Ο Κώστας Γάκης συστήθηκε στο κοινό της Θεσσαλονίκης με την «Κατσαρίδα» που έκανε απίστευτη αίσθηση και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Από τότε ο σπουδαίος αυτός «υπηρέτης» του θεάτρου με την υποκριτική του, τη μουσική και κυρίως τη σκηνοθεσία του, έχοντας για δημιουργικό συνοδοιπόρο την επίσης εξαιρετικά ταλαντούχα και πολυπράγμονα Νατάσα Φαίη Κοσμίδου, προσφέρει στο κοινό παραστάσεις γεμάτες ουσία, συναισθήματα και ποιητικές εικόνες. Οι θεατές βγαίνουν από την αίθουσα λίγο πιο πλούσιοι κι ανυπομονούν κάθε φορά για το επόμενο έργο τους. Αυτό είναι σπουδαίο επίτευγμα για έναν δημιουργό.
Σε μια εποχή όπου ο καθένας αρθρώνει γνώμη επί παντός επιστητού έχει ενδιαφέρον να ακούς τον λόγο ανθρώπων που όντως έχουν κάτι να πουν.
Με αφορμή τον «Αμπιγιέρ» που παρουσιάζεται στο Αριστοτέλειο μίλησαν στην Ειρήνη Σοφιανίδου για την Kulturosupa.
-Κύριε Γάκη η χαρά μας που είστε πάλι στην πόλη μας είναι μεγάλη, γιατί οι παραστάσεις σας έχουν πάντα κάτι να πουν στο κοινό που τις αγκαλιάζει κάθε φορά με θέρμη. Πώς νιώθετε που οι δουλειές σας χαίρουν τόσο μεγάλης αποδοχής από τους Θεσσαλονικείς θεατές;
Νιώθω μεγάλη συγκίνηση όταν επιστρέφω στην πόλη της Θεσσαλονίκης είτε όταν έρχομαι με μια «αθηναϊκή» παράσταση όπως η «Κατσαρίδα» στο ξεκίνημά μου ή όπως τώρα ο «Αμπιγιέρ», είτε -ακόμα καλύτερα- όταν δημιουργώ μια παράσταση που ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη όπως η «Ιστορία Χωρίς Όνομα». Για τους Θεσσαλονικείς θεατές νιώθω μόνο τεράστια ευγνωμοσύνη για το πόσο βαθιά κι αληθινά έχουν συνδεθεί με τα έργα μου.
-Κυρία Κοσμίδου ποια χαρακτηριστικά των θεατών της πόλης μας τους έχει αποδώσει τον προσδιορισμό «δύσκολο κοινό»;
Ο μόνος δρόμος που μας οδηγεί στο Φως, όπως μας διδάσκει και ο αγαπημένος μας Νίκος Καζαντζάκης, είναι ο ανηφορικός και ο δύσκολος …και το κοινό της Θεσσαλονίκης ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει Φως. Αυτός είναι ο μόνος λόγος που θα μπορούσε να ταιριάζει αυτός ο χαρακτηρισμός στους ανθρώπους που έχουμε συναντήσει μέσα από τις παραστάσεις μας εδώ στην πανέμορφη Θεσσαλονίκη. Ένα κοινό τόσο φιλόξενο με απόλυτο σεβασμό, με βάθος, με ουσία, με γνώσεις, με καρδιά, με εύστοχες παρατηρήσεις, με θερμή χειραψία και μεγάλη αγκαλιά. Στο τέλος κάθε παράστασης μας εδώ, διψάμε να μιλήσουμε με τους ανθρώπους που την παρακολούθησαν και ανταλλάξουμε σκέψεις, ιδέες, απόψεις και οπτικές. Επιστρέφουμε γεμάτοι και πιο πλούσιοι. Είναι για μας απέραντη η χαρά μας και η συγκίνηση μας κάθε φορά που ταξιδεύουμε ένα έργο μας στην ολοφώτεινη πόλη σας.
-Κύριε Γάκη, τι σας γοήτευσε στον «Αμπιγιέρ» του Ρόλαντ Χάργουντ; Επιλέγετε πάντα έργα που σκοπό έχουν να προβληματίσουν και δώσουν στον θεατή τροφή για σκέψη. Ισχύει το ίδιο και για τον «Αμπιγιέρ»;
Με γοήτευσε η τρυφερότητα, το χιούμορ και οι καταπληκτικοί χαρακτήρες του έργου. Πιο πολύ όμως με κέρδισε η τραμπάλα ανάμεσα στο τί συμβαίνει στο φωτισμένο προσκήνιο και στο τί διαμείβεται μυστικά στα γοητευτικά παρασκήνια. Οι ρόλοι του έργου μάχονται μέσα σε μια εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη, πόλεμοι, βομβαρδισμοί, πείνα να κρατήσουν όρθια την αξιοπρέπειά τους, να κρατήσουν αναμμένο το φαναράκι της τέχνης και της ανθρωπιάς, να ξεγαντζωθούν όσο μπορούν από τις εμμονές, τις μικρότητες, τα αδιέξοδά τους αλλά και από τις μεγαλομανίες τους.
– Είχατε εξ αρχής κατά νου τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη και τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση για τους δύο βασικούς ήρωες; Ομολογουμένως πολύ ενδιαφέρον δίδυμο.
Είχα θαυμασμό και για τους δυο ηθοποιούς και με συνάρπαζε εδώ και χρόνια το πόσο όμορφα ενεργοποιούν ψυχή σώμα και πνεύμα όταν παίζουν καθώς και πόσο άνετα εναλλάσσουν κωμωδία και δράμα στις ερμηνείες τους. Τους είδα μαζί και στην παράσταση του κυρίου Τζαμαριά «Το μινόρε» και με συνεπήρε η χημεία τους. Έτσι όταν μου έγινε η πρόταση από τους παραγωγούς μας τον κύριο Τάκη Γεώργα, την κυρία Τζένη Κόλλια και τον κύριο Αλέξανδρο Καζάκο είπα το «ναι» με μεγάλη χαρά!
-Κυρία Κοσμίδου, συχνά, ο Κώστας αναφέρει ότι στις συνεργασίες σας προσθέτετε ως συνεργάτης σκηνοθέτης μια βαθύτερη αίσθηση και νόηση στις παραστάσεις. Ποια είναι τα μηνύματα του συγκεκριμένου έργου;
Το σπουδαίο αυτό έργο, αφορά την ιστορία ενός ανθρώπου που ζει μόνος – δίχως οικογένεια σε ένα γκρι, κρύο ίδρυμα. Την ιστορία ενός ανθρώπου που δεν βιώνει τα Χριστούγεννα σαν μεγάλη πολύχρωμη γιορτή χαράς, γιορτή που γιατρεύει τις πληγές αλλά σαν γεγονός που υπενθυμίζει την βαθιά μοναξιά, τραυματίζει ξανά την ψυχή και την βουλιάζει στα δάκρυα. Την ιστορία ενός ανθρώπου, που έχει χάσει οποιοδήποτε νόημα, οποιαδήποτε πίστη στον εαυτό του, στην ζωή του. Που έχει χάσει τα πάντα, μέχρι την στιγμή που … μια πρόταση για δουλειά, θα του αλλάξει για πάντα την ζωή, θα του δείξει και πάλι τον δρόμο προς το φως. Την ιστορία ενός ανθρώπου που μία δουλειά στο θέατρο, δίπλα σε έναν μεγάλο σπουδαίο καλλιτέχνη, του δίνει το δικαίωμα να επιστρέψει ξανά απαλά, ήσυχα και ειρηνικά στον εαυτό του. Την ιστορία ενός ανθρώπου που βρίσκει το κουράγιο μέσα από το όνειρο του θεάτρου να αγαπήσει και πάλι την ζωή. Ακόμα και μέσα στον άγριο πόλεμο – γύρω του και μέσα του – ακόμα και ανάμεσα σε βόμβες και σειρήνες που καλύπτουν κάθε ήχο, επιμένει να στέκεται όρθιος για να υπηρετήσει αυτό το Όνειρο. Την ιστορία ενός ανθρώπου που βρίσκει την γενναιότητα να δείξει την αφοσίωση του και φροντίσει σχεδόν μητρικά όσα αγαπάει. Την ιστορία ενός ανθρώπου που όπως στέκεται φύλακας άγγελος, στο πλευρό ενός μεγάλου ηθοποιού, στην χαρά του και στις μεγάλες επιτυχίες, με τον ίδιο τρόπο του παραστέκεται και σε όλη την διαδικασία του μεγάλου αποχαιρετισμού. Την ιστορία ενός ανθρώπου που βρίσκει την γενναιότητα να πει κανείς για αναπόφευκτο αντίο. Την ιστορία ενός ανθρώπου. Την ιστορία του Αμπιγιέρ.
-Κύριε Γάκη, Υπάρχει κάτι που να σας δυσκόλεψε στη σκηνοθεσία του έργου ή στην προσέγγιση των χαρακτήρων;
Είναι τόσο καλογραμμένο το έργο από τον Ρόναλντ Χάργουντ και τόσο ανάγλυφοι οι χαρακτήρες που μόνο χαρά υπήρχε στη διαδικασία της πρόβας με την υπέροχο θίασο. Φυσικά υπήρχαν δυσκολίες σε στιγμές όπως σε κάθε καλλιτεχνική «γέννα» αλλά ήταν μια συνεργασία γεμάτη μαγικές ανακαλύψεις και υπέροχη δοτικότητα από το σύνολο των ηθοποιών.
– Ο Σερ είναι ένας μεγάλος ηθοποιός στη δύση της καριέρας του, δύστροπος αλαζόνας, εξουσιαστικός. Κατά καιρούς έχουν ακουστεί κι ακούγονται τέτοια επίθετα για μεγάλους ηθοποιούς και υπάρχει η δικαιολογία ότι «οι σπουδαίοι καλλιτέχνες είναι δύσκολοι άνθρωποι». Την ασπάζεστε αυτή την άποψη; Εσείς μιας κι έχετε δουλέψει με εξαιρετικά ταλαντούχους ανθρώπους εισπράξατε κάτι τέτοιο;
Ευτυχώς μέχρι στιγμής δεν μου έτυχε να δουλέψω με ηθοποιούς που θα τους χαρακτήριζα «δύσκολους». Στις συνεργασίες μου ως τώρα οι άνθρωποι είχαν ευκολίες και δυσκολίες τόσο με τους ρόλους όσο και στη ζωή τους όπως συμβαίνει σε κάθε δουλειά αλλά δεν αισθάνομαι ότι αντιμετώπισα ποτέ κάποια υπερβολικά αλαζονική ή εξουσιαστική περσόνα. Επίσης θα ήταν άδικο και μονόπλευρο να χαρακτηρίσουμε τον Σερ μόνο ως δύστροπο και εξουσιαστικό. Έχει και πολλές τρυφερές και προστατευτικές πλευρές καθώς και ένα χιούμορ και μια δική του έννοια κοφτερής δικαιοσύνης και ανθρωπιάς.
-Κυρία Κοσμίδου, συνεργάζεστε χρόνια με τον Κώστα Γάκη στις σκηνοθεσίες και σε θεατρικά μαθήματα. Πώς είναι αυτή η εμπειρία; Πιστεύετε ότι οι σταθεροί συνεργάτες είναι ένας παράγοντας για ένα άρτιο αποτέλεσμα;
Νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη για την συνάντηση μου με τον Κώστα Γάκη. Είναι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης που ντύνει με ευαισθησία, ποίηση και ομορφιά κάθε έργο του. Δημιουργεί έναν ζεστό χώρο, μέσα στον οποίο οι γύρω του εκφράζονται και ανθίζουν. «Φτιάχνει δρόμους και ενώνει ερήμους» με κάθε τρόπο. Με τη μουσική του, με τις παραστάσεις του, με την παρουσία του. Είναι επίσης ένας καταπληκτικός δάσκαλος, έμπνευση για τους μαθητές του. Τα χρόνια που συνεργαζόμαστε είναι χρόνια γεμάτα χρώματα, μουσική, ποίηση. Κάθε μέρα δίπλα του, μαθαίνω και κάτι καινούργιο κάτι σπουδαίο.
-Κύριε Γάκη, Στις περισσότερες παραστάσεις σας γράφετε και τη μουσική; Είναι εξίσου μεγάλη αγάπη με τη σκηνοθεσία;
Η μουσική και η σκηνοθεσία είναι ένα, κατά στη δημιουργική μου διαδικασία. Είναι αλληλένδετα και συμπληρωματικά. Το ένα φορτίζει, επηρεάζει, ενδυναμώνει το άλλο και η μαγεία αυτού του διαλόγου, αυτής της καλλιτεχνικής «μάχης» είναι ό τι πιο σημαντικό μου έχει συμβεί στο επαγγελματικό μου κομμάτι. Επομένως δεν μπορώ να πω ποια είναι πιο μεγάλη αγάπη μου.
– Έχετε παίξει, διδάξει και παρουσιάσει τις παραστάσεις σας από το Μεξικό και την Πορτογαλία μέχρι την Oυάσιγκντον και τη Νότια Κορέα. Είναι πολύ εντυπωσιακό. Είναι η απόδειξη ότι η γλώσσα δεν είναι εμπόδιο για μια τέχνη καί λόγου. Τι κρατάτε από όλες αυτές τις εμπειρίες; Επηρέασε τον τρόπο σκέψης και δουλειάς η επαφή με τόσους διαφορετικούς ανθρώπους και πολιτισμούς;
Είχα μέχρι στιγμής τη σπάνια τύχη στα ταξίδια μου να συνεργαστώ με ηθοποιούς και μουσικούς από όλο τον κόσμο, να παρουσιάσω τη δουλειά μου σε πολύ διαφορετικούς πολιτισμούς, να συμμετάσχω σε πολύχρωμα φεστιβάλ, να διδάξω αλλόγλωσσους ανθρώπους με κύριο εργαλείο την παγκόσμια θεατρική γλώσσα της κίνησης, του ανθρώπινου λυγμού και του ευρύχωρου βλέμματος της συμπερίληψης. Επίσης παρακολούθησα καταπληκτικές παραστάσεις και γνώρισα θαυμάσιους ανθρώπους. Κρατάω την ανθρωπιά, την δημιουργική ταραχή που συνοδεύει κάθε μου «έξοδο», την ελευθερία να δοκιμάζω νέες ιδέες στο παγκόσμιο κοινό που για να το κερδίσεις πρέπει να φύγεις από τα στενά όρια του ελληνικού τρόπου. Ταυτόχρονα ξαναβρήκα την Ελλάδα μέσα μου, με έναν πολύ όμορφο τρόπο επανοικειοποιήθηκα την ελληνικότητα.
– Οι κρατικές σκηνές δίνουν τη δυνατότητα σε έναν δημιουργό να ανεβάσει πολυδάπανες, πολυπρόσωπες παραστάσεις. Αν σας γίνει πρόταση να σκηνοθετήσετε για το Εθνικό ή το ΚΘΒΕ έχετε σκεφτεί ποιο έργο θα θέλατε να είναι;
Δεν μου έχει γίνει κάποια σχετική πρόταση. Την μεγάλη κλίμακα την έχω μέχρι στιγμής υπηρετήσει μόνο στο ελεύθερο θέατρο.
– Μοιάζετε απόλυτα αφοσιωμένος στο θέατρο ,σας ενδιαφέρει ο κινηματογράφος κι η τηλεόραση ή θεωρείτε ότι η σκηνοθεσία σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι κάτι εντελώς διαφορετικό;
Έκανα δυο σίριαλ όταν βγήκα από τη δραματική σχολή αλλά είδα σταδιακά ότι δεν με αφορά πολύ η τηλεόραση, η αισθητική και οι ρυθμοί της. Στον κινηματογράφο έχω κάνει ως σκηνοθέτης δυο πειραματικές ταινίες και μια μικρού μήκους. Δεν θα απέρριπτα φυσικά ενδιαφέρουσες προτάσεις και στα δύο μέσα.
-Κυρία Κοσμίδου, πέρα από όλα τα άλλα πολύ δημιουργικά που μοιράζεστε με τον Κώστα Γάκη είστε και μια πολύ καλή δασκάλα θεάτρου. Τι θα θέλατε να κρατήσουν και να θυμούνται από σας οι μαθητές σας;
Ειλικρινά δεν ξέρω αν είναι «μια πολύ καλή δασκάλα», το μόνο που ξέρω με βεβαιότητα είναι έχω βρει ένα πολύ φωτεινό δρόμο αγάπης μέσα από το θεατρικό, εκπαιδευτικό κανάλι. Ένα κανάλι που εμπεριέχει την ιδιαίτερη αγάπη μου για τις ιστορίες, για τα παραμύθια, τους μύθους, τους θρύλους, την μουσική και την ποίηση ! Ένα κανάλι που γίνεται ένας ασφαλής, ζεστός χώρος μέσα στον οποίο δημιουργείται μία δεμένη και αγαπημένη ομάδα που μπερδεύει δημιουργικά όλα τα παραπάνω στοιχεία, τα ζωντανεύει πάνω στην σκηνή και σκορπάει μαγεία. Μοναδική μας μέριμνα μέσα από τα μαθήματα είναι οι άνθρωποι που τα παρακολουθούν, να ανακαλύψουν τα διαμάντια που κρύβουν στο μυαλό και στην καρδιά τους, να εξασκήσουν όλα τους τα εκφραστικά μέσα και να ζωντανέψουν επάνω στην σκηνή όλα όσα φωλιάζουν μέσα τους !
– Τον τελευταίο καιρό με απέραντη λύπη και προβληματισμό παρακολουθούμε την έξαρση της βίας των ανηλίκων ακόμα και σε παιδάκια 6 ετών. Πιστεύετε ότι παίζει ρόλο η υποτιμημένη παρουσία των μαθημάτων τέχνης στo πρόγραμμα σπουδών των σχολείων;
Και η έξαρση της βίας σε κάθε επίπεδο – στους δρόμους, στα σχολεία, μέσα στα ίδια μας τα σπίτια – και η έλλειψη δικαιοσύνης και η υποτιμημένη παρουσία των μαθημάτων τέχνης στο πρόγραμμα σπουδών των σχολείων καθώς και τόσα πολλά άλλα που μας γεμίζουν πίκρα και φόβο, έχουν μία κοινή αιτία: Ζούμε σε ένα σύστημα που δεν έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο, την αγάπη, την αλληλεγγύη, την δικαιοσύνη, την ομορφιά.
– Το θέατρο θα μπορούσε να είναι μια λύση; Πόσο σημαντικό είναι για τα παιδιά;
Νιώθω ότι ζούμε μέσα σε μία βαθιά προβληματική κοινωνία. Κάθε μέρα μαθαίνουμε κάτι που μας πονά και μας θυμώνει : έμφυλη και σεξιστική βία, βία καταστολής, αίμα στους δρόμους μας, αίμα πάνω σε σώματα γυναικών, σκοτωμένα παιδιά, πνιγμένοι άνθρωποι, «λαθραίοι» … Αυτό που ονειρεύομαι είναι μέσα από την τέχνη μας να μιλήσουμε στους ανθρώπους και να τους θυμίσουμε ξανά την ανθρωπιά, αλληλεγγύη, τρυφερότητα, την ποίηση, την ομορφιά, την Αγάπη. Κάθε παράσταση μας να είναι μια αφορμή για μια βαθιά και ουσιαστική συζήτηση που θα μας φέρνει πιο κοντά. Πιο κοντά στον διπλανό μας και πιο κοντά στον εαυτό μας, στις αληθινές μας ανάγκες.
-Κύριε Γάκη, ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια;
Η σκηνοθεσία μου «Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκρην» με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τον Αποστόλη Τότσικα συνεχίζεται στο θέατρο Αργώ με μεγάλη επιτυχία και ίσως ανέβει και Θεσσαλονίκη μετά το Πάσχα. Επίσης συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά η σκηνοθεσία μου «Ο φίλος μου ο Ντοστογιέφσκι» στο θέατρο Άλφα, σε κείμενο Δήμητρας Παπαδοπούλου και ερμηνεία Παύλου Λουτσίδη. Επίσης στο θέατρο Άλφα συνεχίζουμε με τη «Συντροφιά των Ονειροπόλων» μια καλλιτεχνική κολεκτίβα να κάνουμε αναγνώσεις ποιημάτων, πολιτικά βαριετέ, μουσικές βραδιές όλα με «κοσμοαλλαχτικό» όπως λέμε χαρακτήρα! Περιττό να πω ότι σε όλα τα παραπάνω σταθερή συνεργάτης, συν-σκηνοθέτης και συνοδοιπόρος είναι η Νατάσα με την οποία με μεγάλη χαρά μοιραστήκαμε και αυτή εδώ τη συνέντευξη και σας είμαστε ευγνώμονες για το κοινό βήμα!!
Μια ευχή κι από τους δυο σας για τους αναγνώστες της Κουλτουρόσουπας για τη νέα χρονιά που μόλις ξεκίνησε.
«Ο πόνος να ‘ναι πρόσκαιρος και η Αγάπη να ‘ναι αιώνια» Τίτος Πατρίκιος. Αμήν. Καλή και φωτεινή χρονιά!
Πληροφορίες γι τον Αμπιγιέρ, εδώ