Φωτογραφία Ἐπικεφαλίδας:
«Ζὰν Μέτσιγκερ, 1924, «Ἡ Ρουλέτα» »
Ἠ Ψυχὴ τοῦ καλλιτέχνη
Μέσα στὸ ἠλεκτρονικὸ χάος,
ἡ λεπτὴ ψυχὴ τοῦ νέου τσαλαβουτά,
γιὰ νὰ βρεῖ τὸ βάθος,
ἐνῷ ζητάει τὸ φάος.
Τὸ μεταφραστικὸ πνεῦμα τῆς ἐποχής,
ἀποτιμὰ τὸ δάκρὺ καὶ τὸ κάλλος σὲ νόμισμα,
-χρεόγραφο ἢ προβολὴς-
ἐνῷ τὸ ἐκκρεμὲς αὐξάνει γεωμετρικὰ τὸ βάρος•
εἶναι ἡ συνάρτηση τοῦ χρόνου,
(ἐνὸς λουλουδιοῦ που μαραίνεται στὸ βάζο,
ὀμορφαίνοντας τὸ σαλόνι,)
καὶ μιὰς μηχανὴς ποὺ κονιορτοποιεῖ καὶ ἐμπορεύεται τὰ λουλούδια-
φρέσκα,
ἀποξηραμένα,
συμπυκνωμένα σὲ ἀρώματα καὶ ἔλαια ..
σὲ λίπασμα..
Ταλάντωση στὴν ταλάντωση,
πλησιάζει τὴν ἄβυσσο τοῦ συμβιβασμοῦ,
ἡ νέα ψυχή,
καὶ βγάζει δόντια,
δαγκάει φίλους καὶ ἐχθροῦς,
στὴν ἐκστρατεία τῆς γωνίας,
καὶ τὰ παίζει -ὄλα γιὰ ὄλα- στὴν μεγάλη ρουλέτα,
τῆς παγκόσμιας σκηνής,
που ἀποπροσαναλιστικῶς κάποιοι,
της κρέμασαν τὴν γκλαμουράτη ταμπέλα: (μεγάλη) ζωὴ.
Στὸ μηδέν,
πέφτουν οἱ πολλοί,
(χωρίς partage*)
μὰ οἱ στατιστικὴ δὲν αποθαρρύνει τοὺς εὐέλπιδες.
Κόκκινο – μαύρο, ὄλα καὶ ρέστα,
αἴμα ἢ σαπίλα καὶ μαυρίλα,
γὶα κάποιο ἀποτέλεσμα εὐκτέο,
μιὰ θέση στὸ σύγχρονο κὶτς πανθέο τῶν ὑπερηρώων.
Γιαὐτὴν τὴν εὐκαιρία,
τὴν μπὶλια που θὰ κάτσει στὸ 31,
λογαριάζουν τὰ σενάρια, τὶς φωτογραφίες, τὶς ἀφίσες
καὶ τὰ χέρια που θὰ τοὺς τραβήξουν ἀπ’ τὰ περιττώματα.
Τὰ περιττώματα που εἶναι ἡ ζωὴ τούς,
ἡ ἀμελημένη, ἡ κακοσυντηρημένη,
σὰν τὸν σκουριασμένο σωλήνα
που δὲν κατεβάζει, τὸν λεκάνινο βούρκο•
-Ἀχ, πόσο ἔτοιμοι εἶναι νὰ τὴν παρατήσουν,
γιὰ μιὰ χημικὴ τουαλέτα 1×1…
κι ἀς ἔρθει ὁ ὐδραυλικὸς,
«μάταιος κόπος», ψελίζουν.
Ἔτοιμοι νἀφήσουν τὸ λαχεῖο που τοὺς κλήρωσε ὁ Θεός,
Γιὰ νὰ γίνουν σκλάβοι στὴν ὑπόσχεση ἐνὸς χρυσοῦ κλουβιοῦ,
Που κάποιος διάβολος τοὺς ψέλλισε ἔνα βράδυ στὴν κούνια –
ἢ στὸ κρεβάτι – τρυφερὰ, σαγηνευτικὰ στὸ αὐτί.
Κὶ ἔνα – ἔνα, τὰ ροδοπέταλα στὴν γυάλα πέφτουν,
ὁ χρόνος τελειώνει,
καὶ κλαίνε ἥδη,
γιὰ τὸ τέρας που θὰ μείνει τέρας –
-συμβιβασμένο καὶ ἡττημένο.
Ἀχρεῖοι -ἄνανδροι ,
σὰς ἀξίζει νὰ σὰς κάτσει ἡ μπίλια στὸ νούμερο,
γιὰ νὰ ζεῖτε δούλοι,
τραγουδῶντας αἰώνια αὐτὸ που εἴχατε πρὶν τὴν ἀλυσίδα,
καὶ τὸ φτύσατε γιὰ ἔνα ἀστραφτερὸ μαστίγιο,
ἀντι νὰ περιφέρεστε πικρόχολα,
ἔτοιμοι νὰ φτιάσετε εἴδωλα,
τὶς ἀγκαλιὲς νὰ ὑποβιβάσετε σὲ καταφύγια,
κὶ ἀπ’ τοὺς συμβιβασμοῦς νὰ πλάσετε δράματα.
Ξεχάσατε – ἢ δὲ γνωρίσατε ποτὲ –
τὴν Πίστη.
Ὑπάρχει ὅμως καθαρὴ, πύρινη
-σὰν κορμοράνος κάτω ἀπ’ τὸ χρυσάφι τοῦ ἥλιου-
ἡ ψυχὴ τοῦ καλλιτέχνη,
που δὲν ζητὰ ἡ κόμη της χέρια νὰ τὴν ξεπνίξουν,
μὰ μόνη παλεύει,
καὶ παράγει,
στὴν ἐλευθερία τῆς (ὅποιας) μεγαλοφυΐας της,
δημιουργῶντας τέχνη καὶ κάλλος.
Στὸ ἐπισιτιστικὸ ἀπαντὰ μὲ ἐγκράτεια,
μὲ θάρρος καὶ ἔρωτα,
καὶ ὅταν ὁ Σκοπὸς καλέσει στὸ ταξίδι,
κινά,
χωρὶς νὰ ξεγράφει ζωές,
μὰ ζητώντας συνοδοιπόρους.
Κὶ ἔτσι κυλὰ ἡ ζωή,
ἡ πραγματικὴ,
ἔνα ἀτελείωτο προσκύνημα,
ἔνα ὁδοιπορικό,
γιὰ μιὰ λεπτὴ ψυχὴ μοναχική,
ἢ γιὰ δύο που συγκινήθηκαν ἡ μιὰ ἀπ’ τὴν ἄλλη,
σαὐτὸν τὸν κόσμο τὸν ἠλεκτρονικὸ,
ὅπου τὸ χάος ὁδηγεῖ στὸ βάθος,
καὶ γιὰ ὅσους ἔχουν νοῦ νὰ λογαριάσουν,
… στὸ φάος.
17 /1/2018
Μέχρι τὸ ἐπόμενο δεκαήμερο
Dημήτριος Χατζηθεοδοσίου
(Καλὴ Χρονιὰ)
* Partage Rule (Κανόνας Partage): Κανόνας τοῦ παιχνιδιοῦ τῆς ρουλέτας, ὅπου ο παίκτης παίρνει πίσω το 50% του πονταρίσματός του αν η μπίλια κάτσει στο μηδέν.
Φωτογραφικό υλικό