Από τη θεατρική στήλη «Στον παλμό των φουαγιέ» της Πίτσας Στασινοπούλου.
Γνωρίζω εκ των προτέρων την πρώτη αντίδραση στο θέμα μου: «αφού κυρά μου μπαίνεις στο θέατρο με δωρεάν προσκλήσεις, γιατί σε απασχολούν τα εισιτήρια…» Φυσικά πρόκειται για ανόητη παρατήρηση που θέλω να προλάβω και την αναφέρω επειδή είναι το κατεξοχήν σχόλιο που δέχομαι στις απόψεις μου για παραστάσεις, όταν τολμήσω να θίξω τον τομέα «εισιτήριο»…
Αν ας πούμε γράψω για μια κακή παράσταση «κλάψαμε τα λεφτά μας», η άμεση αντίδραση (και) συντελεστών, είναι «για ποια λεφτά μιλάς, αφού μπήκες τζάμπα!» Θεωρώντας προφανώς, ότι εφόσον «μπήκα τζάμπα» σαν θεατρική συντάκτρια που καλύπτει μια παράσταση, ΔΕΝ δικαιούμαι να έχω άποψη για αυτά που πληρώνει η συντριπτική πλειοψηφία των θεατών και αν έπιασαν ή όχι τόπο σε σχέση με ό,τι παρακολούθησαν! Ένας βολικός (και φτηνός) τρόπος για να μετατοπίσουν το επίκεντρο από το ουσιώδες στο επουσιώδες, απαντώντας στην αρνητική κριτική με πλάγια ανούσια επίθεση…
Ωστόσο, για να έρθω στο θέμα μου προσπερνώντας άστοχα σχόλια, είναι γεγονός ότι τελευταία οι τιμές των εισιτηρίων σε παραστάσεις έχουν πάρει μια «σιωπηλή» ανηφόρα με «άγριες» διαθέσεις που προβληματίζει, για να μη πω ότι ενίοτε εξοργίζει…
Φυσικά το αναμενόμενο επιχείρημα από πλευράς συντελεστών είναι η γενικότερη ακρίβεια που δεν θα μπορούσε να μη παρασύρει και τις τιμές των εισιτηρίων. Λογικό σε μεγάλο βαθμό αλλά μέχρις ενός σημείου, καθώς γνωρίζουμε καλά- και ειδικότερα στη χώρα που πέραν της θεατρικής τέχνης γέννησε και την… λαμογιά!- ότι σε πλείστες περιπτώσεις η εγχώρια ακρίβεια είναι «τεχνητό κατασκεύασμα» στυγνών κερδοσκόπων, ειδικευμένων σε σκοτεινά παιχνίδια της αγοράς, με τη βεβαιότητα ότι δεν λειτουργεί κανένας έλεγχος ή μέτρο ή ποινή κλπ. που σημαίνει ότι έχουν την ευχέρεια να αλωνίζουν ασύδοτοι αισχροκερδώντας στην πλάτη του καταναλωτή… Η εκτόξευση της ακρίβειας μετά τις καραντίνες, παρότι αποδόθηκε παραπλανητικά στον πόλεμο της Ουκρανίας και την ενεργειακή κρίση, ήταν απολύτως αναμενόμενη ως συνέπεια των μέτρων και δαπανών της πανδημίας, δημιουργώντας παράλληλα ένα ευνοϊκό κλίμα ως άλλοθι για λογής τυχοδιώκτες, παρασύροντας τα πάντα σε τρομακτική άνοδο, συχνά αδικαιολόγητη…
Καθώς φαίνεται λοιπόν, πέραν των άλλων εμπόρων που επωφελήθηκαν από το καλλιεργούμενο κλίμα γενικευμένης ακρίβειας, επωφελήθηκαν τα μέγιστα και οι θεατρικοί επιχειρηματίες, ίσως σε μια προσπάθεια να «βγάλουν τα σπασμένα» από τις επιπτώσεις της πανδημίας, που είναι γεγονός ότι έπληξε τον κλάδο τους βαρύτερα από οποιονδήποτε άλλον με κλειστά θέατρα επί διετία… Ναι, είναι αλήθεια ότι υπέστησαν μεγάλη ζημιά και με ελάχιστες αποζημιώσεις, όμως δεν περιμέναμε, ειδικά από ανθρώπους της τέχνης,ότι θα επικρατούσε το στεγνό εμπορικό σκεπτικό της ευκαιριακής αρπαχτής, επιχειρώντας να ισοφαρίσουν τη ζημιά σε ελάχιστο χρόνο με δυσανάλογες αυξήσεις εισιτηρίων και ότι θα την πληρώναμε εμείς οι πολλαπλά στερημένοι θεατές…
Γεγονός που μεταφράζεται σε μια παγιωμένη τιμή εισιτηρίου με κατώτατο όριο τα 20 ή 25 ευρώ, δηλαδή πάνω από 50άρικο η έξοδος για ένα ζευγάρι με βασικούς μισθούς πείνας που οριακά καλύπτουν (και αν) βασικές ανάγκες… που σημαίνει ότι είτε θα στερηθούν το θέατρο όσο κι αν το λαχταρούν, είτε θα ψάξουν εναγωνίως για προσκλήσεις που πλέον δίνονται με όλο μεγαλύτερη φειδώ… Η εν λόγω δε κατώτατη τιμή, ουδόλως σχετίζεται με το κόστος της παραγωγής, διότι αν αφορούσε σε πολυέξοδες παραστάσεις με ακριβά σκηνικά, πολλά κοστούμια, πολυπληθή θίασο, ζωντανή ορχήστρα, ιδιαίτερες τεχνικές απαιτήσεις κλπ., θα ήταν απολύτως κατανοητή. Το προκλητικό της υπόθεσης όμως είναι ότι έχει παγιωθεί και τη συναντούμε ακόμη καισε παραστάσεις μονολόγου, με ανύπαρκτα σκηνικά, κοστούμια, μουσική, φωτισμούς κλπ.
Εν ολίγοις ένας ηθοποιός κατάμονος που κάποιο απόγευμα πλήξης έγραψε 5-6 σελίδες ανουσιότητας, ανεβαίνει με το τζην και το φούτερ του στην έρημη σκηνή παρέα με μια καρέκλα από την αποθήκη, «ερμηνεύει» για 45 λεπτά με ατέλειωτες παύσεις για «γέμισμα» το πόνημά του κάτω από έναν προβολέα με ηχητική μουγκαμάρα και χρεώνει «είσοδο» 20 ευρώ ο αθεόφοβος για το απόλυτο τίποτα!
Αυτό όμως που εντυπωσιάζει τελευταία στη χώρα του παραλόγου, είναι η αθρόα προσέλευση θεατών μετά την δίχρονη αποχή της καραντίνας, γεμίζοντας ασφυκτικά αίθουσες σχεδόν σε όλες τις παραστάσεις, όπου το «sold out» φιγουράρει μόνιμα παντού! Κάτι που ΔΕΝ συνέβαινε σε τέτοιο βαθμό προ κορωνοϊού και με σαφώς μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια κι αναρωτιέσαι με τον εγκέφαλο έτοιμο να εκραγεί: Πού διάολο ήταν όλοι αυτοί πριν και πώς προέκυψαν ξαφνικά «θεατρόφιλοι» τώρα που η τρομακτική ακρίβεια εξανεμίζει το πενιχρό εισόδημα και τα εισιτήρια που αφήσαμε στα 15 ευρώ έφτασαν στα 25, λες και αποχαιρετήσαμε την κρίση και απολαμβάνουμε… ανάπτυξη;;
Ακόμα ένα άλυτο ελληνικό μυστήριο στη σφαίρα του μεταφυσικού όπως άπειρα άλλα, ικανό να τρελάνει κάθε νοήμονα με τα ανεξήγητα οξύμωρα! Ωστόσο καταγράφεται φυσικά ως αισιόδοξη προοπτική, έστω κι αν πρόκειται για απαίδευτο θεατρικά κοινό, που όμως μέσω της επαφής ίσως αποκτήσει τη δέουσα κουλτούρα στο χώρο…
Ο λόγος δε που αναφέρω το φαινόμενο είναι κυρίως η πρακτική πλευρά του, με την έννοια ότι εφόσον παρατηρείται γενικά τόσο μαζική προσέλευση, θα μπορούσαν οι επιχειρηματίες να βγάλουν σταδιακά τη ζημιά των προηγούμενων δύο χρόνων, από την μεγάλη ποσότητα εισιτηρίων που κόβονται και όχι από την αύξηση της τιμής τους… Προφανώς όμως δεν αρκούνται σε αυτό σεβόμενοι την ένδεια του μέσου πολίτη- θεατή που ζορίζεται ενίοτε τραγικά για την επιβίωση και ταυτόχρονα βρίσκει στο θέατρο μια πολύτιμη διέξοδο που επιλέγει με θυσίες… Στόχος τους είναι τα υπερκέρδη και η τυχοδιωκτική λογική του νεοέλληνα «να τα αρπάξουμε τώρα που γυρίζει κι ευνοούν οι συγκυρίες, αύριο ίσως δεν ξαναβρούμε τέτοια ευκαιρία» ή αλλιώς το κλασικό «ο (κάθε) λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται»…
Και σαν μην έφτανε αυτό, πρόσφατα ορισμένα θέατρο τείνουν να καθιερώσουν μια καινούργια «μόδα», που είχαν ήδη ξεκινήσει κάποιοι επιλεγμένοι «ελιτίστικοι» χώροι σαν το Μέγαρο πχ. και φέρει τον τίτλο «τιμές ανά ζώνη», που συναντούμε (προς το παρόν) σε Αριστοτέλειο και Ράδιο Σίτυ… Όπου η αίθουσα χωρίζεται νοερά σε «ζώνες», με τις μπροστινές ακριβές να φτάνουν πχ. τα 65 ευρώ (!), τις μεσαίες τα 50 ή 40 και τις φτηνές τέρμα θεού σε ακριανούς εξώστες με μηδενική θέαση το πάγιο 20ευρω! Εν προκειμένω το ρομαντικό «η τέχνη μας ενώνει» ακούγεται ως ανέκδοτο, αντίθετα καταφέρνει να επιβάλλει προκλητικές ταξικές διακρίσεις αναλόγως της τσέπης μας! Οι κατέχοντες που τα ακουμπάνε θα απολαύσουν άνετα την παράσταση, ακόμα κι αν πρόκειται για άσχετους κάφρους και οι πληβείοι με το ψωραλέο 20αρικο που ίσως ανήκουν στους «άρρωστους» θεατρόφιλους, ας κόψουν το λαιμό τους στην απόμερη σκοτεινή γωνιά που τους ξαποστέλνουμε… Ας είχαν κι αυτοί φράγκα να τους περιποιηθούμε κι ας μάθουν ότι η τέχνη είναι για «λίγους κι εκλεκτούς», όχι του πνεύματος ανόητοι αλλά της τσέπης βεβαίως βεβαίως! Κατά τα άλλα είμαστε μια ωραία (θεατρική) ατμόσφαιρα, έτσι;;