«Η άρνηση της βελόνας» Από τη θεατρική στήλη «Σωφέρ» της Ζωής Ταυλαρίδου.
Ψάχνω βελόνες στα άχυρα.
Ανιχνεύω την παρήχηση μιας βελόνας στο φτωχό μου το μυαλό:
Βελόνα. Βρίσκω. Βουρ! Βούρκος. Βάσανο. Βέρα. Βάρκα. Βρώμα. Βλέμμα.
.
Αυτό το Β, που περιφέρεται και ζαλίζει τα μάτια μου χωρίς δισταγμό και ήθος, μου θυμίζει ότι κάποτε είχα κατάμαυρα μαλλιά, πυκνά φρύδια, σταθερή περπατησιά, αγέρωχη φάτσα και καθαρό χαμόγελο. Άκουγα ζαλισμένος τα χέρια των ανθρώπων που έτειναν προς το μέρος μου. Κι όλο γυρνούσα το κεφάλι. Κι όλο σταματούσα το περπάτημα. Κι όλο στεκόμουν και χαμογελούσα. Μετρούσα τις αυλακιές στα πεζοδρόμια τη μέρα. Και καθρεπτιζόμουν στα τζάμια που μου έδειχναν μια νιότη ξεχωριστή και ξεχασμένη και ξετσίπωτη. Ήταν η νιότη μιας άλλης παρήχησης. Αυτής του Ξ. Άκαρδο σύμφωνο. Ανελέητο. Του διωγμού και των γηρατειών οιωνός, αναπόφευκτος πόνος κι αδάμαστος είναι. Ξεκαρδιζόμουν στα γέλια με μιαν αφέλεια τρομερή. Όλα ήταν ένα αστείο. Αστείοι οι άνθρωποι. Αστεία η μουσική του δρόμου. Αστείος εγώ, ο Αυτός μου. Το σοβαρό συγχεόταν με τη δυσωδία της στασιμότητας. Το ώριμο ταυτιζόταν με την τιμωρία της οπισθοδρόμησης. Κι εγώ τα έβλεπα όλα αστεία. Με χάιδευε η μάνα μου κι όλος ο κόσμος φαινόταν να τραγουδά στη ρέμβη της ηλιόλουστης ημέρας. Άλλαζα πουκάμισα και μαζί με αυτά κι ανθρώπους. Δεν έμενα. Άλλοτε έφευγα, άλλοτε σιωπούσα. Σαν κάτι να με τραβούσε προς τα πάνω διαρκώς. Πάλευα να αποδείξω. Πάλευα να αποδείξω ότι εγώ δεν είχα την ανάγκη να μείνω. Δεν είχα καμιάν ανάγκη να αφοσιωθώ, να δεσμευτώ, να αναγνωρίσω ότι ανήκω. Δεν ανήκα σε κανέναν, ούτε καν στον εαυτό μου. Και η μάνα μου με κρατούσε σε μιαν αγκαλιά, ξετσίπωτη, ξεχωριστή, ξεκαρδιστική κι αξέχαστη. Και μέσα σε αυτά τα αναπόδραστα της νεανικής μου ηλικίας Ξ, έβρισκα την ανάπαυσή μου. Κι όλο γυρνούσα το κεφάλι και χαιρετούσα. Κι όλο καθρεπτιζόμουν στα τζάμια της γειτονιάς μου. Κι όλο ξεχνούσα να πω “ανήκω”.
Και ξύπνησα ένα πρωινό, κι αυτό ηλιόλουστο και χαρούμενο, σχεδόν αστείο. Ακούω τις φωνές των νεαρών που γυρνούν συνέχεια το κεφάλι και χαιρετάνε. Όλα αστεία τούς φαίνονται. Τους κοιτώ από το τζάμι μου και μειδιάζω, σκεφτόμενος ότι το τζάμι αντανακλά ένα άλλον άνθρωπο, γεμάτο αυλάκια στο πρόσωπό του, αλλά με ένα καθαρό χαμόγελο και τρυφερό βλέμμα. Δεν ξέρω εάν αυτό το χαμόγελο κι αυτό το βλέμμα επαρκούν πλέον, για να ανήκω κάπου. Τα ρούχα μου… ξεχνάω πότε τα έπλυνα τελευταία φορά. Αφήνω το κρεβάτι μου ξέστρωτο και ξεχασμένο. “Άντε πάλι αυτό το Ξ“, σκέφτομαι και μονολογώ. Ανατριχιάζω με τον μονόλογό μου. Και βυθίζομαι στις σκέψεις μου. Δεν μπορώ όμως να τις ολοκληρώσω. Ακούω φωνές, κλάματα μωρών, τους ταξιτζήδες να κορνάρουν, τον παλιατζή να περνά και να χάνεται με απόηχο λαϊκό- ακόμη υπάρχει ο παλιατζής; Αφουγκράζομαι τη γειτονιά μου. Η μάνα μου κυκλοφορούσε στους δρόμους αυτούς. Κι εγώ απολάμβανα τη βόλτα αυτή, μαζί της. Ευτυχώς που έχω το παράθυρό μου. Σκέφτομαι πόσο τυχερός είμαι να έχω παράθυρο στον δρόμο! Γιατί διαφορετικά ίσως να μη θυμόμουν. Γυρνάω την πλάτη μου στο παράθυρο και μετρώ τις γωνιές του σπιτιού μου. Πού είσαι βρε μάνα… Τώρα πια ούτε μια βελόνα δεν μπορώ να βρω στα ροκανίδια της νεανικής μου ηλικίας. Αλλά και να την έβρισκα, μήπως θα μπορούσα να τη βάλω στην κλωστή; Ξεκαρδίζομαι με το αντίστροφο της συνθήκης. Να προσπαθεί να μπει η βελόνα. Και η κλωστή να μην τη θέλει! Όλα μου φαίνονται πια τόσο κατ΄ουσίαν αστεία. Είμαι η απόλυτη αναίρεση της νεανικής μου ηλικίας, της “αστειότητας” των πάντων.
Τα γηρατειά και η μοναξιά μου μου ανήκουν.
Στο εξαιρετικό μονόπρακτο έργο μονολόγου “Αυτός και το πανταλόνι του” του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με τον Κώστα Αρζόγλου σε σκηνοθεσία της Βάνας Πεφάνη, ένας ηλικιωμένος άνδρας μπαίνει στη σκηνή εκλιπαρώντας τη μοναξιά του σε μια γάτα.“ΑΥΤΟΣ: Ψί ψί ψί έλα φιψίνι, έλα… ψί ψί ψί φιψινάκι έλα… έλα μέσα… ψί ψί ψί…” Με αργές και νωχελικές κινήσεις λυτρώνεται από ένα σκισμένο παντελόνι που θέλει μπάλωμα. Λογιστής αυτός, όχι μοδίστρα. Έρχεται σε επαφή με το παρελθόν του, με τη μυρωδιά ενός μωρού που αρνείται να φάει το φαγητό του, μιλάει στον εαυτό του. Κάνει τον λύκο, για να τον προσέξουν, για να προσέξει ο ίδιος τον εαυτό του. Έχει κι ο λύκος την ίδια μοναξιά. “ΑΥΤΟΣ: Ου ου ου ου… θα σε φάωωωω…” Συγχρονίζεται με τα ζώα. Προσπαθεί να κρατήσει επαφή με τους ανθρώπους. Αναπολεί το παρελθόν με τη μητρική φιγούρα. Θυμάται τη μάνα του να ράβει. Θυμάται τη μάνα του να τον χαιδεύει. Θυμάται τη μυρωδιά της, τη θέρμη του κορμιού της. Απευθύνεται απεγνωσμένος στα έπιπλα και στα αντικείμενα του σπιτιού του, στη βελόνα του: “Έλα κούκλα μου, πέρασε… Πέρασε μέσα στη βελόνα να δεις τι ωραία πού είναι… Πάλι στράβωσες… Καλά, μη θυμώνεις, εγώ φταίω… Δε σε είχα στρείψει καλά…”. Κι όλα αυτά εναρμονίζονται τρυφερά με το κρέμασμα του σακακιού, το ράψιμο του παντελονιού, τα πόδια του τραπεζιού, τα μη με Αυτόν επικοινωνούντα ξύλινα έπιπλα μιας άλλης εποχής, τα ροκανίδια στο πάτωμα που κρύβουν τη βελόνα, την κλωστή που κολλάει στο χέρι αρνούμενη πεισματικά να υποκύψει, μια ραπτομηχανή στο βάθος, το μισοσκόταδο του δώματος, τη φιγούρα του νεανικού του εαυτού που χορεύει στα λευκά, ως οιωνό θανάτου. “Αν μπορούσα θάφευγα πρώτος… Κάτω η σκλαβιά!… Έπιπλα όλου του κόσμου διαλυθείτε…” Σε αυτόν το χορό παρελθόντος και παρόντος διατηρείται ακέραιη η αλυσίδα που ενώνει τη ζωή με το θάνατο. Η επίφαση της μοναξιάς και των γηρατειών αποδεικνύεται στην αγνότητα αυτής της αλυσίδας, που εν τέλει μας ανήκει. Κι εμείς ανήκουμε στον εαυτό μας.
Το Αυτός γίνεται ένα περήφανο Εγώ.
Αντί Επιλόγου: Σας παραθέτω: α) το ποίημα “Ένας Γέρος” του Κ. Π. Καβάφη, β) το ποίημα “Ένα πρόσωπο” του Γιάννη Ρίτσου και γ) το ποίημα “Η Μοναξιά” της Κατερίνας Γώγου. Και τα σχόλια δικά σας.
Κ. Π. Καβάφης, “Ένας Γέρος”
«Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! –
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
…Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.»
Γιάννης Ρίτσος, “Ένα πρόσωπο”
Είναι ένα πρόσωπο φωτεινό, σιωπηλό, καταμόναχο
σαν ολόκληρη μοναξιά, σαν ολόκληρη νίκη
πάνω στη μοναξιά. Αυτό το πρόσωπο
σε κοιτάζει ανάμεσα από δυο στήλες ασάλευτο νερό.
Και δεν γνωρίζεις ποιο απ΄ τα δύο πείθει
Περισσότερο.
Κατερίνα Γώγου, “Η Μοναξιά”
Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών “καλών” καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης – εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει
– ΦΩΤΟΓΡΑΦΙA ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΛΑΖΟΥΜΙΤΗ [ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΔΩ]
Φωτογραφικό υλικό