Φωτογραφία Ἐπικεφαλίδας – Λεζάντα: «Ὁ καρικατουρίστας Rodney Pike εἰσάγει τὸ πρόσωπο τοῦ Rowan Atkinson (Mr Bean) σὲ γνωστοῦς κλασσικοῦς πίνακες –πορτραίτα.(Photoshop)»
Βλέποντας κανεῖς τὰ ἔργα τῆς σαιζὸν ἢ καὶ ἔν γένει τῶν τελευταῖων χρόνων, διαπιστώνεται ἡ συνεχιζόμενη παρείσφρηση νέοκωμικῶν – νεοεπιθεωρησιακῶν στοιχεῖων, μιὰς διάχυτης παιγνιώδους διάθεσης καὶ ἀλαφρότητας σὲ ἔργα δραματικοῦ ρεπερτορῖου που αυτοχαρακτηρίζονται –πολλὲς φορές- ὡς μαύρες κωμωδίες, ἀλλὰ καὶ σὲ ἔργα βιογραφικὰ ἢ οἰκογενειακὰ.
Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ ἐντείνουν ὁ βεντετισμὸς (πολλὲς φορὲς δια λόγους βιοπορισμοῦ) τῶν διαφόρων τοπικῶν καὶ ὑπερτοπικῶν στὰρ, σταρλέτων καὶ σταρίσκων, ἡ τρομερὴ ἀπήχηση τοῦ χιοῦμορ, τοῦ χαβαλέ, τοῦ καλαμπουριοῦ κλπ., παραδοσιακὰ στὴν ἐλληνικὴ κοινωνία, ἀρὰ καὶ στὸ θεατρικὸ κοινὸ καὶ φυσικὰ ἡ διακαης ἐπιθυμία τῶν θεατρικῶν ἐπιχειρηματιῶν γιὰ βεβαιότητα/ἐξασφάλιση πώλησης εἰσιτηρίων (γιὰ ἐλαχιστοποίηση τοῦ ρίσκου μὲ ἄλλα λόγια).
Πρακτικὰ αὐτὴ ἡ τάση, ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα τὴν παραγωγὴ παραστάσεων ὅπου ἐμφανίζονται ρόλοι καρικατοῦρες, τύποι, ἀποστασιοποιημένες/χλευαστικὲς/ κριτικὲς ἐρμηνεῖες σὲ ρόλους ἢ ἔργα ἀκατάλληλα –κατὰ μίαν ἄποψη – διᾶ τοῦτο. Θέτοντὰς τὸ διαφορετικὰ, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἐρμηνευτικὲς ἀποδόσεις τῶν κειμένων μὲ τρόπο μὴ ἀρμοστὸ κατὰ μία αἰσθητικὴ ἀποψη κὶ οὗχὶ ἰδιαίτερα «παιδεμένες» ἀπὸ πλευρὰς ἡθοποιῶν. Μολονότι, βεβαίως, μπορεῖ κανεῖς νὰ τὸ ἀποδώσει σὲ σκηνοθετικὴ ἐπιλογή, τὸ παιχνιδάκι μὲ το κοινὸ, ὁ ἀνευ τέλους χαβαλὲς ἐπὶ σκηνὴς, τὸ τράβηγμα ἀστείων ἀπ΄τὰ μαλλιά, οἱ ἀβανταδόρικες παύσεις, τὰ νεύματα, ὁ ἐλαφρὺς τόνος κ.α. εἶναι συχνὰ περισσότερο στρατηγικὲς ἐπιλογὲς μάρκετιγκ καὶ ὅχι καλλιτεχνικὴς ἄποψης, καθῶς καὶ πραγμάτωσης καὶ ἐξαργύρωσης «περσόνων» ἡθοποιῶν που ἐμπορευματοποιοὺν ἔναν τύπο, κάνοντας τὸ γνωστὸ νούμερὸ τοὺς στὴν σκηνὴ -νούμερο γιὰ τὸ ὁποῖο ἀλίμονο, ἔχουν κοπιάσει, ἀλλὰ που συνήθως παραβιάζει τὴν οὑσιαστικὴ διαδρομὴ ἐνὸς ρόλου, περιορίζοντὰς τὸν σὲ προσαρμογὴ στὸν τάδε τύπο.
Στὰ τρία μέρη αὐτοῦ τοῦ ἀρθρου, θὰ ἐπιχειρηθεῖ ἡ πλαισίωση αὐτοῦ τοῦ φαινομένου τῆς νεοεπιθεωρησιακής τάσης καὶ ἡ θεματοποῖηση τοῦ, περισσότερο μὲ στὸχο τὴν νομιμοποίηση τοῦ στὸ διάλογο, παρὰ την κριτικῆ ἀποτίμησὴ τοῦ.
Ὀρίζοντας τὶς ἔννοιες:
Κωμωδία κατά Ἀριστοτέλη: «Ἡ δὲ κωμῳδία ἐστὶν ὥσπερ εἴπομεν μίμησις φαυλοτέρων μέν, οὐ μέντοι κατὰ πᾶσαν κακίαν, ἀλλὰ τοῦ αἰσχροῦ ἐστι τὸ γελοῖον μόριον. τὸ γὰρ γελοῖόν ἐστιν ἁμάρτημά τι καὶ αἶσχος ἀνώδυνον καὶ οὐ φθαρτικόν, οἷον εὐθὺς τὸ γελοῖον πρόσωπον αἰσχρόν τι καὶ διεστραμμένον ἄνευ ὀδύνης.» Ἀριστοτέλους Ποιητικὴ
ἀπόδοση: «Η κωμωδία, όπως το έχουμε ήδη πει, είναι μίμηση ανθρώπων χειρότερων από τον μέσο όρο των συνηθισμένων καθημερινών ανθρώπων, όχι όμως εν σχέσει με κάθε είδος κακίας, αλλά μόνο εν σχέσει με την ασχήμια, της οποίας μέρος είναι καθετί που, ως καταγέλαστο, προκαλεί το γέλιο. Ό,τι, πράγματι, προκαλεί το γέλιο είναι μια λαθεμένη συμπεριφορά ή μια ασχήμια που δεν προξενεί πόνο ή βλάβη· μια κωμική μάσκα, επιπαραδείγματι, είναι άσχημη ή αποτροπιαστική χωρίς να προξενεί πόνο.» Μετάφραση: Δ. Λυπουρλὴς
Κωμωδία: Ὁποιοδήποτε ἐργο ἐχει σκοπὸ νὰ διασκεδάσει μέσω χιούμορ, καὶ οἱ θεματικὲς ὑποδιαιρέσεις τῆς.
Μαύρη κωμωδία: Προσέγγιση σκοτεινῶν θεμάτων ὅπως ὁ θάνατος, ἡ αὐτοκτονὶα, ἡ ἀσθένεια κλπ, μὲ παιγνιῶδη διάθεση καὶ χιούμορ.
Ἐπιθεώρηση: μικτὸ (αλλὰ νόμιμο) εἰδος νεοελληνικοῦ θεάτρου σὲ ἀρθρωτὴ μορφὴ που συνδυάζει χορὸ, μουσικὴ, σάτιρα, πρόζα μονόλογο, διάλογο, αυτοσχεδιασμὸ, γκάγκ, χονδροειδὲς χιούμορ, τραγούδι με παιγνιῶδη διάθεση καὶ ἀλληλεπίδραση μὲ τὸ κοινὸ, γύρω ἀπὸ ένα κεντρικὸ ἄξονα θεματολογίας τῆς ἐπικαιρότητας.
Νεοεπιθεωρησιακὴ τάση: Ἡ τάση μετατροπῆς δραματικῶν ἔργων σὲ μαύρες κωμωδίες ἢ ἡ διαχείριση ἐνὸς θεατρικοῦ ἔργου χρήσῃ ἐπιθεωρησιακῶν στοιχεῖων, κυρίως τῆς χλευαστικῆς διάθεσης, τῆς ὑπερβολῆς, τῆς παιγνιώδους ἀπόδοσης, τοῦ σχολίου καὶ τὸ σπάσιμο τοῦ τέταρτου τοίχου μὲ ἢ χωρίς αὐτοσχεδιασμὸ.
Νέα ἐπιθεώρηση: Ἔργα που ἔχουν συγκεκριμένο σενάριο μὲ ἀρχὴ μέση καὶ τέλος, συνήθως ἐνὸς ἢ δύο συγγραφέων, που χρησιμοποιοῦν τὸ εὐφυολόγημα, τὸ γκάγκ, τὸ σχόλιο, τὴν πρόζα καὶ τὸν μονόλογο γύρω ἀπὸ θέματα που περισσότερο ἄπτονται τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας καὶ ἐπικαιρότητας, παρά τῆς πολιτικῆς. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι, μολονότι ὑπάρχει ἡ διάτρηση τοῦ τέταρτου τοίχου διὰ αὐτοσχεδιασμοῦ, εἶναι χαρακτηριστικὰ μικρότερη ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ ἐπιθεώρηση. Πρόκειται στὴν οὑσία γιὰ πραγμάτευση ἔργου μὲ «ἐλαφρότερο» σημειολογικὸ κώδικα.
Νέα κωμωδία: Καταχρηστικὸς ὅρος, που μιμειται τὸν θεματικὸ διαχωρισμὸ παλαιὰς καὶ νέας κωμωδίας στὴν ἀρχαιότητα, γιὰ νὰ δηλώσει σήμερα, τὸν νέο τύπο χιουμοριστικοῦ θεάματος ὁπως διαμορφῶθηκε ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση τοῦ κοινοῦ στὴν τηλεοπτικὴ καὶ κυρίως ἰντερνετικὴ ἐποχὴ, που σὲ σχέση μὲ τὴν παλαιότερη κωμωδία καταστάσεων καὶ γραμμικῆς δομῆς, χαρακτηρίζεται ἀπὸ ταχύτητα, θραυσματικότητα, ἀλλεπάλληλα γκάγκ, καταιγισμὸ, pastiche, αὐτοσχεδιασμὸ, εὐφυολογημα, «χαβαλὲ», διάδραση καὶ φόρμες stand up comedy.
Στὰ παραπάνω ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ εἴδος τῆς ἐπιθεώρησης εἶναι τὸ πιὸ δυσπροσαρμοστικὸ στὴν παντοδυναμία τοῦ σκηνοθέτη, μὲ τὴν νέα κωμωδία καὶ τὴν νεοεπιθεωρησιακὴ τάση (ὅταν προέρχεται ἀπὸ βεντετισμὸ) νὰ ἀκολουθοῦν.
Ἀναπόφευκτα, πρέπει νὰ γίνει λόγος περὶ ἐπιθεώρησης, γιὰ τῆς ἀνάγκες τῆς παρούσας συζήτησης. Πρόκειται γιὰ ἔνα εἴδος που μοιάζει νὰ μετουσιώνει τὸ εὔθυμο πνεύμα τοῦ θεάτρου σκιῶν σὲ ἔνα συνολικότερο θέαμα, εἴς βάρος ὅμως τῆς δομῆς καὶ τῆς συνοχῆς. Περισσότερο ἔνα συνονθύλευμα ἀπὸ νούμερα , ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς τολμηρὴ, ἀπείθαρχη, ἀναρχικὴ στὴν σκηνοθεσία, δυσκολοκυβέρνητη, χοντροκομένη, σαρκαστικὴ, πάσχουσα ἀπὸ δυσαρμονία, μηδενισμὸ καὶ χαβαλὲ. Θὰ ἔλεγε κανεῖς ὅτι πρόκειται γιὰ ἔνα εἶδος, που παρὰ τὶς ὅποιες ἀντιρρήσεις στὴν αἰσθητικὴ τοῦ ἀξία, προσομοιάζει τὸν νεοελληνικὸ χαρακτήρα συμπεριλαμβανομένης τῆς βαναυσότητας καὶ τῆς ἐπιτήδευσῆς του.
Πάντοτε σημείο ἐπικαιρότητας, μιὰς καὶ προέρχεται ἀπὸ ὁμιλοῦσα μίμηση ἐφημερίδας, ἡ ἐπιθεώρηση, ὁμοιάζει μὲ ἔνα ἱδιότυπο news feed τῆς ἐποχῆς, τὸ ὁποῖο, ὁ ὁποιοσδῆποτε ἔχει παρασυρθεῖ ἀπὸ τὴν ροὴ νέων κάποιου κοινωνικοῦ μέσου δικτύωσης, γνωρίζει τὴν ὑπουλη σαγηνευτικότητα.
Ἡ ἐπιθεώρηση λοιπὸν, ἀπὸ τὸ παρεξηγημένο εἴδος τοῦ Φῶτου Πολίτη (ὁ ὁποῖος ἧταν ἐνεργὸς πολέμιὸς τῆς, μὲ μεστῆ καὶ ὁρθὴ ἐπιχειρηματολογία περὶ τοῦ ποιον τῆς καὶ τῆς κάκιστης αἰσθητικῆς τῆς ἀξίας), ἀναδείχθηκε γιὰ τὶς πολλαπλὲς ἀρετὲς τῆς ὁπως ἠ δημιουργικότητα, ἡ σύνθεση, ἡ ἀντιστασιακότητα – ἱδιαίτερα τὴν ματαπολεμικὴ περίοδο καὶ τὴν περίοδο τῆς δικτατορὶας-, ἐνῶ ἀναγνωρίστηκε γιὰ τὴν προπαγανδιστικὴ της ἀξία, τὴν ὁποῖα μάλιστα ἡ πάλαι ποτὲ ἀριστερὰ ἔσπευσε νὰ εναγκαλιστεῖ.
Τὸ βασικότερο ὅμως συστατικὸ τῆς ἐπιθεώρησης ἧταν καὶ παραμένει τὸ στοιχεῖο τῆς διασκέδασης. Μέσα ἀπὸ ένα πρίσμα ἐλαφρότητας, κάθε ζήτημα ἔρχεται στὰ μέτρα τῆς ὁμήγυρης, ὅπως σὲ ἔνα καπηλειὸ τρόπον τινὰ, καὶ γίνεται ἀφορμὴ για χιοῦμορ. Ἀσφαλῶς αὐτὴ ἡ λειτουργία – τουλάχιστὸν σὲ ψυχολογικὸ ἐπίπεδο – μπορεῖ νὰ εἶναι ἔνας εὐγενὴς μηχανισμὸς ἐπιβίωσης καὶ διαχείρισης τῆς πραγματικότητας. Γίνεται ὅμως πιὰ προβληματικῆ καὶ βλαπτικὴ γιὰ τὸ κοινωνικὸ, πνευματικὸ καὶ αἰσθητικὸ συλλογικὸ ἐπίπεδο, ὅταν ὑποσκελίζει ἄλλες μορφὲς πλαισίωσης καὶ διαχείρισης τοῦ καθημερινοῦ βιωματικοῦ φαινομένου (τῆς καθημερινῆς ζῶσας ἐμπειρίας δηλαδῆ).
Ἁς μὴν λησμονεῖται, πῶς στὴν κλασσικὴ Ἑλλάδα, γιὰ κάθε μία κωμωδὶα, ἀντιστοιχούσαν τρεῖς τραγωδίες. Ἔτσι στο θέατρο διδάσκονταν τρία παραδείγματα «πράξεως σπουδαῖας καὶ τελεῖας » καὶ σὰν μὲτρο σύγκρισης καὶ ἀποσυμπίεση ἔνα «φαύλο, αἰσχρὸ καὶ γελοῖο». Τὸ ἀποτέλεσμα ἧταν νὰ τοποθετεῖται τὸ κοινὸ τοῦ ἀρχαίου Θεάτρου στὸ μέσον ἢ στὴν ὁρθῆ στάθμη ἐνὸς ἡθικοῦ φάσματος πρὸς τὸ εὐ πολιτεύεσθαι καὶ εὐ κοινωνεὶν, που ἔδειχνε καὶ κινητοποιοῦσε πρὸς τὸ ἱδανικὸν χῶρὶς νὰ ἀπελπίζει, ἀλλὰ ἀντίθετα ἀντιδιαστέλλοντας τὴν τιποτένια ποταπότητα τῶν μικροπροβλημάτων καὶ τῶν καμωμάτων τῆς καθημερινότητας τῆς ἀγοράς. Ἀν ἀπὸ αὐτὸ τὸ φάσμα ἀφαιρεθεῖ ὁ τραγικὸς πόλος τοῦ ἰδεαλιστικοῦ προβληματισμοῦ, μένει μονάχα ἔνα ἐφήμερο, δύσμορφο καὶ δυσαρμονικὸ αἴσθημα ὑπεροχῆς, ποὺ δὲν ὁδηγεῖ ἀσφαλῶς στὴν μεσότητα ἀλλὰ στὴν ἀμετροέπεια.
Λόγω τῆς φυσιολογικῆς δημοφιλίας που ἔχουν τὰ εὔπεπτα, εὐχάριστα, διασκεδαστικὰ μὰ καὶ κατανοητὰ θέματα καὶ φόρμες τῆς ἐπιθεώρησης σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν μεσοαστικὴ ἱκανοποίση τοῦ τύπου «ἡ κυρία τάδε πάει καὶ στὸ θέατρο» καὶ «ἄχ, ξέρεις, εἴδα τὴν δεῖνα ἡθοποιὸ στὸ θέατρο καὶ ἧταν καταπληκτικὴ», τὸ κατατρεγμένο καὶ παρεξηγημένο ἐκεῖνο εἴδος ἄρχισε νὰ πολλαπλασιάζεται καὶ νὰ ἐπεκτείνεται σὰν ζιζάνιο, νὰ μολύνει τοῦς δημιουργοῦς σὰν μάστιγα καὶ νὰ πνίγει τὰ ἄλλα εἴδη σὰν κισσὸς ἢ παράσιτο.
Χονδροειδῆ ἀστεῖα καὶ ὑπερβολικοὶ τύποι βρίσκουν τὸν δρόμο τοῦς στὴν σκηνὴ καὶ ἐπιβραβεύονται ἀπὸ τὸ πρόσκαιρο γέλιο τοῦ φιλοθεάμονος κοινοῦ, σὲ ἔργα ἀνυπόπτως ἐπιθεωρησιακὰ . «Ψημένοι» καὶ ἀναγνωρισμένοι ἡθοποιοὶ, ἐξαργυρῶνουν τὴν σκηνικὴ τοῦς ἄνεση καὶ τὴν ἀναγνωρισιμότητὰ τοὺς, ζωντανεύοντας εὔθυμα τὰ πάσης φύσεως θεάματα που συμμετέχουν. Ἀσφαλῶς ἡ στάση αὐτὴ τῶν καλλιτεχνῶν, εἰδικὰ στὶς περιπτώσεις που παρεισφρέει σὲ σκηνὲς δραματικῶν ἔργων, μισεύει τὴν ὁλοκληρωτικὴ καλλιτεχνικὴ μεταμόρφωση καὶ ἀπόδοση του ρόλου (για τὸν ἡθοποιὸ) καὶ τῆς σκηνὴς (για τὸν σκηνοθέτη). Πρίν ὅμως σπεύσει κανεῖς νὰ ἐπιρρίψει εὐθύνες στοὺς καλλιτέχνες ἢ καὶ τοὺς δαιμονοποιημένους, σὲ ἀργυραμοιβούς, θεατρώνηδες, πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ καὶ νὰ σημειωθεῖ πῶς τοῦτη ἡ τάση ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν γενικότερη ἀντίληψη τοῦ θεατρικοῦ φαινομένου καὶ τῆς ὑποκριτικὴς ἵκανότητας απὸ τὸ κοινὸ καὶ τὸ γενικότερο συλλογικὸ φαντασιακὸ.
Ὁ ἡθοποιὸς, εἶναι ἔνα λεπτεπίλεπτο, τρυφερὸ πλάσμα ποὺ μεταμορφώνεται ἐπενδύοντας τὴν ψυχὴ τοῦ (γιὰ ὁσο τῆν ἔχει), προκειμένου νὰ παρουσιάσει μιὰν κατάσταση ὁντολογικὴς ὑπαρξης (τρόπου ὕπαρξης δηλαδὴ) σύμφωνης μὲ τὸ κεῖμενο τοῦ ἔργου, τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς του καὶ τὸ ὅραμα τοῦ σκηνοθέτη.
Ὅταν αὐτὴ ἡ ἱκανότητα δὲν γίνεταὶ ἀντιληπτὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πλαισιωθεῖ διανοητικὰ καὶ ἄντιληπτικὰ ἄπὸ τὸ κοινὸ ὡς τέτοια (ἵσως λόγω ἑγγύτητας μὲ τοῦς ὑποκριτὲς ἀλλὰ ἔλλειψης τριβῆς μὲ τὸ θεατρικὸ συμβὰν), ὁ ἡθοποιὸς ὑποβιβάζεται σὲ ἔνα σύνολο νούμερων, σὲ καμώματα καὶ νάζια, σὲ μιὰ περσόνα ἢ μιὰ καρικατοῦρα, μὲ βαση τὴν πιὸ ἀναγνωρίσιμη καὶ ἀποδεκτὴ ἐκδοχὴ του. Μιλῶντας μὲ ὅρους ἀγορὰς, αὐτὸ, μεταβάλλει ριζικὰ τὴν διαδρομὴ ἐπιβίωσης ἔνὸς ἡθοποιοῦ καλλιτέχνη, ὁ ὁποίος ἀναγκάζεται, κομμάτι, κομμάτι νὰ παγιοποιεῖται καὶ νὰ ἀρτηριοσκληρήνει σὲ μόνο ἔνα κανάλι ἔκφρασης, χάνοντας τεράστιο κομμάτι ἀπὸ τὴν πρόκληση, τὸ ένδιαφέρον καὶ τὴν αἰσθητικὴ, ψυχολαξευτικὴ καὶ ἐκπαιδευτικὴ ἱδιότητα τοῦ μέσου.
Καὶ δὲν σημαίνεται πῶς μὲ τὸ νάζι, τὸ κάμωμα ἢ καὶ τὴν μανιέρα δεν μπορεῖ κανεῖς νὰ φτάσει σὲ πυκνώσεις, ψυχοβαρομετρικὰ ὑψηλὰ ἢ χαμηλὰ καὶ μεγάλες στιγμὲς – ἄλλωστὲ τὸ ἐξομολογητικό θέατρο τῶν ἀρίστων ψυχῶν εἶναι ἔνα ἱδανικὸ Θέατρο. Τὸ γενικότερο, ὅμως, ἀντιληπτικὸ σύνολο τοῦ κοινοῦ, τὸ ὁποίο βιώνοντας ἀθλιες ψυχοδιανοητικὲς κοινωνικὲς, οικονομικοπολιτικὲς καὶ ἐκπαιδευτικὲς συγκυρίες ψάχνει γνῶριμες σανίδες σωτηρίας γιὰ νὰ δεῖ μιὰ ναρκισσιστικὴ προβολὴ του στὴν σκηνὴ, ἔναν εὐσεβὴ πόθο, ἔναν γνώριμο-ἄγνωστο γείτονα τῆς διπλανὴς πόρτας, ἔναν παλιάτσο, καραγκιόζη ἢ σαλτιμπάγκο, μεταμορφώνει τὴν ἀναγνωρίσιμη, ἐπιτυχημένη καὶ εὔπεπτη πλευρὰ-περσόνα ἐνὸς ἡθοποιοῦ-περφόρμερ, σὲ ἵδια φυλακὴ.
Ἡ ἀνάλυση ὅμως γιὰ τὴν φύση καὶ τὶς αἰτίες τῆς στάσης αὐτῆς τοῦ κοινοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀληλλεπίδρασὴ της μὲ τὴν νέα κωμωδία.
συνεχίζεται τὸ ἐπόμενο δεκαἡμερο
.
Κήρυξ ἐπιφυλλίδι
8/05/2018
Φωτογραφικό υλικό