«Για μιαν Ελένη». Για την Ελένη του Ρίτσου. Από τη θεατρική στήλη «Σωφέρ» της Ζωής Ταυλαρίδου.
Ελένη το όνομά μου. Το κατανοητό δεν έχει ποτέ καθορίσει τα άκρα του σύμπαντός μου. Δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο γεννήθηκα. Δεν γνωρίζω τον πραγματικό μου πατέρα. Η μητέρα μου βρήκε ατιμωτικό θάνατο με μια θηλιά στο λαιμό της για τις δήθεν ντροπές μου. Η κόρη μου ανύπανδρη περιμένει ένα τίποτα κι έναν Κανέναν. Ο άντρας μου νομίζει ότι με έχει, ενώ δε με έχει καν. Κούφια ιδέα. Όλα περιφέρονται σαν δίνη γύρω από τα μικρά δάχτυλα των ποδιών μου. Με προσκυνούν. Με ζηλεύουν. Να ξέρετε ότι ο κόσμος βαθιά μισεί την Ελένη. Ούτε η Πατρίδα ούτε η Ξενιτιά μπορούν πλέον να σηκώσουν το βάρος του φαντάσματός μου και την ευθύνη του πραγματικού εαυτού μου. Δεν είναι εφικτή καμία διάκριση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι μου από τον έλλογο νου. Έχει ανάγκη από ένστικτο και συναίσθημα η αλήθεια της ιστορίας.Το πανεπιστήμιο ας περιμένει να ολοκληρωθεί το βασικό σχολείο, της ζωής. Όλα εξαρτώνται από μια στιγμή και μια λεπτομέρεια. Μάλιστα. Η στιγμή και η λεπτομέρεια θέλουν χώμα και νερό, για να να βλαστήσουν. Κοινός τόπος είναι η αλήθεια αυτή. Οι αλήθειες -είναι ωραίο, αλήθεια!- δεν ξεχνιούνται ποτέ. Το φάντασμα και το ψέμα μου συρρικνώνονται σταδιακά και μορφοποιούν τη μάσκα της ομορφιάς μου. Πίσω από αυτή την ομορφιά έχω βρει την κρυψώνα μου, το κόκκινο βελούδινο κουτί όπου κρατώ φυλαγμένο το πολύτιμό μου πρόσωπο, με το δήθεν και το εναντίον του, τα μειονεκτήματα και τις ατέλειές του, τις ενοχές του και τους δισταγμούς του, τους χτύπους της καρδιάς και τις φαντασιώσεις του. Θεωρείτε άραγε επαρκές το χρυσό του περιτύλιγμα; Ένα πρόσωπο έχω κι εγώ… κι ας μπερδεύεται με την όμορφή μου μάσκα. Ας υποκρίνεται. Ας αμύνεται. Να με συγχωρείτε.
Ελένη το όνομά μου. Η μάσκα μου έχει ξεφτίσει μετά από τόσα χρόνια. Ένα πρωινό, ξύπνησα βαρύθυμη και θλιμμένη. Ο κόσμος σας βαθιά μισεί την Ελένη. Με ανακουφίζει αυτό κάποιες νύχτες… Πλύθηκα, λοιπόν, τρίβοντας το προσωπείο μου… το πρόσωπό μου… αλήθεια, δε θυμάμαι. Ήθελα να απομακρύνω τις ακαθαρσίες που συγκεντρώνονται με ζήλο κάθε βράδυ στα μάτια μου, στα χείλια μου και στη μύτη μου, και διαλέγονται για το χρόνο που περνά και χάνεται. Ήθελα να αντικρίσω το πρόσωπό μου χωρίς τη σκιά των ρυτίδων και τα σπυριά της πρώτης μου νιότης, σχεδόν εξαγνισμένο από οποιοδήποτε χρονικό προσδιορισμό. Ήθελα να διατηρήσω την ομορφιά και τη λάμψη, χάρη στην οποία ένας ολόκληρος πόλεμος δικαιολογήθηκε και τραγουδήθηκε από έναν Όμηρο. Μάταια και φρούδα η ελπίδα! Καθώς απομάκρυνα τη σαπουνάδα από το πρόσωπο ή το προσωπείο μου -έχει καμία σημασία;- παρατήρησα έντρομη ότι έβγαιναν ολόκληρα κομμάτια από το δέρμα μου κι έπεφταν στο πάτωμα σαν νιφάδες χιονιού. Τα κομμάτια μου άλλοτε μικρά κι άλλοτε μεγάλα, ακανόνιστα σε μέγεθος και σχήμα, ξεκολλούσαν τόσο εύκολα, όσο τα πολυκαιρισμένα αυτοκόλλητα που είχα κολλήσει με σάλιο στα Ρομάντσα της εφηβείας μου και στα παρεξηγημένα Άρλεκιν της αθώας και νοσταλγικής μου ερωτικής νιότης. Παρακολουθούσα με την ίδια έντρομη νοσταλγία τις νιφάδες να χαϊδεύουν το ξύλινο πάτωμα του δωματίου μου, σχεδόν σύξυλη, σχεδόν ανήμπορη να κρατηθώ στα πόδια μου. Έπεσα ικετευτικά στα γόνατα και μάζευα τις νιφάδες μου με τις φακίδες τους, τα λακάκια τους, τις ρυτίδες τους, τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς τους. Στις παλάμες μου, ωστόσο, οι νιφάδες έγιναν χαλίκια, κοφτερά και σκληρά, και ολοένα βάραιναν. Νομίζω ότι γερνώ. Μεγαλώνω. Όλα γίνονται βαρύτερα από εμένα. Όλα γίνονται ομορφότερα από εμένα. Όλα φθάνουν σε μια κορυφή. Κι εγώ πέφτω στα γόνατα και βυθίζομαι κάτω από μια κουβέρτα. Κοιμάμαι στο πάτωμα χαϊδεύοντας τα χαλίκια μου με δέος, γιατί είναι δικά μου. Καταλαβαίνω ότι τις νιφάδες αυτές εγώ τις έκανα χαλίκια, με την αποδοχή και τον θαυμασμό που έτρεφα γιαυτό που οι φιλόσοφοι ονόμασαν ζωή. Στηρίζομαι τελικά πάλι στα πόδια μου και αγκιστρώνομαι στα έπιπλα που γέμισαν αράχνες – αυτές οι δούλες το έχουν παρακάνει με τη ραθυμία και την τεμπελιά της νιότης τους. Τα σανίδια τρίζουν. Όλα γύρω μου τρίζουν, χωρίς να είναι καλοκαίρι. Αγγίζω τον καθρέπτη και τον θαμπώνω με το χνώτο μου. Κλείνω τα μάτια και μου έρχεται πίσω ως αντανάκλαση η μυρωδιά του σκόρδου που έφαγα δισταχτικά δύο ημέρες πριν, μήπως και ζήσω περισσότερο. Ανοίγω τα μάτια μου και τι να δω; Σε ένα καθαρό πλέον πρόσωπο, όλα τα Άρλεκιν και τα Ρομάντσα που πέρασαν πάνω από το γέρικό μου κορμί χορεύουν σε τρελό ρυθμό κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι. Είναι δυνατόν να γεράσω εγώ; Χαμογελώ…
Η παράσταση Ελένη του Γιάννη Ρίτσου σε σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη στο Θέατρο Αυλαία αποτελεί μια αμιγώς ποιητική δραματοποίηση της Ελένης του Γιάννη Ρίτσου, που ανήκει στην ποιητική συλλογή Τέταρτη Διάσταση. Η Ελένη είναι ένας θεατρικός μονόλογος, με μυθολογικά στοιχεία που ταξιδεύουν από το παρελθόν στο παρόν. Ο μονόλογος της δύστυχης αυτής γυναίκας απαγγέλλεται μπροστά σ’ ένα βουβό πρόσωπο-επισκέπτη. Ο Γιάννης Ρίτσος με το μυθολογικό αυτό ποίημα αποδέχεται την ήττα του Ανθρώπου απέναντι στα γηρατειά, τον Χρόνο, τη δόξα, τη ματαιότητα των υλικών πραγμάτων. Η Ελένη είναι μια γριά “εκατό-διακόσω” χρονών, άσχημη, καμπουριασμένη, εγκλωβισμένη σε ιστό αράχνης. Το αρχοντικό της σπίτι κατήντησε μισοερειπωμένο παλάτι για ξεπεσμένους ανθρώπους, μίζερη ανάμνηση για περασμένα μεγαλεία. Η Ελένη έχει ισχυρή μνήμη, θυμάται τα πάντα, στοιχειώνεται από τις θύμησες. Νιώθει την παρουσία των Νεκρών στο σπίτι της. Παραλογίζεται στη μοναξιά της. Παραμελείται και παραγκωνίζεται από τις δούλες της, οι οποίες δρουν ως αρπακτικά των αντικειμένων του σπιτιού της και την κοροϊδεύουν. Η Ελένη δε νοιάζεται για την υλική υπόσταση των πραγμάτων. Υπομένει στωικά το τέρμα της ζωής της, που αφαιρεί από τον υλισμό τη δοθείσα αξία του. Θυμάται τους άντρες που πέρασαν από τη ζωή της: δειλοί, ματαιόδοξοι, τεχνοκράτες της ζωής, κοιλαράδες, καλοφαγάδες, γέροι και σκοτεινοί. Θυμάται και την ίδια ως την πιο θελκτική γυναίκα στην Ελλάδα να παρακολουθεί από τα τείχη της Τροίας τις σφαγές, περήφανη για την ομορφιά της και μοναδική. Ποιο είναι το όφελος; Η Ελένη πεθαίνει μέσα στον ύπνο της, έρημη και μόνη. Και οι δούλες ειδοποιούν την αστυνομία και το ασθενοφόρο, να περισυλλέξουν το πτώμα της.
Αντί Επιλόγου: Σας παραθέτω: έναν θεατρικό μονόλογο της Ελένης του Γιάννη Ρίτσου. Κι όπως πάντα, περιμένω με αγωνία τις σκέψεις και τα σχόλιά σας.
Η ΕΛΕΝΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ:
Ένας μονόλογος από την ποιητική συλλογή Τέταρτη Διάσταση του Γιάννη Ρίτσου. Η ηχογράφηση είναι από παράσταση που πραγματοποιήθηκε στο Θέατρο Βράχων “Μελίνα Μερκούρη” τον Ιούνιο του 2009 από το Θέατρο ΕΠΟΧΗ. Σκηνοθετεί και ερμηνεύει ο Βασίλης Παπαβασιλείου . Η παράσταση τιμήθηκε από την Ένωση Ελλήνων θεατρικών και μουσικών κριτικών με το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας “Κάρολος Κουν”.
==================================================================================
Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα.
Πρόγραμμα παραστάσεων ΚΛΙΚ ΕΔΩ
==================================================================================
ΕΙΔΑΜΕ & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ ΕΔΩ
===========================================================================
Θεατρικά Κουλτουροβραβεία Θεσσαλονίκης [σελίδα ανακοινώσεων] ΕΔΩ
Facebook page ΕΔΩ
==================================================================================
Kάντε like στη σελίδα του Kulturosupa.gr στο facebook και ακολουθήστε μας στο twitter για να βλέπετε πρώτοι όλη την ροή πληροφοριών και να μαθαίνετε όλους τους νέους διαγωνισμούς προσκλήσεων.
Φωτογραφικό υλικό