Ανήκει στη γενιά των νέων ταλαντούχων ηθοποιών.
Ο λόγος για τον μεγάλο κερδισμένο των θεατρικών βραβείων Θεσσαλονίκης, Χρήστο Διαμαντούδη, που ξεχώρισε ως Λίαμ στα «Ορφανά» και Ποσειδώνας στις «Τρωάδες», κουβαλώντας ήδη επιτυχημένες συμμετοχές σε ρόλους όπως στο «Τρίτο Στεφάνι», τον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων», «Οιδίππους Τύραννος», τις «Εκκλησιάζουσες», την «Αγγέλα», «Ένας αιώνας σε μια μέρα» και τον «Μεγαλοπρεπή Κερατά».
Μετά τη συμμετοχή του στο θεατροποιημένο ακρόαμα «Ο Τίμιος Κλέφτης» του Φ. Ντοστογιέφσκι (ενσάρκωσε τον Γιεμελιάν Ιλίτς Γιεμελιέι), έρχεται ως Έντμοντ στο πολυβραβευμένο θεατρικό αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας «Ταξίδι μιας Μεγάλης Μέρας μέσα στη Νύχτα» που αυτοβιογραφικά με «δάκρυα και αίμα» έγραψε ο Ευγένιος Ο’Νηλ, αποσπώντας το τέταρτο κατά σειρά βραβείο Πούλιτζερ της καριέρας του.

Με χαρακτήρες απογυμνωμένους και ανοικτίρμονα ευθύτητα από κάθε είδους συμβατική αισθηματολογία, σκηνές στυγνές και δυνατές, ενιαίο χρόνο και τόπο το ίδιο, διαλόγους αψείς, καταλυτικούς, το δράμα εκτυλίσσεται από σκηνή σε σκηνή στη διάρκεια μιας και μόνο ημέρας στο εξοχικό των Τάιρον, με ανηλεή ρυθμό που αγγίζει στην κατακλείδα της παράστασης τα όρια της υπνωτισμένης φρενίτιδας, σάμπως η εφιαλτική περιπέτεια να’ χει συμβεί στο χείλος της λησμοσύνης.
Είμαι ενθουσιασμένος – μας αποκαλύπτει ο Χρήστος – που συμμετέχω στο ανέβασμα ενός έργου εξαιρετικού και απαιτητικού πολύ.
Ο χαρακτήρας που υποδύομαι είναι ο ίδιος ο Νηλ σε έναν συνδυασμό με τον Ευγένιο, το παιδί που έχει πεθάνει. Είναι ένα αριστούργημα το έργο. Ως τη στιγμή που καταπιάστηκα μαζί του δε το γνώριζα.
Ρεαλιστικό και ποιητικό συνάμα σε ένα αριστοτεχνικό πάντρεμα, που όμοιό του δεν συνάντησα ποτέ προηγούμενα.
Τους βλέπουμε στην θερινή κατοικία που συναντιούνται για λίγο το καλοκαίρι, όταν οι περιοδείες του πατέρα που συμπαρασύρουν μια ολόκληρη ζωή όλη την οικογένεια σε ένα ατέρμονο ταξίδι δίχως προορισμό, παύουν για έναν δύο μήνες.
Εκεί συναντούμε και τα τρωτά τους σημεία, τα ελαττώματά τους, τα απωθημένα μιας ζωής, τις ανάγκες και τις αχίλλειους πτέρνες τους. Γυρνούν τον χρόνο πίσω και αναμετρώνται με τις αλήθειες, τους συμβιβασμούς, τα λάθη και τα πάθη της ζωής τους.
– Συναντούμε τη Μαίρη λοιπόν, στο ταξίδι της χαμένης ελπίδας, τον Έντμοντ που είναι η πληγή της και τον Τζέιμι που βάλλεται απ’ το μίσος της.
Ο Έντμοντ είναι η κατάρα της Μαίρης. Ο Τζέιμι ήταν υπεύθυνος για την ιλαρά που έφερε και κόλλησε και ο πατέρας δεν φρόντισε να φέρει έναν καλό γιατρό, μα προτίμησε έναν κομπογιαννίτη θα λέγαμε που για να κάνει την Μαίρη να πάψει να πονά, την οδήγησε σε επάλληλες ποσότητες μορφίνες που εν τέλει την ώθησαν στον εθισμό.
– Με Κατίνα Παξινού και Αλέξη Μινωτή να ενσαρκώνουν αντίστοιχα τους πρωταγωνιστικούς ρόλους που έμελλε να γίνουν σταθμοί για το εγχώριο θέατρο… ο δεύτερος σημειώνει για το έργο «Είναι ένα δραματικό κορύφωμα επικής λογοτεχνίας, μία Saga στη δίνη μιας ακαριαίας πτώσης».
Εγώ δεν ξέρω αν είναι χαρακτήρες πτώσης.
Μπαίνουν μέσα της, χάνονται και δεν ξέρεις που θα καταλήξουν. Οι άντρες της ιστορίας είναι και οι τρείς εθισμένοι για τους δικούς του λόγους ο καθένας στο ποτό.
Αποζητούν διαφυγή κι εξιλέωση. Ο πατέρας που δεν πέτυχε όσα επιθυμούσε κουβαλώντας ως σταυρό την εξαρτημένη σύζυγό του, τη Μαίρη. Ο Τζέιμι έχει λόγο αποτυχίας τη δουλειά του και ο άλλος γιος μπαρκάρει ναύτης επιθυμώντας διακαώς ξεμακραίνει, να ταξιδέψει, να ξεφύγει. Η αρρώστια του τον κάνει να επιστρέψει και δίνει μάχη να μη διαλυθεί η οικογένειά του. Βάζει την οικογένεια και κυρίως τη μητέρα του πάνω απ’ τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο αυτοβιογραφικός Ο’Νηλ γράφει με «δάκρυα και αίμα» το ταξίδι του…
Είναι ανατριχιαστικές οι λεπτομέρειες που αποκαλύπτει ο συγγραφέας σε σχέση με τον ίδιο και την δική του οικογένεια. Τον φαντάζομαι να γράφει ξύνοντας τις πληγές του παρελθόντος του, που του δημιουργούσαν και πόνο και οργή και μια σειρά συναισθηματικών μεταπτώσεων, που έκαναν την φόρτισή σου τεράστια. Σε κάθε του σελίδα καταθέτει κι ένα κομμάτι της ψυχής του. Ίσως ήταν αυτός ο λόγος που άφησε ρητή εντολή το έργο να μην παιχθεί όσο βρίσκονταν εν ζωή. Θα ήταν οδυνηρό αν έβλεπε κατά πρόσωπο τις ταραγμένες αλήθειες της ζωής του… ίσως και να μην το άντεχε!
– Θα ήθελα να μου σκιαγραφήσεις τον χαρακτήρα που υποδύεσαι στο Ταξίδι…
Είναι ρομαντικός! Προσπαθεί ν’ αποφύγει την πραγματικότητα που τον κυκλώνει κι έτσι στρέφεται στην ποίηση. Η αγάπη του για την οικογένειά του και η ιδιόρρυθμη σχέση που έχει με την μητέρα του, τον κάνουν να βάζει εκείνη και την οικογένεια πέρα και πάνω απ’ τον ίδιο. Γι’ αυτό και βλέπουμε να συμφιλιώνεται πολύ σύντομα με τον θάνατο. Το έργο εκτυλίσσεται στη διάρκεια μιας μόνον μέρας και προς το απόγευμα μαθαίνει ότι πάσχει από φυματίωση. Τον παρατηρούμε να αποδέχεται ακαριαία την υποψία θανάτου και να είναι ήρεμος σε μια προσπάθειά του να σώσει τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Αλτρουισμός. Αυτό τον χαρακτηρίζει. Είναι η ελπίδα και το φως που λαμπρύνει το έργο αν και είναι ο χαρακτήρας με το σκοτεινότερο μέλλον όλων. Νέος και άρρωστος προσπαθεί να υπερβεί αυτό που του συμβαίνει. Γίνεται ο φάρος της σωτηρίας των υπολοίπων. Αν υποθέσουμε πως ο καθένας εκ των μελών της οικογενείας του έχει κι από μία βάρκα ως άλλος φάρος τους δείχνει το δρόμο… να μην πέσουν στα βράχια, να μην πνιγούν.. να μην χαθούν…
– «… ότι είμαι πάντα ένας ξένος που πατρίδα πουθενά δεν έχει, που κανέναν δεν θέλει και κανείς δεν τον θέλει, που με τίποτα δεν είναι δεμένος, που πάντα πρέπει να’ ναι λίγο ερωτευμένος με τον θάνατο!», αναφέρει κάποια στιγμή…
Υπάρχουν σημεία που στην δραματουργική επεξεργασία έχουν αφαιρεθεί. Κατά το παρελθόν έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. «Ήσουν μεθυσμένος» του είπε ο πατέρας του, «Δεν ήξερες τι έκανες». Κι εκείνος του απαντά: «για λίγο έχασα τον εαυτό μου… για μια στιγμή υπήρξε νόημα!»
Είναι το δευτερόλεπτο εκείνο μεταξύ ζωής και θανάτου που νιώθεις πιο ζωντανός από ποτέ. Αυτό περιγράφει. Και φαντάζει όπως τη στιγμή που απογειώνεται η αδρεναλίνη όλων όσοι δοκιμάζονται σε extreme sports.
Είναι ένας άνθρωπος σε απόλυτη σύμπνοια με τη φύση. Εκτιμά τον ήλιο, τη θάλασσα, τα φύκια, τα ψάρια, τους γλάρους, στοιχεία ελευθερίας όλα τους. Τον κάνουν ποιητή και την ίδια στιγμή ισχυροποιούν την εικόνα εκείνου που αποζητά τη λύτρωση μέσα από την απόλυτη ελευθερία, που στην περίπτωσή του είναι ίσως και ο ίδιος ο θάνατος.
– Η μοναξιά του επίσης είναι διαφορετικής στόφας…
Υπάρχει μια φράση που ακούγεται καταδεικνύοντας ότι όσο οι άλλοι δεν τον θέλουν, άλλο τόσο κι ο ίδιος δεν τους θέλει. Αποζητά τη μοναξιά του, θέλει να μένει μόνος, να διαβάζει ποίηση, να ζει στις σιωπές του.
Φεύγει για να ταξιδέψει όσο μακρύτερα γίνεται κι εκεί μεσοπέλαγα όταν ανοίγεται, απολαμβάνει την νηνεμία της ψυχής, την ησυχία της διαδρομής του… Επίσης αλλάζει συνεχώς τόπους. Δεν ριζώνει πουθενά. Αυτό τον συμφιλιώνει και με τον εαυτό του και με την ιδέα του θανάτου του.
– Πιστεύεις ότι βαθιά μέσα του νιώθει ένοχος;
Υποσυνείδητα ναι, η ενοχή υπάρχει, όσο κι αν δεν έφταιξε κατ’ ουσία σε τίποτε. Με την γέννησή του ακόμη ξεκίνησε η κατρακύλα. Ο πατέρας το έριξε στο ποτό, πάντοτε ζούσε ως ο αγαπημένος της οικογένειας και άρα όλη η σημασία κι η αγάπη μετακύλησε σε κείνον. Μετά αρρώστησε, έγινε νευρικός παρ’ όλη την αγάπη που πήρε και με κάποιο τρόπο ζει ενοχικά γι’ αυτό.
– Ποιόν θεωρείς τον δραματικότερο ρόλο του έργου;
Δεν ξέρω! Ίσως ο Τζέιμι που είναι πιο πραγματιστής.
Βλέπει και κατονομάζει τα συμβαινόμενα ξεκάθαρα. Δεν δικαιολογεί συμπεριφορές και καταστάσεις, δεν ωραιοποιεί τίποτε και κανέναν.
–Το να μοιράζεσαι τη σκηνή με τον Τάκη Χρυσικάκο και τη Βέρα Κρούσκα, τί συναισθήματα σου γεννά;
Στην αρχή, είναι αλήθεια, είχα πολύ άγχος. Δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ. Είναι σπουδαίο να βρίσκεσαι πλάι τους, να απολαμβάνεις την εμπειρία και τον τρόπο αντιμετώπισης που προκύπτει εξ’ αυτής. Καθώς ο χρόνος διαγράφει πορεία, θεωρώ ότι το μοίρασμα της σκηνής με τόσο σπουδαίους ηθοποιούς, είναι μαθητεία και έναυσμα να πυροδοτήσει ανάγκη καλυτέρευσης.
Να βγάλεις το έπακρο των δυνατοτήτων σου και να αποδώσεις τα μέγιστα, αποτίοντας φόρο τιμής και στους ίδιους και στον δημιουργό ενός τόσο σπουδαίου κειμένου της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
– Και για την σκηνοθετική προσέγγιση του Θανάση Σαράντου;
O Σαράντος θεωρώ ότι προσπαθεί να μπήξει το μαχαίρι στο κόκκαλο, για να φθάσει στο μεδούλι της οικογένειας. Να βγάλει στη σκηνή αλήθειες… εκεί που μαλώνουν χαίρονται, να αγγίξει τη ρίζα των ανθρώπινων σχέσεων και της περιπέτειας των χαρακτήρων. Θέλει να αποτυπωθεί κάθε λεπτομέρεια με ακρίβεια και εμάς μας οδηγεί στη σκηνή με ζητούμενο να μην νοιώθουμε ότι παίζουμε, μα ότι είμαστε.
– Πρεμιέρα ενόψει τον Ιούλιο κι έχεις διττή διαχείριση συναισθήματος, υποθέτω. Απ’ την μια ότι θα βρεθείτε επιτέλους μπροστά σε κοινό και από την άλλη ότι πρωταγωνιστείτε σε ένα έργο που είναι εξ’ ορισμού γραμμένο να το βλέπουμε σε κλειστά θέατρα. Ωστόσο, εσείς θα βγείτε σε ανοιχτές σκηνές.
Αυτό ακριβώς νοιώθω. Τη χαρά του επιτέλους επικοινωνούμε ζωντανά με τον κόσμο έχοντας το πολυπόθητο αντίκρισμα κι απ’ την άλλη καλούμαστε να αντιβούμε την μεγαλύτερη πρόκληση της παράστασης που πέρα απ’ τη δυσκολία ενός έργου απαιτήσεων είναι ότι θα παίξουμε σε ανοιχτούς χώρους.
Θα αντλήσουμε ψυχανεμίζομαι όμως δύναμη από το ίδιο το κοινό, καθώς έχουμε ανάγκη δυο ζευγάρια μάτια να μας αγκαλιάζουν με το κοίταγμά τους και να συγκινηθούμε μαζί έστω και για ένα λεπτό τις ώρας…. Το άγγιγμα τούτο αυτές τις μέρες είναι η ουσιωδέστερη ανάγκη όλων.

Φωτογραφικό υλικό