Γράφει η Ζωή Ταυλαρίδου
Μάνες και κόρες. Κόρες και μάνες. Σχέσεις παραμάνας. Βιώματα εξάρτησης.
Μια μάνα κάθεται και πλέκει όνειρα για τα παιδιά που δεν έχει ακόμη αποκτήσει. Μια “πότε-θα-γίνω-μάνα;” κατάσταση έχει παγιωθεί στην ελληνική κοινωνία ως μοτίβο μιας ιδανικής σχέσης συζύγων. Η αγάπη της μητέρας δεν μπορεί να βιωθεί ως συναίσθημα. Φθάνει μέχρι την άκρη της γλώσσας, κοντοστέκεται και θριαμβολογεί για το “μεγάλο της ταξίδι”. Η αγάπη της καταρρακώνεται, καθώς το πνεύμα της αλλοιώνεται ασύστολα εντός μιας κοινωνίας υποκριτικής κι αλλοπρόσαλλης. Το πορτοφόλι του συζύγου και ο καθρέπτης των άλλων μετατρέπονται σε σύμβολα ιδίας αξίας και γοήτρου. Οτιδήποτε αυθεντικό και αυθόρμητο εξοβελίζεται και θεωρείται ανάξιο λόγου. Πώς να αγαπήσουν αυτές οι μάνες τις κόρες τους; Πώς να αγαπήσουν αυτές οι κόρες τις μάνες τους;
Η γυναίκα που δεν αγαπάει τον εαυτό της δεν είναι δυνατόν να γίνει “καλή σύζυγος και μάνα”. Αγαπάει επιφανειακά και χτίζει σχέσεις υποκρισίας, βιώνοντας επιπλέον κακοποιητικές σχέσεις ως φυσιολογικές. Κακοποιείται από τον σύζυγό της σωματικά και συναισθηματικά. Το “γνήσιο αρσενικό” άλλωστε κακοποιεί και αποδεικνύει την ανωτερότητά του. Εάν ο άνδρας “αισθάνεται”, καλλιεργεί τον εαυτό του και εξευγενίζει τη ζωή του θεωρείται λιγότερο “αρσενικός”. Αλλά και η γυναίκα-θύμα θεωρείται ως το απόλυτο θηλυκό. Στέκεται υπερήφανα ως γυναίκα υποτακτική, ευγενική και δειλή, χαλάκι στις ορέξεις και τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα του αξιοπρεπούς συζύγου της. Χαμογελάει και ενεργεί ως καλή σύζυγος και μητέρα μιας σαθρής οικογένειας. Κάνει παιδιά και δεν ξέρει πώς να τα μεγαλώσει. Ακολουθεί τους κανόνες και τα πρέπει που έμαθε στην οικογένειά της. Κι έτσι οι οικογένειες της υποκρισίας αναπαράγονται. Κι έτσι χτίζονται οι κοινωνίες της επιφάνειας και του ψέματος.
Οι κόρες που δεν γίνονται ποτέ μάνες είναι ίσως οι χειρότερες. Μη δοκιμασμένες -ευτυχώς- στις πιέσεις της “ιδανικής ελληνικής οικογένειας”, αλλά περιθωριοποιημένες -δυστυχώς- κοινωνικά λόγω της ρετσινιάς της γεροντοκόρης, αποτελούν ίσως τις πιο αυθεντικές εκπροσώπους του μισογυνισμού επί της γης. Δεν παντρεύονται, δεν κάνουν παιδιά. Είναι οι γυναίκες που δεν έχουν επιτελέσει τον ανώτερο σκοπό της ζωής τους, οι παρίες της κοινωνίας, ανεπιθύμητες και θεωρητικά “άχρηστες”. Τις γυναίκες-εργένισσες τις δείχνουν με το δάχτυλο, μιλούν πίσω από την πλάτη τους, τις κουτσομπολεύουν. Τις έχουν αναθέσει την ευθύνη να ιατροπορεύσουν τους γονείς τους μέχρι τον θάνατο. Διαφορετικά, οι γυναίκες αυτές “λιθοβολούνται” και μαθαίνουν να οικτείρουν τον εαυτό τους μαστιγώνοντάς τον διαρκώς. Κι αν διαθέτουν αδελφές με διαφορετικό προορισμό στη ζωή, τις εκδικούνται με όλο τον θυμό και την απελπισία του ρόλου τους μέσα σε μια απορριπτική και με δήθεν αυστηρή ηθική κοινωνία.
Οι κόρες που αγαπούν κι ερωτεύονται στις σχέσεις τους συνθλίβονται και αποδυναμώνονται ως θηλυκά. Θεωρούνται “εύκολες”, αμφιβόλου ηθικής γυναίκες, σχεδόν πόρνες. Η αυθεντικότητα του συναισθήματός τους χρειάζεται να ακρωτηριαστεί. Πρέπει να συμβιβαστούν με το είθισται, να σκύψουν το κεφάλι, να αποδεχτούν ότι ο έρωτας είναι λαγνεία κι εμπίπτει στα θανάσιμα αμαρτήματα. Ο έρωτας στρώνει το δρόμο, για να υποδεχτεί ο άνθρωπος τον θεό μέσα του. Ο έρωτας αποτελεί το κεφαλόσκαλο της αγάπης.
Ποιος άραγε δεν θέλει κοινωνίες αγάπης; Ποιος δεν ονειρεύεται το αυθεντικό και το αληθινό; Ποιος δεν φαντασιώνεται ότι στόχος της οικογένειας πρέπει να είναι η δημιουργία και η καλλιέργεια ανθρώπων ολόκληρων που αγαπούν και σέβονται; Σε τι είδους κοινωνίες θέλουμε να υπάρχουμε; Πώς μπορούμε να βιώσουμε την αξιοπρέπεια της ύπαρξής μας; Πώς μπορούμε να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες της λέξης Άνθρωπος;
.
Το έργο της Λιλής Ζωγράφου «Η Αγάπη Άργησε Μια Μέρα» σε σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι στο Θέατρο Ράδιο Σίτυ πραγματεύεται τη γυναικεία υποδούλωση στην πατρική και τη συζυγική εξουσία, αλλά και τον κακοποιητικό χαρακτήρα των σχέσεων εξάρτησης που αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια. Οι γυναίκες μιας οικογένειας σε αγροτική περιοχή της Κρήτης βιώνουν την κακοποίηση αφενός στο πρόσωπο του πατέρα τους και αφετέρου των ανδρών της κοινωνίας μιας άλλης εποχής. Βιάζονται και υφίστανται την αδικία και την ταπείνωση κατ΄ εξακολούθηση. Ερωτεύονται, αλλά δεν παντρεύονται από έρωτα. Ο γάμος αποτελεί μια κοινωνική επιταγή και οριοθετείται από την καταγωγή και την κοινωνική θέση του γαμβρού. Καμία από αυτές τις γυναίκες δεν είναι ευτυχισμένη. Μόνο η Ερατώ κατορθώνει να απαλλαγεί από το κοινωνικό κατεστημένο. Ασυμβίβαστη κι αγνή, κορίτσι του έρωτα και της αγάπης, θυσιάζει τη ζωή της στον βωμό της ζωής που δεν έζησε. Δυστυχώς γι αυτήν, η αγάπη άργησε μια μέρα…
Τάσος Λειβαδίτης, απόσπασμα από το «Καντάτα 1960».
“…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.
Αχ, γυναίκες έρημες,
κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;
Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;
Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.
Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.
Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.
Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…”
Μουσική Πρόταση:
Fazerdaze, Lucky Girl:
Δείτε & αυτά:
Φωτογραφικό υλικό