Αν ο Αρθούρος Ρεμπώ είχε γεννηθεί στον Πειραιά του ’30, ίσως να κρατούσε μπουζούκι αντί για πένα. Αν πάλι ένας ρεμπέτης της Τρούμπας ταξίδευε ως το Παρίσι του 19ου αιώνα, μπορεί να έγραφε στίχους για τη φωτιά, την ελευθερία και τον έρωτα — με τον ίδιο θυμό και τον ίδιο καημό.
Σε αυτή την απρόσμενη συνάντηση ανάμεσα στον Ρεμπώ και το ρεμπέτικο, οι Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης στήνουν την παράσταση «Τα Ρεμπώτικα», ένα μουσικό και ποιητικό ταξίδι όπου ο λόγος γίνεται ρυθμός και το τραγούδι εξομολόγηση.
Δύο καλλιτέχνες που τα έργα τους γεφυρώνουν την ποίηση με τη μουσική, το σήμερα με το αιώνιο, δημιουργούν ένα έργο που μοιάζει να γράφτηκε «με καημό και φως». Στα Ρεμπώτικα, οι δρόμοι του Παρισιού ενώνονται με τα στενά του Πειραιά, και η φλόγα του έρωτα συναντά τη σκόνη της εξορίας. Το «πάντρεμα» των δύο αυτών κόσμων ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2016 όταν τα αδέρφια Καλογεράκη άρχισαν τη μελέτη της αλληλογραφίας του Ρεμπώ με τον Βερλαίν, όπου μέσα από τις επιστολές αυτές ξεδιπλωνόταν η πορεία της ερωτικής τους σχέσης.
Το Σεπτέμβριο του 1871, ο Ρεμπώ δεν έχει κλείσει ακόμα τα δεκαεπτά του όταν στέλνει την πρώτη επιστολή του στον Πωλ Βερλαίν. Έχει ήδη γράψει μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματά του και ζει έντονα την ατομική του εξέγερση ενάντια στο καθετί που τον περιβάλλει. Ο Βερλαίν από τη μεριά του, έχει δημοσιεύσει ήδη δυο ποιητικές συλλογές, είναι καταξιωμένος ποιητής και παντρεμένος. Τον Ιανουάριο του 1872, ο Ρεμπώ, έρχεται στο Παρίσι. Η φιλία τους δεν αργεί να εξελιχθεί σε πραγματικό δεσμό. Η ζωή τους από δω και μπρος θα είναι μια ηθελημένη φυγή από την πραγματικότητα σε κόσμους φανταστικούς όπου το ποιητικό τους όνειρο και το αληθινό τους πάθος βιώνονται με τρόπο αξεδιάλυτο. Στην ιστορία της παγκόσμιας ποίησης Βερλαίν και Ρεμπώ αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση τόσο για τη σκανδαλώδη σχέση τους, τον έκλυτο βίο αλλά και το ανεξίτηλο αποτύπωμά τους στην ποίηση.
Η καλλιτεχνική ανησυχία των αδελφών Καλογεράκη για τη μελοποίηση αυτών των επιστολών τούς οδήγησε σε μία τολμηρή ιδέα: το πάντρεμά τους με ρεμπέτικα τραγούδια. Μία συνομιλία, μια περιγραφή αλλά ταυτόχρονα και ένας σχολιασμός της θυελλώδους αυτής σχέσης μέσα από την ερωτική θεματολογία των κλασικών ρεμπέτικων.
Μιλήσαμε με τον Μιχάλη Καλογεράκη για τη συνάντηση του Ρεμπώ με τον Μάρκο, για την ανάγκη της εξέγερσης μέσα στην τέχνη, για τη μουσική που σώζει, και για το πώς δυο αδέλφια συνεχίζουν να βαδίζουν στον ίδιο δρόμο — με τον ίδιο ρυθμό.
Συνέντευξη του Μιχάλη Καλογεράκη στην Ελπίδα Παπαδανιήλ για την Κουλτουρόσουπα

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για την παράσταση «Τα Ρεμπώτικα»;
Γεννήθηκε το καλοκαίρι του 2015 στην Κρήτη. Η ανάγκη μας να συμπεριλάβουμε την ερωτική αλληλογραφία των δυο ποιητών (Ρεμπώ και Βερλαίν) στις παραστάσεις μας, ήταν η αφορμή για να φέρουμε κοντά αυτούς τους δυο κόσμος. Τον ποιητικό κόσμο του Ρεμπέτικου με τον ρεμπέτικο κόσμο του Ρεμπώ.
Θα λέγατε πως τα «Ρεμπώτικα» είναι μια μουσική παράσταση, ένα θεατρικό δρώμενο ή κάτι εντελώς διαφορετικό;
Είναι κάτι διαφορετικό, μιας και κάθε τι που συμβαίνει είναι από μόνο του διαφορετικό. Οι παραστάσεις που κάνουμε πάντα έχουν σαν βάση τους την ποίηση. Ο Παντελής απαγγέλει, και εγώ τραγουδάω. Έτσι και στα Ρεμπώτικα, ο Παντελής κρατάει την βάση της αφήγησης.
Ρεμπώ και το ρεμπέτικο, πώς συναντιούνται στην πράξη αυτά τα δύο φαινομενικά ασύμβατα σύμπαντα;
Ο Ρεμπώ έζησε και έγραψε με ελευθερία και θάρρος όπως και οι ρεμπέτες. Ο Ρεμπώ έδωσε στην ποίηση ένα νέο παράθυρο όπως και τα ρεμπέτικα στο στίχο, τη μουσική και την ερμηνεία. Μιλάμε πάντα για σύμπαντα που όταν μοιάζουν ασύμβατα, τότε σχεδόν πάντα έχουν κοινά. Κοινό αέρα, κοινό χώρο πειραματισμού και έμπνευσης.
Τι σας συγκινεί περισσότερο στον Αρθούρο Ρεμπώ και τι στο ρεμπέτικο τραγούδι και πώς ενώνονται στη σκηνή η ποίηση, η μουσική και η αφήγηση σε αυτή την παράσταση;
Στο Ρεμπώ προσωπικά με συγκινεί η ίδια του η ποίηση και στο ρεμπέτικο η αθεράπευτη ειλικρίνεια του στίχου. Όσο για την σκηνή.. είναι αυτό που ξέρουμε να κάνουμε με τον Παντελή. Από τα σχολείο 17 χρονών ξεκινήσαμε να διαβάζουμε, εγώ να μελοποιώ και από κοινού να επεξεργαζόμαστε ποιήματα. Πλέον μετά από σχεδόν 16 χρόνια και 6 δίσκους έχουμε καθαρίσει μέσα μας τον τρόπο εργασίας μας.
Στα ρεμπέτικα υπάρχει η έννοια του «καημού». Στον Ρεμπώ, η έννοια της εξέγερσης και της φυγής. Πώς συνομιλούν αυτά τα συναισθήματα;
Μέσα από τις ερωτικές επιστολές που αντάλλαξαν οι δυο ποιητές, οι οποίες έχουν πολύ καημό, πολύ έρωτα και πολύ πόνο, μιας και αφηγούμαστε την 5ετή τους σχέση, από την πρώτη στιγμή, μέχρι και την τελευταία.
Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι ή ποίημα μέσα στην παράσταση που σας συγκλονίζει κάθε φορά;
Πάντα με συγκινεί το Ρεμπώτικο: “Θα φύγω θα με χάσεις” που περιέχει το ποίημα του Ρεμπώ “Παραλήρημα Ι”
Πιστεύετε πως το ρεμπέτικο, ως είδος, έχει ακόμα κάτι να πει στη σύγχρονη κοινωνία;
Φυσικά έχει, μάλιστα όταν ένα είδος έχει τόσο καθαρά όρια μπορεί κανείς να το εκτιμήσει με άλλη άνεση. Το ρεμπέτικο είναι σαν παραδοσιακό. Ο απλός στίχος που ισοδυναμεί με ποίηση και το μπουζούκι που είναι ο ήχος της ψυχής μας είναι ο κοινός μας παρανομαστής.
Οι παραστάσεις σας έχουν συχνά υπαρξιακό και πολιτικό υπόβαθρο. Πιστεύετε ότι η τέχνη οφείλει να είναι «παρεμβατική»;
Η τέχνη είναι παρεμβατική. Αν δεν είναι παρεμβατική μιλάμε για διασκέδαση, για ξεφάντωμα για αφιέρωμα για απλή αποτύπωση. Όλα είναι χρήσιμα και όλα είναι ωραία. Οφείλει ωστόσο ο καλλιτέχνης να γνωρίζει πότε κάνει τέχνη και πότε όχι. Όπως επίσης να έχει επίγνωση του τι είναι το ένα και τι είναι το άλλο. Χωρίς κόμπλα και χωρίς λιγοψυχιά. Υπάρχει η τάση να είμαστε αυστηροί με τα θεάματα, δεν είναι σωστό. Να είμαστε αυστηροί με την συνείδησή μας και να επιλέγουμε. Το «μεγάλο Ναι και το μεγάλο Όχι» του Καβάφη, αυτό σκέφτομαι πάντα….
Πώς αντιδρά το κοινό στα «Ρεμπώτικα»;
Με γέλιο, με χαρά και με ενδιαφέον για την ιστορία. Στην πραγματικότητα η παράσταση έχει πολύ χιούμορ και καθόλου σοβαροφάνεια. Μιλάμε χωρίς ταμπού για τον queer έρωτα και για το πάθος μας για το ρεμπέτικο τραγούδι, χωρίς κανένα φραγμό.
Ως αδέλφια που συνδημιουργείτε, πώς λειτουργείτε καλλιτεχνικά; Πώς είναι η συνεργασία σας;
Έχουμε φτιάξει μέσα στα χρόνια με πραγματική ορμή και αγάπη στο υλικό, τους ρόλους και τα εργαλεία μας. Εγώ ως συνθέτης γράφω τη μουσική στα ποιήματα που μας αρέσουν, ο Παντελής απαγγέλει και δίνει δραματουργικές κατευθύνσεις. Μαζί με την υπέροχη μπάντα μας τον Στράτο Γκρίντζαλη, τον Λάμπρο Παπανικολάου, τον Θανάση Τσακιράκη, τον Αλέξη Στενάκη και τον Θάνο Καλέα, φτιάχνουμε τον ήχο και την κατεύθυνση του υλικού. Αισθάνομαι τυχερός και προνομιούχος που έχω μαζί τόσο σπουδαίους μουσικούς, με τέτοιο ταλέντο και τόση ορμή για δημιουργία.
Αν έπρεπε να περιγράψετε ο ένας τον άλλον με έναν στίχο του Ρεμπώ ή έναν στίχο από ρεμπέτικο, ποιον θα διαλέγατε;
Για τον Παντελή θα έλεγα: “Μες στην καινούργια αγάπη και μέσα στον νέο ήχο αναχωρώ” / Για έμενα ο Παντελής μου είπε: “Στολιστείτε, χορέψτε, γελάστε”…..
Ποιο θα είναι το επόμενο καλλιτεχνικό σας βήμα μετά τα «Ρεμπώτικα»;
Τα ρεμπώτικα είναι η 4 δισκογραφική μας δουλειά, βγήκαν το 2021, από τότε έχουμε βγάλει το Varvara Project 2023 και Τα παραμύθια της Μελπομένης 2024. Δεν σταματάμε ποτέ. Μια φορά το μήνα τραγουδάμε στον Σταυρό του Νότου, και κάθε Δευτερα θα βρισκόμαστε με την -μάνα- Μάρθα Φριντζήλα στο Κύτταρο. Με την Μάρθα ετοιμάζουμε παρέα ένα δίσκο σε δικά της ποιήματα και δική μου μουσική. Σίγουρα μέσα στο 2026 θα έχουμε κι άλλα τραγούδια, κι άλλους δίσκους STAY TUNED
Αν ο Ρεμπώ ζούσε σήμερα, πιστεύετε ότι θα ήταν ροκ, ρεμπέτης ή ράπερ;
Ο Ρεμπώ πιστεύω θα έκανε κάτι κορπορετ. Γιατί τέτοιος ήταν…
Σας ευχαριστώ!!














