.
Από τη στήλη «Στον παλμό των φουαγιέ» της Πίτσας Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα.
Την αφορμή για σκέψεις μου έδωσε η συμμετοχή – έκπληξη δύο καταξιωμένων κυριών του θεάτρου με σπουδαία διαδρομή στο σανίδι, σε τηλεοπτικά σήριαλ καναλιών, χωρίς φυσικά να πρόκειται για μοναδικό γεγονός, ωστόσο τα συγκεκριμένα πρόσωπα, πέρα από καθόλου αναμενόμενα βάσει της πορείας τους, εμφανίζονται θαρρώ για πρώτη φορά στους δέκτες ως τηλεοπτικές ηθοποιοί… μιλώ για την Λυδία Φωτοπούλου στο σήριαλ «Η τούρτα της μαμάς» στην ΕΡΤ για δεύτερη χρονιά και για την Λυδία Κονιόρδου στο φετινό σήριαλ «Η γη της ελιάς» στο MEGA, όπου συμπτωματικά …δύο αξιοσέβαστες «Λυδίες» μετά από άπειρα χιλιόμετρα στο θεατρικό κοντέρ τους, βρέθηκαν αίφνης στα τηλεοπτικά πλατό για ρόλους μιας σειράς ή… «της σειράς» ως καθόλου τυχαίο λογοπαίγνιο.
Δεν παρακολουθώ κανένα από τα δύο σήριαλ, καθώς τα πρώτα επεισόδια με απέτρεψαν και πλέον περιορίζομαι σε ολιγόλεπτη στάση στο ζάπινγκ μεταξύ διαφημίσεων… Η μεν «Τούρτα» των Ρήγα- Αποστόλου με τα χιλιοειπωμένα, παρατραβηγμένα, μουχλιασμένα κλισέ «αστεία» του διδύμου, που πλέον εμπεδώσαμε… μου έκατσε βαριά κι ασήκωτη στο στομάχι με σοβαρά προβλήματα δυσπεψίας, πέραν του τοξικού σακχάρου που χτύπησε ταβάνι, οπότε μετά την πρώτη θέαση έκοψα μαχαίρι τα γλυκά! Ενώ η «Ελιά» ως καθημερινή κλασική σαπουνόπερα με δράματα και βεντέτες, που από περιέργεια έριξα στην αρχή μια ματιά, ουδόλως κατάφερε να κρατήσει το ενδιαφέρον μου με τις γνωστές κοινοτυπίες, νιώθοντας ότι χάνω ανούσια χρόνο που προτίμησα να ξοδέψω κάπου καλύτερα και πάντως για τα συγκεκριμένα δύο σήριαλ δεν θα χαλάλιζα ούτε δεκάλεπτο!

Ωστόσο, χωρίς να γνωρίζω αρχικά ποιοι ηθοποιοί συμμετέχουν στην «Τούρτα», έπεσα μεταξύ των γνωστών και μη εξαιρετέων τηλεοπτικών μαϊντανών, πάνω στην Λ. Φωτοπούλου που ομολογώ τρόμαξα να αναγνωρίσω κάτω από τόνους μακιγιάζ και φανταχτερά μπιχλιμπίδια, αναρωτώμενη με τεράστια έκπληξη «μα είναι σίγουρα αυτή;», όπου βέβαια η φωνή της με βεβαίωσε.. για να ανακαλύψω ότι η σπουδαία ηθοποιός που με μάγεψε ζωντανά στη σκηνή ως «Μάνα κουράγιο», αυτή που ενσάρκωσε τεράστιους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου επί σειρά ετών, τώρα υποδύεται μια γραφική ερωτομανή ως φαιδρή απολιθωμένη καρικατούρα με σαχλές στημένες ατάκες δύο ξεπερασμένων πλέον συγγραφέων, όταν αξιώθηκε να ερμηνεύσει κείμενα κορυφαίων δραματουργών!
Στην περίπτωση της Λ. Κονιόρδου ήξερα ότι θα τη συναντήσω στη σειρά κι ήταν ο βασικός λόγος που στάθηκα από περιέργεια, για να διαπιστώσω ομοίως ότι η καλλιτέχνης που υποκλίθηκα θαυμάζοντάς την ζωντανά στον θεατρικό «Ιεροεξεταστή», η ηθοποιός που ταυτίστηκε με το αρχαίο δράμα έχοντας οργώσει επί χρόνια τα αρχαία θέατρα και τις μεγάλες σκηνές, τώρα υποδύεται έναν ρόλο του συρμού σε κοινή σαπουνόπερα με μηδενικές αξιώσεις, σαν αυτούς που υποδύεται καθημερινά οποιαδήποτε τυχαία άνευ ουδεμιάς περγαμηνής…

Εννοείται φυσικά ότι το χάρισμα του σπουδαίου ταλέντου, όπου κι αν το «ρίξεις», ακόμη και σε σκουπίδια, δεν παύει να λάμπει και είναι γεγονός ότι και οι δυο τους στις μετριότατες σειρές που συμμετέχουν, αφήνουν έντονη προσωπική σφραγίδα με την υποκριτική τους δεινότητα, εμπειρία, άνεση και πώς αλλιώς άλλωστε… μιλάμε για κορυφαίες ηθοποιούς με διαδρομή αξιοθαύμαστη σε ρόλους αξιώσεων! Κι εδώ ακριβώς έγκειται ο προβληματισμός-ένσταση! Διότι προφανώς μια τυχαία τηλεοπτική σειρά και μάλιστα μετριότητα, θα έκανε τα πάντα για να εξασφαλίσει στο καστ της ένα μεγάλο καταξιωμένο όνομα ως «κράχτη», θεωρώντας μέγιστη τιμή τη συμμετοχή του… που όταν επιπλέον το εν λόγω όνομα κουβαλά μια βαριά προίκα αυθεντικής κουλτούρας και ποιότητας, μοιραία αναβαθμίζει την μετριότητα προσφέροντας πολλούς πόντους στο πόνημα και ευελπιστώντας να κερδίσει παράλληλα με το συμβατικό τηλεοπτικό κοινό κι ένα πιο απαιτητικό και ψαγμένο θεατρόφιλων…
Κι ενώ από πλευράς σήριαλ το πράγμα είναι ξεκάθαρο και η προσέγγιση απολύτως κατανοητή, αυτό που μένει να κατανοήσουμε είναι για ποιο λόγο ένα μεγάλο όνομα που έχει καταξιωθεί με σπουδαίες δουλειές στη συνείδηση του θεατρόφιλου κοινού, δέχεται κατόπιν τούτων να συμμετάσχει σε μια μέτρια ή σαχλή τηλεοπτική σειρά, που φυσικά σε σχέση με την προηγούμενη πορεία του μεταφράζεται σε έκπτωση, κοινώς ξεπεσμό! Κι επειδή στην περίπτωση του καταξιωμένου το κίνητρο της αναγνωρισιμότητας προφανώς δεν υφίσταται, εννοείται ότι η σχεδόν αυτονόητη απάντηση αφορά σε οικονομικούς λόγους, του τύπου «ζορίζομαι, τα θέατρα με την πανδημία δεν δούλεψαν, έχω ανάγκες, υποχρεώσεις, χρέη κλπ και πρέπει κάπως να δουλέψω όπου μου προτείνουν»… Σεβαστό βεβαίως για όποιον αντιμετωπίζει πραγματική ανάγκη όπου η άρνηση φαντάζει ανέφικτη πολυτέλεια… ωστόσο η ιστορία έχει αποδείξει δύο πράγματα: ότι αφενός για πολλούς ΔΕΝ ήταν η ανάγκη το κίνητρο αλλά η απληστία για περισσότερο χρήμα χάριν της οποίας θυσίασαν τα πάντα, κι αφετέρου για πολλούς η όποια ανάγκη ΔΕΝ στάθηκε ικανή για μοιραίες εκπτώσεις, επιλέγοντας τη στέρηση προκειμένου να μην ευτελίσουν ιδανικά, αξιοπρέπεια, υστεροφημία, την τέχνη που υπηρέτησαν μια ζωή με αξίες και όραμα… φροντίζοντας συνειδητά να είναι κατάλληλα «θωρακισμένοι» ακριβώς για τη κρίσιμη στιγμή του ΟΧΙ στην έκπτωση, μια στάση ζωής απείρως πιο σεβαστή από τον συμβιβασμό της ανάγκης…

Πιθανόν βέβαια κάποιος-α εξ αυτών και πέραν του οικονομικού ζητήματος που ίσως θελήσει να προσπεράσει ή να καλύψει νιώθοντας άβολα, να ισχυριστεί το γνωστό τσιτάτο ότι δεν υπάρχουν διαχωρισμοί στην τέχνη του ηθοποιού, ότι οφείλει να ασκεί το επάγγελμά του όπου κληθεί, ότι είναι ρατσιστική η απαξίωση των τηλεοπτικών ηθοποιών, ότι η πρόκληση του ρόλου είναι παντού ίδια και λοιπά μπλα μπλα… τα οποία βεβαίως σε ένα βαθμό ισχύουν αντικειμενικά, ωστόσο όταν θέσεις σε οποιονδήποτε ηθοποιό το δίλημμα «θέατρο ή τηλεόραση» ΔΕΝ θα βρεθεί ούτε ένας για δείγμα- ακόμα κι ο πιο φανατικός που έχει καθιερωθεί αποκλειστικά μέσω τηλεόρασης, να την επιλέξει αν έχει ευχέρεια επιλογής! Οι πάντες θα σου απαντήσουν με ένα στόμα- μια φωνή, ότι η τέχνη του ηθοποιού δικαιώνεται ζωντανά στη σκηνή, ότι σαν τη μαγεία του θεάτρου με το ζωντανό κοινό δεν υπάρχει κι ότι καμιά κάμερα δεν μπορεί να την υποκαταστήσει όσο αξιόλογη κι αν είναι η τηλεοπτική ή κινηματογραφική δουλειά… Τα αυτονόητα δηλαδή που αφορούν στο καθαυτό λειτούργημα του ηθοποιού, ενώ η τηλεόραση αφορά στο επάγγελμα με διαφορετική «χρηστική» αποστολή, καθόλου αμελητέα εξάλλου….

Οπότε αν τα παραπάνω λεχθούν από το στόμα παλαίμαχων θεατρικών ηθοποιών που έφαγαν τα νιάτα τους στο σανίδι, θα ακουστούν ως φτηνές «προφάσεις εν αμαρτίαις» γιατί ξέρουν καλύτερα από τον καθένα την ποιοτική διάσταση μεταξύ ενός αμιγώς τηλεοπτικού ηθοποιού με τις ευκολίες, την ασφάλεια και την προχειρότητα του μέσου, και ενός θεατρικού εκτεθειμένου κι απογυμνωμένου επί σκηνής στα μάτια ζωντανών κριτών… όσο κι αν το «επάγγελμα είναι κοινό», η σύγκριση μεταξύ των δύο εκδοχών αποβαίνει μοιραία και το ομολογούν οι ίδιοι! Φυσικά έχουν υπάρξει περιπτώσεις καταξιωμένων θεατρικών (πχ. σαν την Καραμπέτη πρόσφατα) που περιστασιακά έχουν εμφανιστεί για περιορισμένο διάστημα και αυστηρά επιλεκτικά κυρίως σε μεταφορές λογοτεχνικών έργων, χωρίς να προδώσουν τα στάνταρ ποιότητας που υπηρετούν και χωρίς οι εν λόγω ελάχιστες συμμετοχές να τους χρίσουν «τηλεοπτικούς» επουδενί! Ούτε αναφερόμαστε σε νέους ηθοποιούς του θεάτρου που επιλέγουν την τηλεόραση για προφανείς λόγους οικονομικούς και αναγνωρισιμότητας και καλώς πράττουν…
.
Μιλάμε κ. Φωτοπούλου και κ. Κονιόρδου για δυο πασίγνωστες βετεράνες θεατρίνες που ταυτίσαμε με το σπουδαίο θεατρικό ρεπερτόριο και μετά τους μεγάλους ρόλους βλέπουμε να «ξεπουλούν» το ταλέντο τους με σταθερή παρουσία σε τηλεοπτικές ασημαντότητες, προχειρότητες ή σαχλαμάρες, αφήνοντας ανεπίτρεπτη σκιά στην υστεροφημία τους… Εμάς τους θαυμαστές σας, μας θλίβει, εσάς άραγε όχι;;;

Πίτσα Στασινοπούλου
.
.
Φωτογραφικό υλικό