Άρθρο του θεατρικού συγγραφέα Αντώνη Τσιπιανίτη, αποκλειστικά για την Κουλτουρόσουπα.
Προχθές, στην Πατησίων, καθώς περνούσε δίπλα μου μια παρέα εφήβων, ακούω έναν να λέει: ‘Είπα του πατέρα μου να μου δώσει χρήματα να πάρω τα καινούργια (μια μάρκα αθλητικών) και μου έβαλε τις φωνές: ‘Τώρα που θα πέσει πείνα, τα παπούτσια σου θα φάμε; Δεν είναι καιρός για έξοδα, να βολευτείς με αυτά που έχεις!’.
‘Τα ίδια μου είπε κι ο δικός μου..’ πρόσθεσε ένας άλλος από την παρέα.
Ήταν απλώς μια συζήτηση εφήβων αλλά πολύ ενδεικτική του ‘κλίματος’ που επικρατεί αυτή τη στιγμή στην Αθήνα (κι υποθέτω σχεδόν παντού στην Ελλάδα).
Ο ιός της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας έχει προσβάλλει την πλειοψηφία του πληθυσμού, ειδικά μετά το τελευταίο διάγγελμα του πρωθυπουργού.
Η αγορά έχει ακινητοποιηθεί. Ελάχιστοι ψωνίζουν κάτι που δεν είναι άμεσης ανάγκης.
Μια βόλτα στην Ερμού -τον πιο εμπορικό πεζόδρομο του κέντρου της πόλης- κάνει και τον πλέον ανυποψίαστο να αντιληφθεί ότι κάτι αρνητικό είναι σε εξέλιξη: κόσμος πάει κι έρχεται μεν αλλά χωρίς να κρατάει οποιαδήποτε τσάντα από αγορά. Όλοι με ένα καφέ στο χέρι, κάνουν απλώς τη βόλτα τους. Ελάχιστους βλέπεις να κρατάνε κάτι, κι αυτό είναι συνήθως κάτι μικρό, το πιθανότερο για δωράκι.
Μέσα στα μαγαζιά, ψυχή. Οι υπάλληλοι σκουπίζουν και ξανασκουπίζουν, καθαρίζουν και ξανακαθαρίζουν τα τζάμια, βγαίνουν έξω και μιλάνε με τους συναδέλφους τους των άλλων μαγαζιών, κάνουν ένα τσιγάρο, μετά άλλο ένα…
.
.
Στους λιγότερο κεντρικούς δρόμους, τα άδεια καταστήματα πληθαίνουν και η ερημιά σε αποτρέπει από τα κοιτάξεις έστω και τι έχουν στη βιτρίνα τα λιγοστά εναπομείναντα σε λειτουργία καταστήματα.
Η αγορά βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση εδώ και αρκετό καιρό-το αναμενόμενο λοκντάουν είχε ‘παγώσει’ την καταναλωτική δραστηριότητα, πλην των καταστημάτων εστίασης που ήταν γεμάτα.
Μετά την ανακοίνωση των νέων μέτρων, πάει και η εστίαση.
Το κλείσιμό της θα συμπαρασύρει κι όλη την εναπομείνασα ανοικτή αγορά σε πλήρη μαρασμό.
Διότι αν δεν μπορείς μετά τα ψώνια (ρούχων, παπουτσιών, αξεσουάρ κλπ) να καθίσεις με τους φίλους, τις φίλες για καφέ ή για φαγητό, χάνεις τη διάθεση για οποιαδήποτε έξοδο στα μαγαζιά.
Στην τελική όλοι έχουμε περίσσευμα ρούχων, παπουτσιών κλπ, πιο πολύ για ψυχολογικούς λόγους ψωνίζουμε παρά από ανάγκη πραγματική, επειδή δηλαδή δεν έχουμε να ντυθούμε.
Και το ερώτημα είναι, πως θα μπορέσει να σταθεί το κράτος μας απέναντι στις υποχρεώσεις και τις δαπάνες του αν στερηθεί τα έσοδα από τις επιχειρήσεις που κλείνει, που εδώ που τα λέμε ήταν και από τις λίγες πια που έφερναν έσοδα στο κράτος.
Θα δανειστεί από το εξωτερικό; Γνωρίζουμε τι περιμένει όποιον βρίσκουν οι Αγορές σε ανάγκη…
Θα πάρει από την Ευρώπη; Μα τα κονδύλια του μηχανισμού στήριξης μετατέθηκαν να εκταμιευθούν στο δεύτερο εξάμηνο του ’21, κι αν…
Απορείτε βέβαια που ένας συγγραφέας και δη θεατρικός, αντί να σας μιλάει για το θέατρο, σας μιλάει για το εμπόριο και την οικονομική δραστηριότητα.
Μα είναι όλα αλληλένδετα αγαπητοί μου, ένας κλάδος να καταρρεύσει υφίστανται όλοι τις συνέπειες, πόσω μάλλον όταν δεν είναι ένας πια…
Έρχομαι όμως και στο θέατρο. Την Κυριακή 1η Νοεμβρίου 2020 ήταν η τελευταία μέρα παραστάσεων στην Αθήνα. Θα ξανανοίξουμε ….κάπου στο Δεκέμβριο λένε.
.
.
Η απόφαση, όπως θα γνωρίζετε, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στον θεατρικό χώρο καθώς ήμασταν από τους ελάχιστους χώρους που τα μέτρα υγειονομικής ασφάλειας ετηρούντο με θρησκευτική ευλάβεια: Τι απολυμάνσεις κάθε τρεις και λίγο, τι μάσκες το προσωπικό και οι θεατές, τι αυστηρή τήρηση των αποστάσεων, τι θερμομετρήσεις κι απολυμαντικά, τι η αστυνομία να έρχεται (και πολύ καλά έκανε) και να ελέγχει την τήρηση των μέτρων…(είχε και τα τυχερά της αυτή η πρακτική καθώς ένα καλό παλικάρι της αστυνομίας γνωρίστηκε με μια νεαρή υπάλληλο, σε ένα από τα θέατρα που παίζαμε το καλοκαίρι, και κάτι ωραίο ξεκίνησε…)
Κι όμως, παρόλα αυτά, θεωρηθήκαμε εστία μετάδοσης του ιού…
Την ίδια στιγμή, στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ο κόσμος ‘παστώνεται’, αγκαλιάζεται, θωπεύεται (ναι, μιλάμε για σκηνές πολύ …αισθησιακές σε κάποιες περιπτώσεις, που δεν είναι και πάντα δυσάρεστες…).
Στα καταστήματα ρούχων, οι ελάχιστοι πελάτες μπορούν να πιάσουν όποιο ρούχο τους ενδιαφέρει, να το δοκιμάσουν κανονικότατα (κάθιδροι τα δοκίμαζαν το καλοκαίρι, μου είχε τύχει να δω έναν νεαρό που είχε βάλει μπλουζάκι μικρότερου μεγέθους και δεν μπορούσε να το βγάλει, και το τράβαγε ο φίλος του και καθώς έβγαινε σάρωνε κι όλο τον ιδρώτα στο σώμα του, και μετά η υπάλληλος το πήρε, το δίπλωσε κανονικά χωρίς καμία απολύμανση, και το επανατοποθέτησε στο ράφι…).
.
Θα μπορούσα να αναφέρω άπειρα ανάλογα παραδείγματα αλλά τι να σας τα λέω, τα γνωρίζετε, σίγουρα τα έχετε διαπιστώσει κι εσείς.
Η Κυριακή λοιπόν ήταν η τελευταία μέρα λειτουργίας των θεάτρων.
Λέω ας πάω στη δική μου παράσταση, την «Πόρνη από πάνω», με την Κατερίνα Διδασκάλου, ως ψυχολογική συμπαράσταση σε μια μέρα φορτισμένη από συγκίνηση.
.
Παίζαμε στο Αιγάλεω, καθώς συνεχίζαμε την περιοδεία που είχαμε ξεκινήσει το καλοκαίρι.
Κι έτσι καθώς στάθηκα βρε παιδιά σε μιαν άκρη κι έβλεπα τον κόσμο που προσερχόταν να δει την παράσταση -το γέμισαν το θέατρο, στο 30% που επιτρεπόταν- ένιωσα ξαφνικά να βουρκώνω από την ευγνωμοσύνη που ένιωσα γι αυτούς τους ανθρώπους, όχι μόνο επειδή αψήφησαν όλη αυτή την κατασυκοφάντηση του θεάτρου αλλά κι επειδή ξόδεψαν χρήματα για το θέατρο σε μια περίοδο τόσης ανασφάλειας για το μέλλον.
Τους κοιτούσα, τους παρατηρούσα, όλους αυτούς τους αγαπημένους (κι ας μου ήταν άγνωστοι) θεατρόφιλους, που προσέρχονταν σαν πιστοί στην τελευταία λειτουργία ενός ναού, κι ήθελα να τους αγκαλιάσω, να τους φιλήσω, να τους πω ‘ευχαριστώ, ευχαριστώ!’.
Μπήκα μετά στην αίθουσα, λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει η παράσταση, και παρατηρούσα όλα αυτά τα κεφαλάκια των ανθρώπων που ανήκουν στο καλύτερο κομμάτι της κοινωνίας μας, να κάθονται ήρεμοι, με τις μάσκες τους, να μην ενοχλεί κανείς κανέναν, να σέβονται τους κανονισμούς.
Ωραίοι άνθρωποι, αγαπημένοι θεατές… πόσο θα μας λείψετε!
Τι θα γίνει από εδώ και πέρα;
Προσωπικά, αν και γενικά αισιόδοξος, ανησυχώ για τα χειρότερα και μάλιστα για χειρότερα που δεν έχουμε ξαναδεί.
Η καραντίνα αυτή, δεν έχει σχέση με εκείνη της άνοιξης.
Τότε υπήρχε ελπίδα-θα ερχόταν το καλοκαίρι, κι αυτό ‘ζέσταινε’ το μέσα μας, μας έδινε ελπίδα κι αισιοδοξία.
Έπειτα προσδοκούσαμε πως ο τουρισμός θα έφερνε έσοδα και σε πολίτες και στο κράτος και κάπως θα συμμαζευόταν η κατάσταση.
Σήμερα, ένας πολύ μεγάλο μέρος των πολιτών, βρίσκεται με άδειες τσέπες μπροστά στο χειμώνα που προβλέπεται εξαιρετικά ‘βαρύς’.
Για όλους. Διότι σύντομα η κρίση θα ‘χτυπήσει’ κι εκείνους που σήμερα έχουν ένα σταθερό έσοδο από σύνταξη ή μισθό του Δημοσίου- ως πότε θα μπορεί το κράτος, με άδεια ταμεία, να συνεχίσει να καταβάλλει τα ίδια ποσά με σήμερα;…
Προς το παρόν, εκείνοι που έμειναν χωρίς δουλειά -είτε ήταν εργαζόμενοι, είτε εργοδότες- αγωνιούν πως θα ταϊσουν τα παιδιά τους, πως θα πληρώσουν το ρεύμα να μην τους το κόψουν, πως θα πληρώσουν το ενοίκιο ή το στεγαστικό δάνειο για να μη μείνουν στο δρόμο.
Φόβος, αγωνία, απόγνωση καλύπτουν σιγά σιγά σαν μαύρο σύννεφο την πόλη. Όλους μας.
Αχ το βάρυνα πολύ το κλίμα και δεν μου πάει, γιατί πάντα κοιτάζω προς τη φωτεινή μεριά της ζωής. Ό,τι και να γίνεται, αναζητώ πάντα τη χαραμάδα και προσπαθώ να την ανοίξω να μπει περισσότερο φως.
Δε γίνεται, κάπου θα υπάρχει μια χαραμάδα και σε αυτό που ζούμε.
.
.
Γυρίζω γύρω γύρω το βλέμμα και την αναζητώ. Και την αναζητώ… και την αναζητώ… Κάπου θα υπάρχει. Σίγουρα θα υπάρχει, απλώς δεν την έχω εντοπίσει ακόμη. Αν την βρείτε πριν από εμένα, παρακαλώ στείλτε ένα μήνυμα εδώ, στη φιλόξενη Κουλτουρόσουπα.
Όσο για το θέατρο, χιλιάδες χρόνια υπάρχει, θα συνεχίσει και μετά από την τωρινή καταιγίδα, και οι ηθοποιοί θα ξανανέβουν στις σκηνές, τα φώτα θα ανάψουν ξανά, οι θεατές θα ξαναγεμίσουν τις αίθουσες! Κι ίσως να γίνει και πιο σύντομα από όσο αυτή τη στιγμή μπορούμε να φανταστούμε-α! να μια χαραμάδα.
Και μόνο που μιλάς για το Θέατρο μπαίνει φως στη ζωή των ανθρώπων!
Έστω κι από μια χαραμάδα. Αλλά είναι Φως!
Φωτογραφικό υλικό