Με άρθρο στο προσωπικό προφίλ του ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Κιμούλης τοποθετείται ανοιχτά στο θέμα του διορισμού του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ.
Και αναφέρει…
1. Η τοποθέτηση καλλιτεχνικών διευθυντών από την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου το 1930 έως τώρα στα κρατικά θέατρα α) είναι πολιτική ΑΠΟΦΑΣΗ της εκάστοτε κυβέρνησης και του/της εκάστοτε υπουργού Πολιτισμού, β) είναι ΑΝΑΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ, μιας και ο νέος ιδρυτικός νόμος 2273/1994 είναι σαφής ως προς αυτό. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού διορίζεται ο καλλιτεχνικός διευθυντής κάθε Θεάτρου (Εθνικό Θέατρο και Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος) και μπορεί να ανακαλείται πριν τη λήξη της θητείας του. Άρα κάθε ανάκληση, όπως και κάθε τοποθέτηση όμως (γιατί αλήθεια το ξεχνάμε αυτό;), γίνεται ΚΑΙ για κομματικούς λόγους.
Προς τι λοιπόν η έκπληξη;!
2. Κατ’ επέκταση κάθε καλλιτεχνικός διευθυντής, κατά τη γνώμη μου, οφείλει δεοντολογικά, σε περίπτωση αλλαγής της κυβέρνησης να υποβάλλει την παραίτησή του είτε του τη ζητήσει, είτε δεν του τη ζητήσει ο νέος πολιτικός του προϊστάμενος, μιας και η τοποθέτησή του ήταν απόφαση του προηγούμενου υπουργού πολιτισμού. Και είναι στη διακριτική ευχέρεια του/της υπουργού να την κάνει δεκτή ή όχι. Αντ’ αυτού στο ΚΘΒΕ (βάσει του Τύπου τουλάχιστον – το κατά πόσον ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα δεν το γνωρίζω, η μη υποβολή της παραίτησης όμως και η μη διάψευση αυτού του άρθρου, έχω την εντύπωση πως λειτουργεί προς επίρρωση του): “η καλλιτεχνική διεύθυνση δήλωνε μετά τις εκλογές «εμείς δεν παραιτούμαστε», κραδαίνοντας με κάθε ευκαιρία το ΦΕΚ του διορισμού της στους διαδρόμους του θεάτρου”[sic]. Η διάθεση σύγκρουσης ήταν εμφανής. Είχε δηλωθεί εδώ και καιρό η κατά κάποιον τρόπο απείθεια προς τους “κρατούντες κανόνες”. Προς τι λοιπόν οι καταγγελίες περί αγενούς συμπεριφοράς του Υπουργείου Πολιτισμού;
3. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ πίστευε πως ο ιδρυτικός νόμος των κρατικών θεάτρων έπρεπε να αλλάξει, ας τον είχε αλλάξει ή ας είχε καταθέσει ανάλογες τροπολογίες. Αντ’ αυτού όμως τον Σεπτέμβριο του 2016, όχι μόνον δεν τον άλλαξε, αλλά – κατά τη γνώμη μου πάλι – κατέθεσε τροπολογία, που τον έκανε χειρότερο. Μέχρι τότε ο καλλιτεχνικός διευθυντής μπορούσε να ανακληθεί από τον/την υπουργό Πολιτισμού ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ που “ο ετήσιος απολογισμός του έργου του καλλιτεχνικού διευθυντή απορριφθεί από το ΔΣ του ΠΛΗΡΩΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ με πλειοψηφία 2/3 επι του συνόλου των μελών του”. Στις 06/09/2016, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, η παρ. 13 του άρθρου 3 του ν. 2273/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού ο διορισμός του καλλιτεχνικού διευθυντή μπορεί να ανακαλείται ΑΖΗΜΙΩΣ και πριν τη λήξη της θητείας του, σε περίπτωση που ο ετήσιος απολογισμός του έργου του καλλιτεχνικού διευθυντή απορριφθεί από το διοικητικό συμβούλιο σε ειδική συνεδρίαση, πλήρως αιτιολογημένα, με πλειοψηφία δύο τρίτων (2/3) επί του συνόλου των μελών του ή ΓΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΛΟΓΟ, που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων του. Όχι μόνον λοιπόν δεν άλλαξαν τον νόμο – επί ΣΥΡΙΖΑ! – αλλά προσέθεσαν τη φράση: “αζημίως” και τη φράση: “για σπουδαίο λόγο.” Η αόριστη – όχι μόνον κατά τη γνώμη μου – νομική έννοια: για “σπουδαίο λόγο”, που προσετέθη – επαναλαμβάνω επί ΣΥΡΙΖΑ! – δίνει το δικαίωμα στην νυν υπουργό Πολιτισμού να ανακαλέσει απολύτως σύννομα τον καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ και μάλιστα…αζημιως.
4. Τέλος τα περί καλλιτεχνικής επιτυχίας ή αποτυχίας (πάντα με υποκειμενικά κριτήρια) και τα περί οικονομικής επιτυχίας ή αποτυχίας της απελθούσας διεύθυνσης του θεάτρου, όπως και η τιμολογιακή πολιτική της (η οποία σημειωτέον δεν πρέπει να κρίνεται μόνον απ’ το σύνολο των θεατών, αλλά και απ’ το σύνολο των εισπράξεων, μιας και πρόκειται για διαχείριση δημοσίου χρήματος), αλλά και οι κατά καιρούς συγκρούσεις της με τους εργαζόμενους και οι διάφορες καταγγελίες αυτών, καθώς και το σε ποιους πραγματικά – και όχι επικοινωνιακά – οφείλεται η εξυγίανση, ο εξορθολογισμός των δαπανών του θεάτρου και ο μηδενισμός των χρεών του, είναι θέματα που δεν αφορούν την ανάκληση της προηγούμενης διεύθυνσης και τον διορισμό της νέας.
5. Το να προτιμούν κάποιοι τον έναν καλλιτεχνικό διευθυντή και κάποιοι άλλοι τον άλλον (για όποιον λόγο κι αν το κάνουν), μπορώ να το καταλάβω. Δικαίωμά τους. Σεβαστό και αναφαίρετο δικαίωμα τους. Αλλά το να ρίχνουμε τα πάντα στο καλάθι των καταγγελιών για τη νέα…κανονικότητα, ξεχνώντας τη σχεδόν εξηντακονταετή “κανονική” λειτουργία των κρατικών θεάτρων, το θεωρώ ακραία υπερβολικό. Η “νέα κανονικότητα” έχει άλλα δεκάδες θέματα άξια κριτικής.
Φωτογραφικό υλικό