ΝΕΑ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ “Κ” – KAΘΕ 17 ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
Λίγα λόγια για την στήλη:
Σε μια πολιτικοοικονομική συγκυρία που καταποντίζει τον κοινωνικό βίο και την φωνή της προσωπικότητας , σε όλους τους χώρους, πόσο μάλλον στον ιδιόμορφο χώρο της τέχνης και του θεάματος, όπου συμπλέκονται συμφέροντα, με ελεύθερα και μή πνεύματα, φωνές υπ-ανθρώπων, κάθε πάστας, ιδιότητας και ηλικίας αντηχούν στην έρημο του πραγματικού σαν μουγκανίσματα βοοειδών που αναζητούν λίγο χορταράκι. Χωρίς πολλές πλαισιώσεις και με άφθονη μυθοπλασία, ο αρθρογράφος μεταφράζει και μεταφέρει με διάφορα μέσα τα μουγκανίσματα αυτά, για εμάς, επισημαίνοντας πως «κάθε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι εντελώς συμπτωματική και πέραν των προθέσεων του συγγραφέα».
ΜΟΥΓΚΑΝΙΣΜΑ ΠΡΩΤΟ: «Περιμένοντας τον χοντρό»
[Μαρμάρινο παγκάκι σε κάποια κεντρική πλατεία παραθαλάσσιας ευρωπαϊκής πόλης . Μισοσκόταδο. Δεν υπάρχουν φώτα ή αυτοκίνητα. Μόνο ένας απροσδιόριστος μηχανικός βόμβος που ακούγεται από μακριά όπου υπάρχει καπνός, ενώ μυρουδιά καμένου συναντάται πού και πού στην γεμάτη σκόνη και στάχτη ατμόσφαιρα. Πάνω από το παγκάκι, ένας παλιός φανοστάτης από λαξευμένο μπρούντζο για να θυμίζει λυχνοστάτη εποχής, σβηστός, ενώ καλώδια βγαίνουν από το πορτάκι στην βάση του, που με εμφανή προχειροδουλειά συνδέονται σε μια μικρή πετρέλαιογεννήτρια. Ο ΣΝΟΡ, μαυριδερός βρώμικος, απεριποίητος 50άρης που μοιάζει μάλλον για 60άρης από την κακουχία, με τρύπια ρούχα και παπούτσια κοιμάται στο παγκάκι αμέριμνος. Στην τσέπη του σακακιού του ξεχωρίζει ένα μακρόστενο παλιόκουτο χαπιών και τσιγάρα. Ο ΣΝΟΡ, παραμιλάει στον ύπνο του καθώς στριφογυρίζει στο παγκάκι.]
ΣΝΟΡ (κοιμισμένος): Ναι… ναί εκέι… μμμμ… μ’αρέσουν τα καλσόνια… αχ, ναι φέρτο … ροδοκόκκινο … τί ; .. δεν έχει άλλο κρασί… μμμ…. τους έφαγες τους μικρούς.. έλα… φέρτ’το τώρα… έ…έ!… πρόσεχε τα μούσια σου… πού’ν ‘το; .. α!… μμμ… τα ιταλικά είναι το φόρτε σου..
[καθώς ο ΣΝΟΡ κοιμάται, πλησιάζει ευδιάθετος ο ΛΑΡΞ, 50 -60 χρονών, ογκώδης, με παλιομοδίτικο κοστούμι τσακισμένο και τριμμένο αλλά εμφανώς φροντισμένο. Έχει γκριζόασπρη γενειάδα και μαλλιά μακριούτσικα με μια αφέλεια χτενισμένη μπούκλα πάνω απ’ το μέτωπο -θυμίζει λίγο τον Μάρξ με κόμμωση Έλβις. Κρατάει ένα καμένο σκουπόξυλο που το χρησιμοποιεί σαν μπαστούνι. Καθώς μπαίνει μουρμουράει ένα ιταλικό τραγούδι (το Ziki paki ziki pu του Gabrè, και χορεύει και λίγο σαν παλιάτσος του Broadway. – Πλησιάζει το παγκάκι και κοιτάζει τον ΣΝΟΡ. Σοβαρεύει απότομα.]
ΣΝΟΡ (ακόμα κοιμισμένος): ααααα…. καταπληκτικό..
ΛΑΡΞ: …
ΣΝΟΡ: … για χοντρός πολύ ωραία το κάνεις…
ΛΑΡΞ: ….
ΣΝΟΡ: Όχι, ότι έχει σχέση… αλλά (χασμουρητό) .. λέω..
[ ο ΛΑΡΞ που κοντοστεκόταν τόση ώρα, πλησιάζει την γεννήτρια και βγάζει από την τσέπη του ένα μπουκάλι που εμπεριέχει ένα διαφανές υγρό. Το μπουκάλι μοιάζει να περιέχει μέσα του, εκτός από το υγρό, ένα μικρό ανθρωπάκι. Το ανθρωπάκι μοιάζει στον ΛΑΡΞ, σαφώς νεότερο και φωνάζει για βοήθεια επί ματαίω. Ο ΛΑΡΞ ρίχνει λίγο από το υγρό στην γεννήτρια και πίνει λίγο από το υγρό. Έπειτα την βάζει μπροστά χειροκίνητα. Η γεννήτρια κάνει τον γνωστό φασαριόζικο ήχο που θυμίζει λούνα πάρκ και ο φανοστάτης ανάβει φεγγοβολώντας στο σκοτάδι, με τρόπο που δημιουργείται μια μπάλα που εμπεριέχει το παγκάκι, τον φανοστάτη τους δύο αλλόκοτους τύπους. –Με το που ξεκινάει η φασαρία, ο ΣΝΟΡ αναμοχλεύεται αλλά δεν ξυπνάει, παρά καλύπτει το κεφάλι του με τα χέρια, ενώ κουλουριάζεται σαν γάτα. Ο ΛΑΡΞ τότε θυμωμένα ξαναπίνει μια γουλιά από το υγρό, αλλά αυτήν την φορά το φτύνει ηχηρά πάνω στην γεννήτρια και αυτή μουγκρίζει και εκτοξεύει ένα στιγμιαίο νέφος φλογών που ξυπνά και καψαλίζει τον ΣΝΟΡ]
ΣΝΟΡ (που πετάγεται): Γου-γίίίί!! Μανούλα μου! Δεν πείραξα το ταψί!
ΛΑΡΞ (που κάθεται αμέριμνος στο παγκάκι): Α! ξυπνήσατε;
ΣΝΟΡ (αποπροσανατολισμένος): Ε.. Προς τα πού έπεσε;
ΛΑΡΞ: Ποιός;
ΣΝΟΡ: Η βόμβα!
ΛΑΡΞ: Δεν έπεσε καμιά βόμβα!
ΣΝΟΡ: Μα θα ορκιζόμουν πως… μου ’ρθε ο ουρανός στο κεφάλι!
ΛΑΡΞ: Έλα Αστερίξ (και του δίνει το μπουκάλι. Το ανθρωπάκι στην ετικέτα κάνει νοήματα στον ΣΝΟΡ «όχι, όχι»)
ΣΝΟΡ: Ευχαριστώ.
[Ο ΣΝΟΡ βγάζει ένα χάπι και το καταπίνει με μια γουλιά ποτό. Έπειτα το αφήνει στο πλακόστρωτο και ανάβει ένα τσιγάρο. Προτείνει το πακέτο στον ΛΑΡΞ]
ΛΑΡΞ: Όχι ευχαριστώ, μόνο στριφτά.
ΣΝΟΡ (κοντοστέκεται μιά στιγμή)… Ά , ναι… ξέχασα.. Εσύ είσαι.. Στην πόζα πάντα κάθεσαι αριστερά.
ΛΑΡΞ: Μπαρδόν;
ΣΝΟΡ: Όχι, τίποτα… Για πέ ρε, πώς πάει το κομπαρσιλίκι;
ΛΑΡΞ (που αναψοκοκκινίζει): Διευθυντής σου είπα ότι είμαι , ΔΙ-ΕΥ-ΘΥ-ΝΤΗΣ, κατάλαβες;;;;
ΣΝΟΡ: Έ, καλά εδώ που τα λέμε το ίδιο είναι ..
ΛΑΡΞ: Καθόλου το ίδιο! Είμαι επιφορτισμένος με την καθαρή εκπομπή και διατήρηση των πολιτικών προτύπων και την διαφύλαξη των εσωτερικών προτάσεων αυτοδιάθεσης του συνδικαλιστικού κλάδου των…
ΣΝΟΡ (που τον διακόπτει): Ναι, ναι, ναι … πωωωω, έχω έναν πονοκέφαλο… και μια πείνα , άλλο πράμα, δε θα το πιστέψεις αλλά τώρα δα με το που ξύπνησα, νιώθω πως έχω στο στόμα μου την γεύση από καλτσόνε!
ΛΑΡΞ (έκπληκτος από την τελευταία λέξη): Καλτσόνε;
ΣΝΟΡ: Ναί, αυτό το μακρουλό που έχει μέσα πουτάνα όλα τα υλικά και είναι και Ιταλικό .
ΛΑΡΞ: Πφφφ, Ιταλικό, αυτά είναι μεγαλοπιάσματα, ο λαός πεινάει.
ΣΝΟΡ: Το καλτσόνε είναι κλειστή πίτσα, που είναι φαγητό του λαού, μόνο σε Χριστουγεννιάτικη έκδοση .
ΛΑΡΞ (κοιτώντας απότομα εδώ κι εκεί και έπειτα ψιθυρίζοντας):Τρελάθηκες, θέλεις να μας πάρει κανένα αφτί;
ΣΝΟΡ: Που; Μες την μαύρη ερημιά; Όλοι φορτίζουν τέτοια ώρα!
ΛΑΡΞ: Σσσστ, είπα! Αφού το ξέρεις πάνε πια αυτές οι γιορτές και οι αναχρονισμοί, τώρα γιορτάζουμε μόνο την τελεία.
ΣΝΟΡ: πφφφφφ! Τελεία σπουδαίο όνομα βρήκε το κόμμα.
ΛΑΡΞ: Σημαίνει πως μετά από αυτό δεν υπάρχει κάτι άλλο.
ΣΝΟΡ: Πώς δεν υπάρχει; Υπάρχει και η παύλα. Μη σου πώ πως η τελεία θα γίνει άνω τελεία και μετά θα εξοβελιστεί.
ΛΑΡΞ: Ξέρεις και στίξη βλέπω…
ΣΝΟΡ: Τί νόμιζες; Μόνο αυτοί που είναι γραμμένοι στο κόμμα μαζί με άλλους δύο ανθυποκομπάρσους σ΄ένα κολοτεύτερο ξέρουν;
ΛΑΡΞ: Γιά ακου να σου πώ..
ΣΝΟΡ: Τί; Τί; τί; Μ΄απειλείς ; μήπως θα μ΄απολύσεις και ΄μένα την μέρα του γάμου μου;
ΛΑΡΞ: Μπορεί να σου κόψω την καλημερα…
ΣΝΟΡ: Στ΄@ρχίδια μας.
ΛΑΡΞ: Και την καληνύχτα (και δείχνει το μπουκάλι, όπου ο ανθρωπάκος έχει καθίσει χάμω και παρακολουθεί με βαριεστημένο ενδιαφέρον την συζήτηση)
ΣΝΟΡ (Αλλάζοντας θέμα): Λοιπόν, τίίίίί… νέα έχουμε από το μεγάλο οντιτόριο; Θα παίξετε τίποτα καλό;
ΛΑΡΞ: Ασφαλώς! Με έμφαση στην φθοροποιό επίδραση του φιλοπρατριδοκάπηλου καζαντζακικού ήρωα, θα δείξουμε την βλακεία της θυσίας για το σύνολο, όταν το σύνολο δεν το έχει ανάγκη και θα μαδάμε όλοι μαζί μαργαρίτες στο λυκόφως, ενώ εγώ και σύ -οι σκηνικές μας εκδοχές δηλαδή- θα πίνουν και θα ευχαριστιούνται, λέγοντας θέλουμε και άλλο ΝΑΙ στα ρώσικα!
ΣΝΟΡ: Μάλιστα… καταπληκτικά… Βόλεψες πολλά φιλαράκια δηλαδή!
ΛΑΡΞ: Εγώ; Άκου να σου πώ! Εγώ ποτέ δεν έκανα τέτοιες καταχρήσεις και πάντα προσέφερα τα μέγιστα με ήθος, όσο και αν αυτό έστρωνε με μαύρα πέπλα τον οίκο των οικείων μου.
ΣΝΟΡ: Ναι, σιγά εσύ, Ερμιόνη μην κλάψουμε..
[Ένας εκκωφαντικός μηχανικός ήχος διακόπτει την σκηνή]
ΛΑΡΞ (Φωνάζοντας για να ακουστεί):Θα αλλάζει η βάρδια.
ΣΝΟΡ: φφφφ
ΛΑΡΞ: Τί;
ΣΝΟΡ: Φ, λέω!
ΛΑΡΞ: Έ; Τί λές δεν ακούω!
ΣΝΟΡ: Αναρωτιέμαι λέω, που θα γίνει ο επόμενος βομβαρδισμός.
ΛΑΡΞ: Έ, ή πάνω ή κάτω.
ΣΝΟΡ: Εδώ με τίποτα έ;
ΛΑΡΞ: Φρόντισε ο μικρός για αυτό!
ΣΝΟΡ: Ναί, τα βρήκε με τον Χοντρό. Εμείς τί κάνουμε!
ΛΑΡΞ: Ε, τί κάνουμε! Μιά χαρά είμαστε, έλα να δείς κανά έργο με ένα τάληρο.
ΣΝΟΡ: Τί λε ρε;
ΛΑΡΞ: Πρέπει να αυξήσεις το επίπεδό σου αν θέλεις να ανήκεις στο νεό κίνημα της Τ.Ε.Λ.Ε.Ι.Α.Σ. (Τελείως Εξοργιστική Επανίδρυση Ιδιοπαθούς Ανικανότητας Συντονισμού). Είναι κίνηση διανομής γνώσης και παιδείας.
ΣΝΟΡ: Δεν διανέμετε καμιά μπριζόλα λέω γω;
ΛΑΡΞ: Καλά τη σύνταξη τί την κάνεις; Και τα επιδόματα;
ΣΝΟΡ: Πάει! Την έκοψαν τελείως, την αποθέσμισαν» , ας είν΄ καλά το κωλόπαιδό σου. Όσο για τα επιδόματα, πάνε και αυτά, γιατί με μπουζούριασαν τις προάλλες που πουλούσα κάτι κινητά και μου ξαναδώσανε την υπηκοότητα -που να πάρει- καρφώθηκα, λέει, γιατί πουλούσα κινέζικα και όχι μάρκες.
ΛΑΡΞ: Να σου γίνει μάθημα. Οι εχθροί του λαού δεν έχουν θέση στην ανεκτική μας κοινωνία.
ΣΝΟΡ: Χάζεψες; Για κινέζικα προϊόντα μιλάμε! Άκου εχθρός του λαού! Ξέρεις τι είναι τα κινέζικα κύριε της Τ.Ε.Λ.Ε.Ι.Α.Σ. ;
ΛΑΡΞ: Καταστροφείς της αγοράς μας, τί άλλο;
ΣΝΟΡ: Όχι! Είναι ο Κουμμουνισμός, ηλίθιε!
ΛΑΡΞ: Αυτή η λανθάνουσα επιθετικότητα που έχεις δεν θα αλλάξει τίποτα στις θέσεις μας με το που σταματήσει αυτή η γεννήτρια, οπότε καλύτερα άσε τις κούφιες προσβολές προς το άτεγκτα άθικτο κύρος μου και λέγε τί εννοείς.
ΣΝΟΡ: Άτεχτο και άθιρτο κύρος-φύρος λέει, τώρα θα δείς… (πιάνει το μπουκάλι από το λαιμό και το σηκώνει πάνω από το κεφάλι του έτοιμος να χτυπήσει τον ΛΑΡΞ. Το ανθρωπάκι στο μπουκάλι μαζεύεται στο τοίχωμα της φιάλης και βάζει το χέρι του πάνω στο πρόσωπό του. Ο ΛΑΡΞ ατάραχος τον κρατά σε απόσταση με το καμένο σκουπόξυλο και βγάζει ένα remotecontrol όπου πατάει ένα κόμβιο, μία φορά. Η σκηνή γεμίζει κόκκινα φώτα και ένας προειδοποιητικός ήχος ακούγεται.)
ΛΑΡΞ: Α-τ, τα,τα,τα,τα! Ακίνητος! Θα σε κάνω ντά! Ξέχασες πως με αυτό το σκουπόξυλο καθάρισα όλο το οντιτόριουμ από διάφορους ανήσυχους σαν κι εσένα; Ένα πάτημα ακόμα εδώ και σ’ έκαψα και σ’ όλα τα υπόλοιπα παγκάκια! Δεν θα ’χεις τρυπίτσα να χωθείς.
ΣΝΟΡ: (βαριανασαίνει) ε,ε,ε,ε…
ΛΑΡΞ: χαρ, χαρ
ΣΝΟΡ: (Ησυχάζει και αφήνει το μπουκάλι, το ανθρωπάκι ξεφυσά ανακουφισμένο) Έλεγα…
ΛΑΡΞ: Κάτι για τα κινέζικα (και πατάει πάλι ένα κουμπί και τα φώτα και ο ήχος εξαφανίζονται)
ΣΝΟΡ: Ναι.. Να, αν λάβεις υπόψιν τις τιμές των προϊόντων, η καπιταλιστική, πια, Κίνα, παίρνει εκδίκηση για το φάντασμα του κουμμουνισμού, εξάγοντας φτηνή εκδημοκρατισμένη τεχνολογία. Έτσι έχουν όλοι αχλαδόφωνα.
ΛΑΡΞ: Ανοησίες! Στην Δύση έχουμε τους παράτυπους μετανάστες για να διανέμουν την τεχνολογία φτηνά.
ΣΝΟΡ: Τί μιλάς κι εσύ, που λιανίζεις την αγορά με το τάληρό σου, τη στιγμή που ούτως ή άλλως παίρνεις φιάλες από την καθημερινή αφαίμαξη του κοπαδιού.
ΛΑΡΞ: Προσφέρω και προσφέρουμε, πιο σωστά, πολιτισμό.
ΣΝΟΡ: Ναι, το είδα. Έτριζαν τα κόκκαλα του Λένιν όταν είδε την επανάστασή του να πλανάται με γιγαντοαφίσες τύπου αμερικάνος άγνωστος στρατιώτης, έξω από το κτίριο με την κορώνα.
ΛΑΡΞ: Μια ατυχής σύνδεση. Ή ίσως, να είναι μια αναπαράσταση της κατάληψης των ανακτόρων από τον φτωχοπενή λαό που χωρίς ηρωισμό άλλα με λογική διεκδίκησε το δικαίωμα του στο ψωμί.
ΣΝΟΡ: Και αυτοί που τους παίρνεις το ψωμί με το τάληρο σου;
ΛΑΡΞ: Ανεύθυνοι, εθνοκράτες, καπιταλιστές, ιδιώτες. Το κεφάλαιο να πληρώσει.
ΣΝΟΡ: Ποιό κεφάλαιο ; Φτωχομπηνέδες ρομαντικοι είναι αυτοί που τους πίνεις το αίμα για να κάθεσαι στον θρόνο σου! Που είναι η έγνοια σου για το φαγί του λαού;
ΛΑΡΞ: Πρέπει κι εμείς να φάμε! Άλλωστε, αν είχαν τ΄@ρχι.. εεε, συγχώρεσέ με, ο συχνωτισμός μαζί σου βλέπεις… Αν είχαν… τα κότσια, ναι, τα κότσια, θα έφερναν την ανατροπή.
ΣΝΟΡ: Πρώτη φορά σου λέει… Λές και ήμασταν Άγγλοι και οδηγούσαμε από τα δεξιά… Αλλά δεν θα έρθει ο Χοντρός; Θα έρθει και τότε..
ΛΑΡΞ (γελώντας): Χα χα! Μα δεν το κατάλαβες ακόμα; Ήρθε ήδη! Και πέρασε!! Ήρθε! Χα χα! Και πέρασε! Δεν τον κατάλαβες κάν! Χαρ, χαρ ήρθε!!!…. Σε έγλυψε με τη γλώσσα του… σε σάλιωσε… χαρ, χαρ! Σας κατούρησε!!! Χαχαχα! Ήρθε, ήρθε!!!! Και πέρασε!! Και σύ ακόμα περιμένεις!! Ήρθε!! Χοντρός είναι, όχι κοντός! Χα χα, ήρθε! Και πέρασε!!! Χαρ, χαρ
[Κατά τη διάρκεια της τελευταίας φράσης του, που μπορεί να συνεχίζει μέχρι το τέλος, ο ΣΝΟΡ πάει να φωνάξει, αλλά ο ΛΑΡΞ πατάει ένα κουμπί και του κόβεται η φωνή. Εκείνος προσπαθεί απεγνωσμένα να φωνάξει. Το ανθρωπάκι στο μπουκάλι πανικοβάλλεται γιατί φοβάται μην σπάσει κατά λάθος την φιάλη ο ΣΝΟΡ που τρέχει πέρα δώθε μέσα στην σφαίρα φωτός ενώ καταλαβαίνει ότι βρίσκεται μέσα σε μία γυάλα τελικά. Την ίδια στιγμή η σκηνή γύρω από την γυάλα πλημυρίζει με αναρίθμητες σειρές από μηχανικές κούκλες με ρόζ φορεματάκια και διαφόρων χρωμάτων μαλλιά. Τα μάτια τους είναι σαν τις παλιές παιδικές κούκλες ενώ παρότι ντυμένες σε κάποια σημεία φαίνεται ότι έχουν μηχανικά μέρη (ένα χέρι ή ένα πόδι ή από κάπου στο σώμα τους προεξέχουν καλώδια) . Οι κούκλες περπατούν ρομποτικά και φτάνουν μέχρι το κοινό όπου παραταγμένες σε σειρές, χτυπούν τα χεράκια τους και αναφωνούν με τις ψεύτικές φωνούλες τους μά-μά που όμως λόγο του μεγάλου αριθμού τους και της ασύγχρονης εκκίνησης της λέξης ακούγεται σαν μαμ-μαμ που επαναλαμβάνεται πολλές φορές. Ο ΛΑΡΞ εν τώ μεταξύ απομακρύνεται από την σκηνή ενώ η φωνή του συνεχίζει ακόμα να επαναλαμβάνει, καθώς χάνεται, τα παραπάνω με εμφατική κακία. Ξαφνικά ακούγεται η γεννήτρια που «ξεροβήχει» καθώς τελειώνει το καύσιμό της. Ο ΣΝΟΡ τρέχει να την γεμίσει με το μπουκάλι αλλά πριν προλάβει εξαφανίζεται η σιλουέτα του σε ένα νέφος από παράσιτα τηλεόρασης («χιόνια»), το μπουκάλι πέφτει κάτω και σπάει. Από μέσα βγαίνει μια γλοιώδης σαλαμάνδρα που σέρνεται στο πλακόστρωτο. Εν τω μεταξύ, η γεννήτρια σβήνει, με αποτέλεσμα να σταματήσουν και οι κούκλες να κινούνται και να μιλούν και να σβήσει ο φανοστάτης. Τελικά, αρχίζει και χιονίζει μέσα στην γυάλα όπου σέρνεται πια μονάχα η σαλαμάνδρα μέσα στο ημίφως που χάνεται σιγά σιγά, ενώ ακούγεται από μακριά η φωνή του ΛΑΡΞ σαν από παλιά ηχογράφηση, ή σα να ακούγεται από χωνί τσίρκου, να τραγουδά το Ziki paki ziki pu]
FIN
Ziki paki ziki pu
.
Φωτογραφικό υλικό