Φωτογραφία Ἐπικεφαλίδας:
«Φλεγόμενο Θέατρο». Στιγμιότυπο ἀπὸ τὴν «στρατευμένη» χολυγουντιανὴ ταινία «Inglourius Bastards»»
Φτάνει πιὰ.
Φτάνει μὲ τὰ διασκεδαστικὰ ἔργα. Φτάνει μὲ τὰ ἔργα τῆς θολοκουλτούρας. Φτάνει μὲ τὶς φτηνὲς ἀπομιμήσεις. Ἀπὸ πότε τὸ Θέατρο ἔγινε δουλειὰ; Ἔνα στήριγμα μιὰς ξεπεσμένης ἀστικῆς κοινωνίας που προσπαθεὶ νὰ κρύψει τὴν ἀθλιότητα καὶ τὸν ἐπαρχιωτισμό της, τὴν ἀτολμία της καὶ τὴν ἀδυναμία της νὰ ὰγωνισθεῖ πέρα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀρτυριοσκληρωτική, ἄκαμπτη καθημερινότητα της. Ἀνίκανη νὰ φέρει οὐσιαστικὴ ἀλλαγὴ, μιὰ ἀνατροπή, παρὰ μόνον γκρίνια.. γιὰ τοὺς κλυδωνισμοὺς στὴν δανεικὴ πραγματικότητα στὴν ὁποία τὴν προγραμμάτισαν –τὸ «κεκτημένο».
Μέσα στὸν καταναλωτικὸ κυκεώνα, καὶ στὴν γραναζωποιημένη [sic] πραγματικότητα, ὁ «ἀθώος» θεατὴς ψάχνει τὸ κατάλληλο θέαμα, τὴν κατάλληλη δραστηριότητα γιὰ νὰ διασκεδάσει τὸν λιγοστὸ πιὰ ἐλεύθερο χρόνο του. Νὰ ἀπολαύσει, νὰ ἐπιβραβευθεῖ, νὰ χορτάσει τὸ βορβορῶδες κενό που βρυχάται στὸ ὑπογάστριὸ του καὶ ἀντηχὰ στὸ κενόψυχο στῆθος του.

«Μιὰ μουντὴ φαινομενικὴ πραγματικότητα ἐντυπώσεων. Τίτλος πίνακα «Περπατῶντας στὴν Βροχὴ» τοῦ Ράϊαν Ράντκε (2012) »
Διασκέδαση. Τὸ σκόρπισμα. Μιὰ πρὸς στιγμὴν ψυχαγωγία καὶ ἔπειτα ἐπιστροφὴ στὴν καθημερινὴ του παγίδα, στὴν πνευματικὴ σκλαβιὰ που αὐτολοβοτομημένος περιφέρεται σὰν φάντασμα τοῦ ἐαυτοῦ του σἔνα μηχανοποιημένο κορμὶ που τὸ ἴδιο καταναλώνεται ἀπὸ μιὰ Ξένη ὑπεροντότητα ποὺ ἀποφασίζει διαὐτὸν, χωρὶς αὐτὸν.
Καὶ τὶ γίνεται μὲ τὸ Θέατρο;
Ἀποτελεῖ ἄραγε μιὰ πιὸ φανταχτερὴ ἐκδοχὴ τῶν ἴδιων εναλλακτικῶν «διασκέδασης»; Σινεμὰ/ ταβέρνα/ μπάρ/ μουσικὴ σκηνὴ κλπ; Ἔνα μέρος που νιώθει κανεὶς μέλος αὐτῆς τῆς περίεργης αἰσθητικὴς φυλὴς τῶν πλασμάτων του Θεάτρου, που μποροὺν νὰ παίζουν καὶ νὰ τραγουδοῦν; Ἢ χειρότερα ἀκόμα, κοινωνὸς καὶ συμμέτοχος τῆς πραγματικότητας τῶν ἡμεδαπῶν ἡμίθεων ἡρώων, τῶν ἀστέρων καὶ τῶν ἀστερίσκων καὶ τοῦ συστήματος που αὐτοὶ ἐξυπηρετοῦν δουλικὰ (συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα), γιὰ νὰ μπορεῖ να περιφανεύεται τὴν ἄλλη μέρα στὸ γραφεῖο ἢ στὸ μαγαζὶ για το πῶς καὶ το πόθεν παρακολούθησαν τὴν τάδε καὶ τὴν δείνα παράσταση μὲ τὲν τάδε καὲ τὴν δείνα ἠθοποιό;
Βδελυρὰ ὑποκεὶμενα που ξέχασαν νὰ μάχονται γιὰ τὰ ἴδανικὰ..
Δὲν θέλω νὰ δῶ μιὰ ἀπὸ τὰ ἴδια στὸ Θέατρο. Δεν εἶναι τὸ Θέατρο τὸ μέρος νὰ κάνεις τὸ κομμάτι σου, οὖτε τὸ μέρος νὰ νιῶσεις σημαντικὸς. Δεν εἶναι ταινία το Θέατρο, δεν εἶναι μουσικὴ, μῆτε διασκέδαση, δὲν εἶναι ὁ χῶρος νὰ θαυμάσω τὶς ικανότητες τοῦ ἐκτελεστὴ, δὲν μὲ νοιάζουν πιὰ ὅλα αὐτὰ, ὄχι, διατὶ εἶναι ἀνευ σημασίας, ἀλλὰ γιατὶ ὑπάρχουν τόσες ἄλλες ἐναλλακτικὲς γιαὐτὰ τὰ πράγματα· Ἀν ἀναζητῶ τὴν αἰσθητικὴ εἶναι γιὰ νὰ κοινωνήσω ευκολότερα ‘κείνο που ἀναζητεὶ ἡ ψυχὴ στὸ Θέατρο, εἶναι μέσο ἡ αἰσθητικὴ, ὄχι, αὐτοσκοπὸς· Καλῆ ἡ τεχνικὴ, καλῆ ἡ εμπειρία καὶ ἡ δεξιοτεχνία –εἶναι τὰ ἐργαλεῖα-, ἀλλὰ ὁχι οὑσία, ὀχι, αῖμα, ὀχι, αυτοθυσία· κι ἡ ψυχὴ ζητὰ τὴν οὑσία, τὴν αὐθεντικότητα.
Ἔνα θυσιαστήριο εἶναι τὸ Θέατρον. Ὁποιος τολμήσει νὰ σταθεὶ πάνω στὸ σανίδι, ἀς ξοδευτεὶ. Ἄς δοθεῖ, αδιάφθορος τοῦ χειροκροτὴματος ἢ τῆς σιωπῆς. Σῶμα καὶ πνεῦμα, αῖμα, ἀς προσφέρει στὸ πλῆθος τῶν διψασμένων.

«Ἡ θυσία. Τοιχογραφία στὸ ἐκκλησάκι τοῦ πανεπιστημίου Φιλιππίνων (1955 μὲ ὄνομα «’Ενορία τῆς Ἀγίας Θυσίας».
Ἄρτος καὶ Θεάματα, κατάντησε τὸ διδασκαλεῖο τῶν προγόνων μας, ἐφήμερο θέαμα στὰ μάτια σου θεατή καὶ ἄρτος στὸ στόμα τοῦ καλλιτέχνη, αὐτὸ που θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι αἶμα, σίδερο πυρωμένο, κεραυνὸς ἐν αἰθρία.
Ἀλλοίμονο σου θεατὴ , ἀν στὸ Θέατρο πὰς γιὰ τὸ θέαμα κὶ ὄχι, διὰ τὴν κοινωνία. Ἀλλοίμονο σὲ σένα καλλιτέχνη που προσφέρεις ὐπηρετῶντας τὸ πνεύμα τὸ ἀργυράμοιβο, ὅ,τι καὶ νὰ λὲς, δὲν μπορεῖς νὰ ὑπηρετεῖς δυὸ ἀφέντες, εἶσαι ἴδιος μὲ τοῦς θεατὲς σοῦ.
[Διπλὸ κενὸ]
Ἀλήθεια τῶρα. Εἶναι καλὸ νὰ πηγαίνει κανείς στο Θέατρο. Εἶναι ἐπικοινωνία ιδεῶν, εἶναι ζωή για τὸν θεατὴ καὶ ἀγάπη καὶ τροφὴ για τὸν καλλιτέχνη. Εἶναι ἡ προτίμηση στὸ οἰκεῖο παραγωγικὸ δαιμόνιο καὶ ὀχι στὸ εἰσαγώμενο (ἰδανικὰ)..
Μὰ ἀς ἀκοῦγονταὶ πιὰ οἱ πύρινες φωνὲς. Ἀς ἀκούγονται τουλάχιστὸν καὶ αὐτὲς. Ὀχι, μόνο οἱ ἐπαναλήψεις καὶ οἱ απομιμίσεις. Ἀς καθαιρεθεὶ ἀπὸ σἔνα κὶ ἐμένα θεατὴ τὸ «ἀστικὸ» Θέατρο, τὸ δήθεν ἐπαναστατικὸ, δήθεν καλλιτεχνικὸ, τὸ δήθεν ἀριστουργηματικὸ. Ἀς καθαιρεθεὶ, ἐκείνο, που μετά το τέλος τοῦ μπορεῖς να γυρίσεις ἀμέριμνος στὴν ζωοῦλα σοῦ, χωρὶς νὰ ἀνοίξει μύτη, αὐτὸ που σὲ συντηρεῖ στὴν μιζέρια σου, που σὲ προσκολλὰ στὴν πνευματικὴ σου ἔνδεια. Ἀς ἀνυψωθεὶ τὸ Θέατρο γροθιὰ στὸ στομάχι, τὸ Θέατρον που ζητὰ νὰ ξεχυθεὶ έξω ἀπὸ τὸ κτίριο, που μυρίζει ἱδρῶτα, χώμα καὶ αἶμα· καὶ ἔρωτα.
Ἀς ἀνυψωθεῖ τὸ Θέατρον που ἀπευθύνεται στὸν αἰῶνα. Τὸ Θέατρον που φοράει Ἀλήθεια.

«Πύρινη Ὀργὴ θὰ πέσει ἀπὸ ψηλὰ. Πίνακας τοῦ Ιωσῆφ Μάλλερντ Γουίλλιαμ Τέρνερ «Φωτιὰ στὸ Σπίτι τῶν Λόρδων καὶ Κοινῶν, 16 Ὀκτώβριου, 1834», (1835) Μουσεῖο Τέχνης τοῦ Κλῆβλαντ»
Μὰ τὸ Θέατρο αὐτὸ, πρέπει νὰ τὸ ἀναζητήσεις, νὰ τὸ ἐκθειάσεις, νὰ τὸ ἐπιλέξεις, νὰ τὸ ἀντιμετωπίσεις εἰλικρινὰ. Νὰ χάσεις τὸν ὑπνο σου, νὰ ἀρρωστήσεις, νὰ καεῖς · κὶ ὅλα αὐτὰ οἰκειοθελῶς.
Μπορεῖς νὰ τὸ θελήσεις;
Μπορεῖς νὰ μεταμορφωθεῖς;
Ἀντέχεις;
17 /12/2017
Μέχρι τὸ ἐπόμενο δεκαήμερο
Dημήτριος Χατζηθεοδοσίου
Φωτογραφικό υλικό