
Εν τούτοις, δεν έπαψε στο βάθος να τον αγαπά και να του αναγνωρίζει τη σπουδαία πορεία, προσπαθώντας να μην επηρεαστεί από την όντως οργανωμένη και εν πολλοίς κατευθυνόμενη επίθεση στο πρόσωπό του μετά το τηλεοπτικό «ατόπημα», κατά τη συνήθη τακτική «δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται» και ο πεσμένος αποτελεί πάντα βολικό στόχο και για τον πιο… ατζαμή. Ο ίδιος παρέμεινε ψύχραιμος, σιωπηλός και αξιοπρεπής στην «πτώση» του, έχοντας επιπλέον να σηκώσει το βαρύ φορτίο μιας προδοσίας σε όσα με πάθος πίστεψε και αγωνίστηκε να μεταφέρει από το δημόσιο βήμα του, οδηγούμενος στην αυτοκαταστροφή. Και αναγκαζόμενος εκ των υστέρων στις σπάνιες συνεντεύξεις του, να «απολογείται», αλλά κυρίως να βγάζει την πίκρα για το προδομένο αριστερό όραμα, όπως κάθε νοήμων – και μη βολεμένος- οπαδός της αριστερής ιδεολογίας, και όποιος έχει ζήσει παρόμοιο συναίσθημα «ακύρωσης» μετά από προσωπικό αγώνα, αντιλαμβάνεται το ψυχικό κόστος, που στην περίπτωση Λαζόπουλου μεταφράστηκε και σε καλλιτεχνικό, ηθικό, υλικό.
Το ένστικτο όμως του κοινού, που δίκαια τού γύρισε την πλάτη όταν ένιωσε ότι το υποτιμά, με τα ίδια αντανακλαστικά, στην παρούσα φάση εισπράττει με συμπάθεια και κατανόηση την ειλικρίνεια και τα «πάθη» ενός δημιουργού που του έχει χαρίσει σπουδαίες καλλιτεχνικές στιγμές και λυτρωτικό ποιοτικό γέλιο, έχοντας υπάρξει από τους στυλοβάτες της επιθεώρησης. Ενός είδους ιδιαίτερα αγαπητού στο ελληνικό κοινό, ωστόσο και παρεξηγημένου, καθώς αρκετοί του χώρου το αντιμετώπισαν με απαράδεκτη ευτέλεια, προχειρότητα και ελαφράδα, αδυνατώντας να εκτιμήσουν την αξία της υγιούς ψυχαγωγίας και τη δύναμη του καλού χιούμορ. Σε αυτό το φτηνό επιθεωρησιακό τοπίο λοιπόν, ο Λάκης Λαζόπουλος, έφερε καινούργιο, ζωογόνο αέρα, αναβαθμίζοντας το είδος σε ποιοτική δημιουργία και έχοντας ήδη δώσει εξαιρετικά συγγραφικά δείγματα επί εποχής Θεσσαλικού θεάτρου και Ελεύθερης Σκηνής, με ευφάνταστους χαρακτήρες, ευρηματικές ατάκες, πηγαίο γέλιο μέχρι δακρύων…
Έχοντας στο ενεργητικό του επιθεωρήσεις σαν το «Μια στο καρφί, μια στο πέταλο», «Σιγά η πατρίδα κοιμάται», «Τι είδε ο Γιαπωνέζος», «Ελλάς κατόπιν αορτής», «Ήταν ένα μικρό καράβι», «Η Κυριακή των παπουτσιών», «Κι αέρα στα πανιά μας», «Πού πάει αυτό το λεωφορείο» κ.α. Όπου στην πλειοψηφία τους ξεχώριζαν τα εμπνευσμένα κείμενα, οι καλοδουλεμένοι χαρακτήρες, βεβαίως το άφθονο γέλιο από έξυπνο χιούμορ, η σεναριακή δομή, ως δική του καινοτομία στο είδος. Καθώς οι επιθεωρήσεις του υπηρετούσαν μια «συνθήκη», μια «ιστορία» με κάποια, έστω υποτυπώδη πλοκή ως δεμένο σενάριο, αντί των αυτόνομων, ετερόκλητων νούμερων που σε εναλλαγές με τραγούδι ή χορό, αποτελούσαν τη κλασική επιθεωρησιακή δομή. Και σε αυτόν τον τομέα, η δημιουργική φαντασία του Λαζόπουλου άλλαξε τα γνωστά δεδομένα, ενώνοντας τα νούμερα με συνδετικό ιστό και εμπλέκοντας τους ήρωες σε μια «κοινή μοίρα» με ουσιαστικό υπονοούμενο, οπότε ο θεατής πέρα από γέλιο, εισέπραττε ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα επιπέδου.

Αυτά στο παρελθόν… στον παρατατικό… στο «ήτο» – κατά τους στίχους του τραγουδιού της τελευταίας παράστασης «Απελπισίτο», την οποία όντως το κοινό αγκάλιασε στην πρεμιέρα, αποδεικνύοντας, παρόλα όσα μεσολάβησαν, την αγάπη του στον γνώριμο Λάκη, με την ελάχιστη προσδοκία να περάσει καλά μαζί του, να γελάσει όπως παλιά… Και ναι, αρκετές στιγμές το πλήθος γέλασε, άλλοτε αυθόρμητα και ξεκαρδιστικά, άλλοτε μαγκωμένα, κάποιες στιγμές απλά μειδίασε, άλλες βαρέθηκε και κάποιοι μεταξύ του πλήθους, παρά τα περιστασιακά γελάκια, νιώσαμε πίκρα… Και το περίεργο είναι αυτή προέκυψε από μια οξύμωρη διαπίστωση, καθώς ο «γνώριμος Λάκης» που αγαπήσαμε παλιά, παρέμεινε κολλημένος σε ένα πρόσφατο παρελθόν που ουδόλως τον κολακεύει ή του αξίζει, χωρίς ούτε βήμα μπροστά, χωρίς την παραμικρή αλλαγή, μάλλον με οριστικά χαμένη τη φαντασία…
Καθότι είδαμε επί σκηνής, στην ουσία μια επανάληψη του τηλεοπτικού τσαντιριού του, το οποίο ομοίως λάμβανε χώρα σε θεατρική σκηνή, με τον ίδιο σε ρόλο stand up comedian, σε σημείο να ψάχνεις πού κρύβεται η κάμερα για τη ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση ή η… Ανθούλα. Μονόλογοι και διάλογοι στο ίδιο σατιρικό πνεύμα, απλά με βασικό στόχο τώρα την «πρώτη φορά αριστερά» (και πώς αλλιώς άλλωστε…) αλλά και τους Κωνσταντοπούλου, Λαφαζάνη, Βαρουφάκη (περσινά ξινά σταφύλια…) συν Κούλη φυσικά, ωστόσο με ατυχέστατη και άκομψη έναρξη για την κηδεία Μητσοτάκη. Πέραν της επιδερμικής πολιτικής σάτιρας, ακούστηκαν από τον ίδιο, τα «καμμένα» πλέον κλισέ, οι γνωστές εμμονές του με «γέρους- γριές – κλανιές», ένας- δύο «Μητσέϊκοι» χαρακτήρες, τραγούδια σε συνθέσεις Κραουνάκη και κάποιες συγγραφικές πινελιές που σχεδόν… τρελαίνουν!
Διότι διερωτάσαι: Πώς γίνεται να συνυπάρχουν στην ίδια παράσταση, γραμμένα από την ίδια πέννα, τα ανούσια χιλιοειπωμένα κλισέ ή αδιάφορες ατάκες και ο εξαιρετικός, εμπνευσμένος, αλληγορικός μονόλογος της υπέροχης Σ. Φιλιππίδου – ερμηνευμένος μοναδικά – , από τα σπανιότατα πλέον δείγματα του «παλιού καλού Λάκη»… Πώς γίνεται να συνταιριάζουν στο ίδιο κείμενο, φτηνές ευκολίες και ταυτόχρονα ποιητική ευαισθησία σαν το «δεν το χωράω στο όνειρό μου»… Επιπλέον, πώς γίνεται ένας τόσο άξιος και έμπειρος μάστορας της επιθεώρησης, αυτός που την αναβάθμισε ποιοτικά, τώρα να την υποβαθμίζει σε ένα επαναλαμβανόμενο σταντ απ του συρμού; Πώς γίνεται να δημιουργεί συγγραφική συνθήκη για ένα «αόρατο σπίτι» ή σκηνική με «ψάρεμα», χωρίς να τα στηρίζει σεναριακά στο ελάχιστο, αφήνοντάς τα ξεκρέμαστα να αιωρούνται σαν να μη ειπώθηκαν/ υπήρξαν ποτέ; Τί νόημα είχε όλο αυτό το συνονθύλευμα- γιατί περί τέτοιου πρόκειται – νεαρών ανέτοιμων ηθοποιών, χωρίς ρόλους, χωρίς χαρακτήρες, χωρίς ταυτότητα και συνοχή, πέρα από την ξεκούραση των πρωταγωνιστών και το άνευ ουσίας γέμισμα της σκηνής; Πού πήγαν το σενάριο, η «ιστορία» που έδενε του ήρωες, η φαντασία, η έμπνευση, η δημιουργικότητα, η συγγραφική «αιτιολόγηση» του «Απελπισίτο»;
Διότι η δική μου αιτιολόγηση ως θεατής, είναι η βολική λύση του «βάζω έναν πασιάρικο τίτλο της επικαιρότητας σε ένα εύπεπτο καταναλωτικό προϊόν και χωρίς πολλά- πολλά ξεμπερδεύω, για να μη χάσω την επαφή με το κοινό». Ωστόσο για δημιουργούς σαν τον Λαζόπουλο, με αποδεδειγμένα προσόντα και σπουδαία προϊστορία, παρόμοιο σκεπτικό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από όσους τον έχουμε θαυμάσει και αγαπήσει, καταλήγοντας σε πικρούς συνειρμούς με το «Απελπισίτο» του… Απλά δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε αν το «απελπισίτο» εκφράζει το συναίσθημα του ίδιου ή το δικό μας, διαπιστώνοντας (δυστυχώς ξανά) τον εκούσιο ευνουχισμό των μεγάλων δυνατοτήτων του.
.
-Είδαμε βαθμολογήσαμε με 5,5 & Σχολιάζουμε εδώ
Βίντεο χειροκρότημα από τη χριστουγεννιάτικη πρεμιέρα του «Απελπισίτο» με Λάκη Λαζόπουλο, Σοφία Φιλιππίδου κ πολλών νέων παιδιών, στο θέατρο Αριστοτέλειον.
Φωτογραφικό υλικό