Γράφει για την Κουλτουρόσουπα.
Από τη στήλη “Σκηνής Διάλογοι”.
Η Σωφέρ Θεάτρου συνεχίζει τη σειρά συνεντεύξεων με ανθρώπους της σκηνής.
Το παρελθόν είναι πρόλογος, μου ψιθύρισες.
Πριν χρόνια. Έτυχε τότε βέβαια όλα να είναι ελεύθερα κι ανερυθρίαστα. Παιδιά των λουλουδιών εμείς, βουτούσαμε με το κεφάλι μέσα στα λάθη μας. Δεν υπήρχε κανείς να μας τραβήξει στην επιφάνεια. Δε θέλαμε. Κι αφήναμε το χέρι των καθοδηγητών μας. Χειραγώγηση το ονομάζαμε. Και κολυμπούσαμε σε μια θάλασσα που δεν γνωρίζαμε. Η αλμύρα, βλέπεις, είναι γλυκιά και δε μας ένοιαζαν οι κυματισμοί.
Οι επιλογές μάς καθορίζουν. Θάλασσα τα κάναμε.
Εγώ σε περίμενα. Ήξερα, υπέθετα, φανταζόμουν -ποιος νοιάζεται για τη διαφορά- κι ήθελα να σε δω. Και σε έβλεπα, κρυφά και πάλι ανερυθρίαστα, σε φωτογραφίες, σε άρθρα, εδώ κι εκεί. Πανταχού παρών ήσουν. Αλλά μακριά, πολύ μακριά. Δίχως το όνειδος της εγκατάλειψης, νόμιζα. Βαθιά μέσα μου υπήρχε και δεν μπορούσα να την υπερβώ. Η επιτυχία βλέπεις.

Η καριέρα μου διατηρούσε το είναι και το φαίνεσθαί μου συνημμένα σε ένα άλφα επίπεδο, πολύ κάτω από το επιτρεπτό μου. Αφουγκραζόμουν με αφέλεια τον χρόνο να περνά, όπως ένα παιδάκι το τσαφ τσουφ από το τρενάκι του. Γύρω γύρω αυτό, σε αέναο χρονισμό, μια παιδική ανάμνηση, που δεν ανταποκρίνεται στον χρόνο των μεγάλων. Η ανωριμότητα στο ζενίθ της. Κι εγώ την προσκυνούσα. Υπέκυπτα συνεχώς, είχα άλλωστε και μια καριέρα. Χόρευα και μου ανήκε ο κόσμος. Φοράω ακόμη και διαφορετικές κάλτσες, και πάλι καρφί δε μου καίγεται.
Και βρέθηκα στο ναδίρ. Και γίναμε φιλαράκια. Τριγυρνώ και χορεύω στο άδειο μου δωμάτιο. Ένα γραφείο γεμάτο βιβλία, μια λάμπα, μια τηλεόραση, ένας καναπές, μερικά ωραία ρούχα τακτοποιημένα, όλα αυτά συνεπικουρούν τη μοναξιά μου. Είναι μοναξιά ή μοναχικότητα; Δε θυμάμαι πώς ξεκίνησε όλος αυτός ο διχασμός. Νομίζω πως στο δικό μου κρανίο έχουν ταυτιστεί. Η ψυχή μου όμως διχάζεται ακόμη. Κι αν δεν… ή κι αν; Κι αν ο χρόνος του τσαφ τσουφ επέστρεφε στην αρχική του συνθήκη; Τώρα σε τι θα μπορούσα να μετατραπώ; Σκύβω λοιπόν το κεφάλι στη μοναξιά μου, μέχρι που δύο ξένοι μου χτυπούν την πόρτα.

Για μια συνέντευξη, λένε.
Μα έχω πει τόσα πολλά λόγια, τόσα πολλά, γεμίζουν μια ολόκληρη θάλασσα, ακόμη ο φλοίσβος τους μού τρυπάει το κρανίο, κι ακόμη αυτό, αδιάρρηκτα κλειδωμένο, στέκει αγέρωχο και γελάει με τα καμώματα της ψυχής. Κρατάει στα χέρια του ένα κλειδί. Μου το πασάρει στα μούτρα, στη μάσκα του διάσημου χορευτή που κάποτε υπερηφανευόμουν πως είμαι. Ακούς εκεί, DNA… μα πώς άλλαξε έτσι ο κόσμος! Και γέμισε μαθηματικά σύμβολα και υπολογισμούς. Πώς να υπολογίσεις την αξία των πεπερασμένων μεγαλείων όταν πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό και βυθίζεσαι λίγο λίγο σε έναν καναπέ…
.

….
Μου αρέσει να πλέκω. Είναι τόσο δημιουργικό να πλέκεις με τα χέρια που άλλοτε ξέπλεναν τις αμαρτίες σου, σαν ενός άλλου χειρότερου Ποντίου Πιλάτου. Δεν ήμουν εγώ αυτός που φαντάστηκες. Ήθελα άραγε να είμαι; Μα τι σημασία έχει, όταν μπορώ και πλέκω το πουλόβερ που φοράς. Θέλω να σε χορέψω, μήπως και βρω την ευκαιρία να γευτώ μια νιότη, κι ας η γεύση της έχει αλλάξει. Πικρή, μα γλυκιά. Έτσι απολαμβάνω τη μοναξιά μου, την έλλειψη της επαφής, την ακατανίκητη έλξη του εκκρεμούς αυτοπροσδιορισμού μου, ο οποίος ποτέ έως τώρα δε μου έχει χτυπήσει την πόρτα με τέτοιο θράσος.

Και γέρνω στον καναπέ. Νοσταλγώ τις θάλασσες, παιδιά, κύματα, τσαφ, τσουφ, τον χρόνο που περνά και χάνεται, το παρελθόν, το εδώ και τώρα μου. Αγκαλιάζω τον εαυτό μου, σφίγγομαι στην κουβέρτα, οι ξένοι πήραν το κλειδί τους κι έφυγαν όπως απότομα ήρθαν. Ένας λυγμός μετουσιώνεται σε κάθαρση. Μακάρι να ήταν.
Επίλογος: Το θέατρο δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ερήμην του ανθρώπου. Αλλά κι ο άνθρωπος δεν έχει την ευκαιρία να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα ερήμην του θεάτρου κι οποιασδήποτε άλλης καλλιτεχνικής ή πνευματικής δραστηριότητας. Βρισκόμαστε ίσως σε μια εποχή “ισχνών αγελάδων” όσον αφορά στον πολιτισμό και την τέχνη. Οι άνθρωποι του πνεύματος επιχειρούν μέσω του δημιουργικού τους οίστρου να διασκεδάσουν τον τυχόν πνευματικό και δημιουργικό αποχρωματισμό μας. Και μας περιμένουν, με την ενέργεια και την ψυχή τους, να μας προβληματίσουν, να μας συγκινήσουν, να ξυπνήσουν μέσα μας συναισθήματα, να μας ψυχαγωγήσουν.
Γιατί η ψυχή του θεάτρου είναι ο άνθρωπος και μόνο ο άνθρωπος.
Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Γιώργο Κιμούλη για τη συνέντευξη που παραχώρησε στη Σωφέρ καθώς και το Θέατρο Αμαλία για τη θερμή φιλοξενία του. Ευχόμαστε η παράσταση αυτή να ταξιδέψει όμορφα στον χρόνο και να ολοκληρώσει μια υπέροχη πορεία.
Δείτε τη συνέντευξη – Βιντεολήψη και μοντάζ: Τάσος Πέππας.
..
-k-
.
ΑΜΑΛΙΑ
«Συνάντηση» του Στίβεν Μπέλμπερ.
Επανάληψη.
Είδαμε, βαθμολογήσαμε με 7,4 και σχολιάζουμε εδώ

Ένας ηλικιωμένος πρώην διάσημος χορογράφος, ο οποίος έχει αποσυρθεί πλέον από την ενεργό δράση και τώρα ζει εντελώς μοναχικά, δέχεται στο χώρο του, την επίσκεψη ενός ζευγαριού που του ζητά μία συνέντευξη για το πώς λειτουργούσε ο καλλιτεχνικός χώρος στη δική του εποχή. Καθώς όμως εξελίσσεται η “συνέντευξη” αυτή, ο μοναχικός χορογράφος αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος μ’ ένα μεγάλο θαμμένο μυστικό του παρελθόντος του.
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης. Ερμηνεύουν: Γιώργος Κιμούλης, Άννα Μονογιού, Στάθης Παναγιωτίδης.
Ημερες και ώρες παραστάσεων: Από Δευτέρα 17 έως Σάββατο 22 Απριλίου στις 21:00. Κυριακή 23 Απριλίου στις 20:00
.
.
Ακολουθήστε μας στα social media
Φωτογραφικό υλικό