Τεράστια ιστορία, σπουδαίες πρωτοποριακές παραστάσεις, μεγάλες μορφές και θα λεγα σύμβολα της θεατρικής Θεσσαλονίκης που αθόρυβα, έξω από κέντρα προβολής και κατεύθυνσης, με καθαρό στίγμα και ταυτότητα και πάντα προσηλωμένοι στο έργο τους παραμένουν ακμαίοι στην οδό Κασσάνδου, ενώ ένα τεράστιο πλήθος μαθητών έχουν παρελάσει και συνεχίζουν να μαγεύονται από τους δασκάλους τους στο θέατρο Παράθλαση.
Η φετινή σεζόν τους προσφέρει δικαιωματικά ένα έργο θρύλος της παγκόσμιας δραματουργίας και ένα δώρο στο θεατρόφιλο κοινό, τον «Βασιλιά Ληρ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
Η Μόνα Κιτσοπούλου και ο Γιώργος Γκασνάκης μιλούν από κοινού στον Γιάννη Τσιρόγλου για την Κουλτουρόσουπα.
- Ποια η αφορμή που ενέπνευσε το ανέβασμα της παράστασης;
Κατ’ αρχήν το γεγονός, ότι είναι ένα ανυπέρβλητο αριστούργημα. Το καλύτερο ίσως έργο που έχει γράψει ο μεγάλος Άγγλος τροβαδούρος, αν μπορεί κανείς να κάνει τέτοιου είδους συγκρίσεις ανάμεσα στα έργα του Σαίξπηρ. Και καθώς μεγαλώσαμε αρκετά, και ως μονάδες και ως θίασος, θεωρήσαμε ότι έχουμε κατακτήσει ένα σημείο ωριμότητας, που μας επιτρέπει να ασχοληθούμε μ’ αυτόν τον τεράστιο ογκόλιθο του παγκοσμίου ρεπερτορίου. Που πάντα ήταν στο πίσω μέρος του μυαλού μας, και τώρα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να πραγματοποιηθεί.
- Ποιο, με δυο λόγια το θέμα που πραγματεύεται η παράσταση και πως το προσεγγίσατε;
Ο Βασιλιάς Ληρ, τουλάχιστον όπως το αντιληφθήκαμε εμείς, είναι ένα έργο “πολυκεντρικό”, θα μπορούσε να πει κανείς. Κατ’ αρχήν, την πλοκή του έργου, τη δημιουργούν δύο ιστορίες που μπλέκονται σ’ ένα θανάσιμο αγκάλιασμα: Ο Ληρ και οι κόρες του αφ’ ενός, ο Γκλόστερ και οι γιοι του αφ’ ετέρου. Ωστόσο ενώ φαινομενικά έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που μιλάει για την “αχαριστία των τέκνων”, στην πραγματικότητα, πάει πολύ πιο βαθιά: Η αλαζονεία, η συντριβή κάθε ορίου, η άρνηση κάθε είδους σχέσης με τον άλλον, ο αυτισμός, ο εγωκεντρισμός, και η ανικανότητα των ηρώων να δουν, να αντιληφθούν ή να κατανοήσουν οτιδήποτε άλλο πέρα από τον εαυτό τους, τους οδηγούν στην απόλυτη καταστροφή. Που βέβαια, συμπαρασύρει και τους αθώους. Κι αυτούς ακόμα, που θα μείνουν μέχρι την τελευταία στιγμή πιστοί σ’ αυτό που επιβάλει η συνείδηση και η καρδιά τους. Γιατί κανένας δεν μπορεί να μείνει όρθιος σ’ έναν κόσμο που κλυδωνίζεται, διαλύεται και γκρεμίζεται. Και δημιουργώντας το ρόλο του Εξόριστου Ποιητή που αφηγείται αυτή την ιστορία, (έναν ρόλο εμπνευσμένο από τον Βιργίλιο που οδηγεί τον Δάντη στην κόλαση), επιχειρούμε με οδηγό τον Εξόριστο Ποιητή, μια κάθοδο στους πέντε κύκλους αυτής της ζοφερής κόλασης που γέννησε η πένα του Σαίξπηρ.
- Ποια στοιχεία του έργου θεωρείτε πιο σύγχρονα και επίκαιρα σήμερα;
Το γεγονός ότι οι άνθρωποι, τυφλωμένοι από την εικόνα του εαυτού τους, αρνούνται ή αδυνατούν να δουν την πραγματικότητα, αρνούνται ή αδυνατούν να δουν τους άλλους, αρνούνται δε ή αδυνατούν, να δουν κυρίως τον εαυτό τους. Και οδεύουν προς το γκρεμό, μ’ ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, καθώς πιστεύουν ότι αυτό -ότι κι αν είναι αυτό!- θα κρατήσει για πάντα. Αδιάφοροι για τις συνέπειες των πράξεων τους. Ή το χειρότερο, χωρίς να έχουν καν ιδέα, ότι οι πράξεις τους έχουν συνέπειες.
- Ποιο θεωρείτε το πιο δυνατό της σημείο και γιατί;
Το ότι η παράσταση, προσπαθεί να είναι όσο πιο ειλικρινής γίνεται, κι ότι αφήνει το έργο να μιλήσει, με όλη τη δύναμη και το βάθος που διαθέτει, χωρίς να προσπαθεί να το “στολίσει” με φιοριτούρες, δηθενιές κι εντυπωσιασμούς. Και βέβαια, το ότι δεν αντιμετωπίζει τον Βασιλιά Ληρ σαν ένα μουσειακό έκθεμα, αλλά σαν ένα ζωντανό, παλλόμενο, απίστευτα δυναμικό και μοντέρνο -ναι, μοντέρνο!- έργο, όπως πραγματικά είναι.
- Και αν συμπυκνώνατε σε μια φράση το βασικό μήνυμα που στέλνει αυτό το έργο, ποιο θα ήταν αυτό;
Μήνυμα… Το να πει κανείς ότι ο Βασιλιάς Ληρ, στέλνει απλώς κάποιο μήνυμα, μάλλον θα αδικούσε το έργο. Είναι πολύ πιο βαθιά και σύνθετη η διαδικασία στην οποία εισάγει τον θεατή. Ας πούμε, ότι μεταξύ άλλων, προσπαθεί να μας προειδοποιήσει, ότι ο σκοτεινός καθρέφτης του εαυτού μας, μέσα στον οποίο βυθιζόμαστε αενάως, αργά ή γρήγορα θα θρυμματιστεί. Και θ’ αναγκαστούμε να δούμε την αλήθεια. Αλλά τότε, θα είναι πια πολύ αργά…
- Πώς θα περιγράφατε το ύφος της παράστασης; Είναι κυρίως κωμικό, δραματικό, ένας συνδυασμός και των δύο, κάτι άλλο;
Έχοντας μπροστά μας μια φοβερή, βίαιη και ανηλεή τραγωδία, το ύφος της παράστασης δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό…
- Ποιες οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε κατά τη δημιουργία της παράστασης και τί σας δυσκόλεψε περισσότερο;
Η μεγαλύτερη πρόκληση, ήταν να φτιάξουμε μια παράσταση που να έχει όλη την αίγλη, το μεγαλείο και τη δύναμη που αναδύεται από κάθε λέξη του έργου. Και να το καταφέρουμε αυτό, χωρίς εξωτερικά στοιχεία και εφέ, παρά μόνο με τη λάμψη, το μεγαλείο και τη δύναμη των ηθοποιών που ενσαρκώνουν τους ρόλους, από τον μεγαλύτερο ρόλο ως τον μικρότερο. Και φυσικά, αυτή ήταν και η μεγαλύτερη δυσκολία μας: Απαιτήθηκαν 6 (ολογράφως: έξι) μηνών σκληρές πρόβες, για να μπορέσουμε να πούμε ότι φτάσαμε τα στάνταρ που είχαμε θέσει για τους εαυτούς μας. Και που δεν ήταν καθόλου χαμηλά, πιστέψτε μας. Το ευτύχημα από την άλλη μεριά, ήταν ότι είχαμε να κάνουμε με έναν εξαιρετικό θίασο, γεμάτο μεράκι, πάθος και τρέλα, οπότε όλα εξελίχθηκαν κατά τον καλύτερο τρόπο!
- Αν έπρεπε να περιγράψετε την παράσταση με τρεις λέξεις, ποιες θα ήταν αυτές;
Η τραγωδία της τυφλότητας, της τρέλας και της εξορίας.
- Τι καινούργιο προσφέρει η παράσταση στο δημόσιο διάλογο γύρω από τα ζητήματα που θέτει;
Το ότι δίνει βήμα σε έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές/στοχαστές/διανοητές που πάτησαν το πόδι τους στη γη, να μιλήσει, να σχολιάσει και να καταθέσει την άποψη του για τα φοβερά γύρω μας τεκταινόμενα. Δεν είναι ίσως καινούργιο, αλλά είναι ίσως πολύ σημαντικό.
- Μοιραστείτε κάτι ενδιαφέρον από τα παρασκήνια της παράστασης;
Τα παρασκήνια της παράστασης, πρέπει να μένουν αθέατα, κι ο θεατής να βλέπει μόνο αυτά που διαδραματίζονται στη σκηνή! Αλλιώς, τι παρασκήνια θα ήταν;
- Μιλώντας για τον στόχο, τί θα θέλατε να μεταφέρετε στον θεατή;
Ότι είναι πολύ σημαντικό να προσπαθήσουμε όλοι μαζί, κι ο καθένας χωριστά, να κάνουμε ότι περνάει απ’ το χέρι μας, ώστε να μην ισχύσει η τρομερή ατάκα του Γκλόστερ: “Είναι η αρρώστια του καιρού μας, να οδηγούν τρελοί, τυφλούς…”
ΘΕΑΤΡΟ ΠΑΡΑΘΛΑΣΗ
«Βασιλιάς Ληρ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
Πρεμιέρα: Σάββατο 08/03, 21:00
Ο Ληρ και οι κόρες του. Ο Γκλόστερ και οι γιοι του. Δυο ιστορίες θανάτου, που μπλέκονται και υφαίνουν αυτή τη φοβερή τραγωδία, της τρέλας, της εξορίας και της τυφλότητας.
Σκηνοθεσία: Μόνα Κιτσοπούλου. Ερμηνεύουν: Γιώργος Γκασνάκης, Όλγα Κουτσώνου, Δήμητρα Καρέτσου, Δήμητρα Τσενεσίδου, Γιώργος Καμπούρης κ.ά.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21.00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ