Γιατί κάνουμε θέατρο; Από την Ηλιάνα Κωνσταντινίδου.
«Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας, για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας.» Κάρολος Κουν
Ειπώθηκαν όλα λίγο πολύ και από ανθρώπους πολύ σπουδαίους. Ερμηνεύτηκαν μεγάλοι ρόλοι από πολλούς ηθοποιούς. Δεν έχουμε κάτι καινούργιο να πούμε. Ή μήπως έχουμε;
Το θέατρο είναι αλήθεια μου είπε η δασκάλα μου από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην ομάδα και συνεχίζει να το τονίζει σε κάθε ευκαιρία. Το ψέμα το παίρνει ο θεατής. Και το απορρίπτει. Δείτε τις εικόνες, νιώστε!
«Δεν υπάρχει αληθινή τέχνη αν δεν τη ζήσεις. Αρχίζει εκεί που δένεται μαζί της η συγκίνηση. Ο ρόλος που χτίζεται με αλήθεια ανεβαίνει ολοένα ψηλότερα, ενώ ο βασισμένος στο στερεότυπο ολοένα μαραίνεται» έλεγε ο Στανισλάφσκι.
Κι ο κάθε ηθοποιός λέει τη δική του αλήθεια μέσα από το χαρακτήρα που υποδύεται. Ο κάθε ηθοποιός γίνεται ο ρόλος. Δε «μπαίνει στο πετσί του ρόλου» – όπως συνηθίζεται να λέγεται, δεν εξαφανίζεται μέσα σε αυτόν αλλά βάζει το ρόλο πάνω του, του δίνει τη δική του ψυχή και υπόσταση, λέει τη δική του αλήθεια. Διαφορετικά τι νόημα θα είχε η πολλαπλή ερμηνεία των ίδιων ρόλων από διάφορους ηθοποιούς;
Έχουμε λοιπόν όλοι μας κάτι καινούργιο να πούμε: τη δική μας αλήθεια.
Και τόχουμε ανάγκη αυτό.
Στην αρχή ο ρόλος είναι ένας άγνωστος που όμως για κάποιο λόγο σου τραβάει το ενδιαφέρον. Τον πλησιάζεις, του συστήνεσαι, του κάνεις ερωτήσεις και ακούς τις απαντήσεις του. Κι όταν τον γνωρίσεις ανοίγεις κι εσύ τον εαυτό σου και απαντάς στις δικές του. Και τώρα που γνωριστήκαμε – του λες, έλα να πιούμε ένα κρασί και να τα πούμε καλύτερα. Να γίνουμε φίλοι. Να σε μάθω και να με μάθεις, να μπω στη θέση σου και να σκεφτώ τι θα έκανα ΑΝ ήμουν εσύ. Να πορευτούμε μαζί σ’ αυτό ταξίδι. Να πούμε σε δικούς και άγνωστους την αλήθεια μας.
Μαθαίνεις βαθειά αυτόν τον άλλο – το χαρακτήρα που θα «παίξεις». Εντοπίζεις τα κοινά χαρακτηριστικά που μπορεί να έχετε, ξεχωρίζεις τα καλά και τα κακά του, και φτάνεις στο τέλος να τον αγαπήσεις όπως είναι.
Τον μαθαίνεις όχι μόνο μέσα από την προσωπική σχέση μαζί του αλλά και μέσα από τις σχέσεις του (σου) με τους άλλους. Με όλους αυτούς που συναντιέσαι στις πρόβες και στις παραστάσεις.
Εκεί, στις πρόβες και στις παραστάσεις αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, κοιτιόμαστε στα μάτια, γελάμε και συγκινούμαστε, θυμώνουμε και ξεσπάμε, βουτάμε μέσα μας και βγάζουμε στην επιφάνεια τις σκιερές και φωτεινές πλευρές μας, βιώνουμε μαζί την αλήθεια. Είναι το στήριγμά μας το θέατρο, είναι η αυτογνωσία μας, η ψυχοθεραπεία μας.
Γιατί «Δε δουλεύεις ένα ρόλο, δουλεύεις τον εαυτό σου» είπε η Ιζαμπέλ Ιπέρ.
Και έτσι είναι στην ουσία.
Η ηθοποιία έχει να κάνει με πολύ βαθειά συναισθήματα. Εκεί «στο σανίδι» παίρνουν σάρκα και οστά – μέσα από τους ρόλους, κρυφές επιθυμίες, πάθη, αδυναμίες, όνειρα, απωθημένα, σκέψεις, φόβοι. Βρίσκουν διέξοδο και ξορκίζονται.
Όταν ο ηθοποιός παίζει «αλλάζουν οι παλμοί της καρδιάς του» – για να δανειστώ μια φράση του Λαζάνη που έγινε και τίτλος στο υπέροχο βιβλίο της μεγάλης Κάτιας Γέρου. Μέσα του φλέγεται, παλεύει να συνταιριάξει το νου με την καρδιά, να δαμάσει και ταυτόχρονα ν’ αφήσει ελεύθερο το θηρίο της ψυχής του.
Πλάθει μέσα του μια άλλη ζωή που σχεδόν πάντα είναι «περισσότερο ζωή» από αυτή της πραγματικότητας. Ανακαλύπτει βήμα βήμα την καινούργια αυτή ζωή, τους μύχιους πόθους και τα μυστικά της, τα πάθη και τα όνειρά της.
Και για να το πετύχει αυτό «πρέπει να ανακαλύψει και να αποκαλύψει τα δικά του μυστικά που κρατάει ερμητικά κλεισμένα. Για να γίνει η παράσταση μια πράξη θυσίας όλων αυτών που οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να κρύβουν. Αυτή η θυσία είναι το δώρο του ηθοποιού προς το θεατή» όπως σοφά λέει ο Πήτερ Μπρουκ.
Κάνουμε θέατρο λοιπόν, γιατί δε μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Έχει μια δύναμη μαγική, που θαρρώ ότι δύσκολα μπορεί να βρει κανείς σε οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης. Οι προσπάθειές μας σε όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας μιας παράστασης μοιάζουν με αυτές που καταβάλλει ένας ορειβάτης για ν’ ανοίξει ένα απάτητο μονοπάτι στο βουνό και να χαράξει την πορεία του. Είναι ένας αγώνας εξερεύνησης του άγνωστου τόπου, ένας αγώνας επιβίωσης σ’ αυτόν. Ένας αγώνας ελευθερίας, κατάκτησης του άπιαστου και της ψυχής μας.
(Εικόνα πρωτοσέλιδου: “Η όπερα της πεντάρας” από τη θεατρική ομάδα της Καλαμαριάς)
Φωτογραφικό υλικό