Ο ποιητής, δραματουργός, μυθιστοριογράφος και κριτικός Όσκαρ (Φίνγκαλ Ο’ Φλάιερτι Γουίλς) Ουάιλντ [Oscar Wilde] γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου του 1854 στο Δουβλίνο.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1878 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Λονδίνο. Εστέτ εκ χαρακτήρος, αφιέρωσε τη ζωή του στην αναζήτηση του ωραίου και του παράδοξου. Γρήγορα γνώρισε τον θαυμασμό της λονδρέζικης αριστοκρατίας, που τον παρακολουθούσε και τον μιμούνταν ως πρότυπο. Όλοι επαναλάμβαναν τις πνευματώδης φράσεις του, αγόραζαν πολύτιμες πέτρες και κοιτούσαν με υπεροψία τη ζωή, όμοια μ’ αυτόν. Η λογοτεχνική του δόξα έφτασε στο αποκορύφωμα το 1891 με το μοναδικό του μυθιστόρημα «Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι».
Αν και ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, η προσωπική ζωή του Όσκαρ Ουάιλντ ήταν ανοιχτή σε κουτσομπολιά. Το 1895 κατηγορήθηκε για ομοφυλοφιλία, για τις στενές σχέσεις του με τον νεαρό ομότεχνό του Άλφρεντ Ντάγκλας και οδηγήθηκε στο δικαστήριο, όπου καταδικάσθηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικών έργων (στη Βικτωριανή Αγγλία η ομοφυλοφιλία ήταν ποινικό αδίκημα). Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του έγραψε τον δραματικό αυτοβιογραφικό μονόλογο «De Profundis» (Εκ Βαθέων), με παραλήπτη την «πέτρα του σκανδάλου», τον Άλφρεντ Ντάγκλας.
Άρρωστος, πάμφτωχος, εγκαταλελειμμένος από φίλους και οικογένεια, πέθανε στις 30 Νοεμβρίου του 1900, από εγκεφαλική μηνιγγίτιδα….
Η αυλαία της τραγικής ζωής του έπεσε στις 30 Νοεμβρίου του 1900, σ’ ένα φθηνό ξενοδοχείο του Παρισιού.
Τα θεατρικά έργα του Όσκαρ Ουάιλντ

Ο Όσκαρ Ουάιλντ το 1882. Φωτογραφία του Ναπολέον Σάρονι.
Σαλώμη
Ο Όσκαρ Ουάιλντ τον Οκτώβριο του 1891, δυσαρεστημένος από τη ζωή στο Λονδίνο, παρόλο που η φήμη του ήταν στο απόγειό της, πήγε στο Παρίσι. Έγινε δεκτός στα παριζιάνικα salons littéraires, ανάμεσα στα οποία και του διάσημου Γάλλου συμβολιστή ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ (Stéphane Mallarmé, 1842 – 1898). Τα δύο θεατρικά του Ουάιλντ της δεκαετίας του 1880, η Βέρα ή Οι μηδενιστές (Vera; or, the Nihilists, 1880) και η Δούκισσα της Πάδουας, δεν σημείωσαν ιδιαίτερη επιτυχία. Το ενδιαφέρον του για το θέατρο παρέμενε αμείωτο, και, έχοντας πλέον γευτεί την επιτυχία στον πεζό λόγο, επέστρεψε στην δραματουργία για να μεταφέρει στο σανίδι την ιστορίας της Σαλώμης. Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι ένα βράδυ, έχοντας αναλύσει με φίλους τις καλλιτεχνικές απεικονίσεις της Σαλώμης μέσα στην ιστορία, γύρισε στο ξενοδοχείο του και βλέποντας ένα λευκό τετράδιο στο γραφείο του, αποφάσισε να μεταφέρει τις σκέψεις του στο θέατρο. Έτσι γεννήθηκε η Σαλώμη, γραμμένη εξ’ ολοκλήρου στα Γαλλικά.
Το έργο, τραγωδία, αφηγείται την ιστορία της βιβλικής Σαλώμης, η οποία, κατόπιν προτροπής της μητέρας της χόρεψε τον «χορό των 7 πέπλων», ζητώντας σε αντάλλαγμα από τον πατριό της, Ηρώδη Αντύπα, το κεφάλι του Γιοχανάν (Ιωάννης ο Βαπτιστής) ἐπί πίνακι. Όταν ο Ουάιλντ επέστρεψε στο Λονδίνο λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους, η παριζιάνικη εφημερίδα Paris Echo αναφέρθηκε σε αυτόν ως το γεγονός της χρονιάς. Είχαν ξεκινήσει οι πρόβες για την παράσταση, με πρωταγωνίστρια την Σάρα Μπερνάρ, αλλά το έργο δεν πήρε άδεια από τον αυλάρχη, εξαιτίας της αναφοράς του σε βιβλικούς χαρακτήρες. Το θεατρικό εκδόθηκε και κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σε Λονδίνο και Παρίσι το 1893, αλλά ανέβηκε πρώτη φορά το 1896 στο Παρίσι, ενόσω ο Ουάιλντ βρισκόταν στην φυλακή.
Κοινωνικές σάτιρες
Ο Ουάιλντ, ο οποίος ξεκίνησε ενοχλώντας τη Βικτωριανή κοινωνία με το ντύσιμο και τις συζητήσεις του και συνέχισε εξοργίζοντάς την με τον Ντόριαν Γκρέυ, τη νουβέλα του για τη φαυλότητα που κρύβεται πίσω από την τέχνη, βρήκε στο θέατρο το μέσο που έψαχνε για να κριτικάρει και να χλευάσει την ηθική των συμπατριωτών του.
Η βεντάλια της λαίδης Γουΐντερμιρ (Lady Windermere’s Fan) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 20 Φεβρουαρίου 1892 στο St. James’s Theatre, ενώπιον όλης της αφρόκρεμας του Λονδίνου. Φαινομενικά, ήταν μια ευφυής κωμωδία, στην οποία υπόβοσκε όμως μια διακριτική ανατροπή: «καταλήγει σε μία συνωμοτική συγκάλυψη αντί μίας δημόσιας αποκάλυψης», γράφει ο Έλμαν. Το κοινό, όπως και η Λαίδη Γουΐντερμιρ, αναγκάζεται να χαλαρώσει τους κοινωνικούς κώδικες της εποχής προς τέρψιν μίας συμβιβαστικής λύσης. Το έργο γνώρισε τεράστια επιτυχία, παρά την ανηλεή κριτική που δεχόταν από συντηρητικούς κύκλους.
Ακολούθησε το Μια γυναίκα χωρίς σημασία (A woman of no importance) το 1893, άλλη μια Βικτωριανή κωμωδία, που είχε ως βασικούς άξονες τις νόθες γεννήσεις, τις μπερδεμένες ταυτότητες και τις καθυστερημένες αποκαλύψεις. Του είχαν αναθέσει να γράψει δύο ακόμα θεατρικά, κι έτσι το 1895 ακολούθησε το Ένας ιδανικός σύζυγος (An ideal husband).
Ο συγγραφέας και βιογράφος Πήτερ Ράμπυ (Peter Raby) χαρακτήρισε αυτά τα «αμιγώς Αγγλικά» έργα στοχευμένα, με την έννοια ότι «ο Ουάιλντ ισορροπούσε ανάμεσα στη διεισδυτική ματιά του Ίψεν και την εμπορική επιτυχία στο Ουέστ Εντ του Λονδίνου, στοχεύοντας το κοινό του με απόκοσμη ακρίβεια».
Πηγή: wikipedia
Φωτογραφικό υλικό