Γράφει ο Ιωάννης Κυφωνίδης για την Κουλτουρόσουπα.
“Δεν κάνω άσκοπες κριτικές γιατί δεν έχω απωθημένα, δεν τρώω ανθρώπους γιατί δεν είμαι κανίβαλος. Δεν ζηλεύω την πρόοδο γιατί δεν έχω κόμπλεξ. Δημιούργησα ένα μεγάλο έργο «Το σπίτι του ηθοποιού» και ασχολούμαι με αυτό και με πολλά άλλα. Δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ με τις κακίες γιατί αισθάνομαι γεμάτη από την αγάπη σας και από τις χιλιάδες υποχρεώσεις μου.”
Τάδε έφη Άννα Φόνσου σε πρόσφατη ανάρτηση της στα σόσιαλ μίντια.
Ότι λέει πάντως το επιβεβαιώνω, παρά το γεγονός ότι η γνωριμία μας περιορίζεται σε δύο καλησπέρες. Μια όταν το 2011 έκανα το επίσημο ντεμπούτο μου ως ηθοποιός στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και είχε έρθει να παρακολουθήσει την παράσταση της Αθηνάς Παππά «Πεινάει Κανείς?» και ακόμη μια τρία χρόνια αργότερα, και πάλι στο Ίδρυμα, όταν κάναμε πρόβες σε δύο διπλανές αίθουσες, εμείς για το «MEA CULPA» του Κωνσταντίνου Ροδη κι εκείνη για το «Μανώλη…!» του Γιώργου Νεοφύτου.
Τις συστάσεις τότε μας τις έκανε η Νέλλη Γκίνη όταν συμπέσαμε στο χώρο πριν από τις δύο αίθουσες.
Όπως μου την περιέγραψε και η Αθηνά η Παππά, η Φόνσου λειτουργούσε και λειτουργεί πάντα προστατευτικά ως προς τους ηθοποιούς ειδικά τους νεότερους, χωρίς ίχνος έπαρσης και ντιβισμού.
Ενώ και η φίλη ηθοποιός Χριστίνα Θωμαίδου που υπήρξε γειτόνισσα της στην οδό Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι, απέναντι από το σπίτι του εκλιπόντος πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, λέει τα καλύτερα λόγια.
Τελικά την έχω συναντήσει άλλες δύο φορές και πάλι τυχαία, χωρίς ωστόσο να μιλήσουμε. Τη μία κάπου το 2003 στη Θεσσαλονίκη, όταν την πέτυχα να περπατάει στην Τσιμισκή, εντελώς νεανική σχεδόν έφηβη ειδικά στο σώμα, και την άλλη περίπου την ίδια εποχή ή και λίγο νωρίτερα κάποια Κυριακή όταν είχε έρθει στο ραδιόφωνο του ΑΝΤ1 Θεσσαλονίκης, που δεν υπάρχει πια, για να δώσει συνέντευξη στην αείμνηστη Λίτσα Φωκίδου. Εντάξει μου έρχεται ακόμη μια συνάντηση. Καθόμασταν σε απέναντι τραπέζια σε ένα υπέροχο μπαρ ρεστοράν στην Αθήνα, το Σεπτέμβριο του 1990, παραμονές της ψηφοφορίας για τους Ολυμπιακούς του 1996 που εντέλει έχασε η Αθήνα από την Ατλάντα. Ήταν θυμάμαι μελαχρινή ή σκούρα καστανή, από τις σπάνιες φορές, και συνοδευόταν από τον τότε σύζυγο της το συνθέτη Τάκη Μπουγά.

Η αλήθεια είναι ότι, όπως μου έλεγε κι ο πατέρας μου, που έκανε παρέα στα πολύ νιάτα του με την αείμνηστη Άννα Μπράτσου, πολύ καλή φίλη της Φόνσου, ήταν από τότε ένα πολύ καλό και δοτικό κορίτσι, με ενσυναίσθηση, παρά το νεαρό της ηλικίας της και της ανερχόμενης τοτε φήμης της.
Για αυτό τίποτε δε μου κάνει εντύπωση με την προσφορά της μέσω του Σπιτιού του Ηθοποιού κι ούτε αμφισβητώ τα όσα λέει είτε συμφωνούμε, είτε διαφωνούμε. Πάει και τελείωσε. Είναι τέρμα αυθεντική και ειλικρινής. Χωρίς βέβαια να γνωρίζω λεπτομέρειες εάν ποτέ έχει υπερβάλει λόγω ζήλου στα λεγόμενα της και τα πεπραγμένα της.
Πάντως τη γουστάρω και τη χαίρομαι.
Και αγαπώ μια ταινία της πάρα πολύ το “Αυτό το κάτι άλλο” σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου, μουσική Κώστα Κλάββα και χορογραφίες Βαγγέλη Σειληνού.
Όπως και την ερμηνεία της στη “Γλυκειά μου Ίρμα” στο ΚΘΒΕ τη δεκαετία του 2000 επί Βίκτωρα Αρδίττη.
Γειά σου Άννα, ποτέ σου μην πεθάνεις!!!













