Ένας άγγελος στο φουρό σου. Για το Αγόρι στο Σπίτι. Από τη θεατρική στήλη «Σωφέρ» της Ζωής Ταυλαρίδου.
Κάθομαι με κλειστά τα μάτια. Μου αρέσει πολύ η ζεστασιά που αποπνέει το σώμα σου. Έτσι γυμνό που είναι, θέλω να το φροντίσω. Με την ανάσα μου το ζεσταίνω. Σε πάχνη έχει μετουσιωθεί το σπίτι μας. Όταν ανοίγεις τη βαριά σιδερένια πόρτα, μετατρέπεις όλη την κοινωνία σε κοινωνούς του ανεκπλήρωτου. Βαρυθυμία στο κατώφλι, κι εγώ τα 3/4 του θλιμμένου σου σύμπαντος. Εισέρχομαι και πάλι τελευταίος, σαν ακόλουθος σε μια πομπή. Την πομπή του αίματός σου. Δάκρυα…
Τα δωμάτια ανοιγοκλείνουν σαν θεριά, και οι ήχοι των θυρών που εφάπτονται με τις σχισμές των δοκαριών είναι τραχιοί. Με κόβουν σαν μαχαίρια. Θορύβους ακούω, και σε βλέπω, έτσι εύθραυστη, να περιφέρεσαι στις σιωπές και στους ψιθύρους σου, σαν να φοβάσαι να ακουστείς στους Κάτω. Αιωρείσαι ανάμεσα σε Ζενίθ και Ναδίρ. Με τον Έρωτα δε θα μπορέσεις να ευθυγραμμίσεις τις τελείες όμορφα. Μόνο μια γέφυρα μπορείς να φτιάξεις. Μια γέφυρα μόνο είναι δυνατόν να ενώσει δύο καρδιές. Ακόμη και το χνώτο μου να κάνω ανεμοστρόβιλο γύρω από το φουρό σου, δε θα μπορέσει αυτό ποτέ να ανατριχιάσει την ακοή σου. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, πώς μπορεί η ανάσα μου να σε θερμαίνει, έστω και ασθμαίνουσα. Κι έτσι, τόσο προκλητικά να περιφέρεσαι γυμνή σε αυτό το άδειο και καταραμένο σπίτι με τη θηλιά στο χέρι. Αυτό το αστέρι αποσυντόνισε τη λογική μου κι απομάκρυνε το βλέμμα μου, σαν ένα φως που ενώνει τον Παράδεισο με την Κόλαση, χαρακτηριστική της γης και των υπόγειων ρεμάτων, όπου κατρακυλούν βογγώντας τα πάθη και οι αμαρτίες. Αλήθεια, πόσο αμαρτάνουν όσοι ερωτεύονται, όσοι γεύονται έναν Παράδεισο και μιαν Κόλαση μαζί; Ο Έρωτας, σε πληροφορώ, είναι η απόλυτη ολοκλήρωση ενός χαώδους σύμπαντος, το αγκάλιασμα των μαύρων τρυπών, η αντίσταση στον δυισμό της Ζωής. Ο Έρωτας σφίγγει σφιχτά τους ορίζοντές μας και τους κάνει κόμπο. Κι εγώ υπνωτισμένος ακολουθώ το φουρό του φορέματός σου και χαιδεύω με έκσταση τις πτυχές του, μυρίζοντας την υγρή μυρωδιά του χώματος στα δώματα της άλλοτε κοινής μας φωλιάς. Μη με φωνάζεις να μείνω πίσω. Ο Έρωτάς μας με καλεί, έστω και σε διαφορετικούς τόπους και με διαφορετικό χρονισμό. Έτσι αμαρτάνουμε εμείς οι θνητοί, με το αναπόδραστο των χαδιών και της θηλιάς σε άλλη διάσταση.
Τώρα πλέον, αγάπη μου, έχω καταδικαστεί να σε ακολουθώ, σαν γάτος πάνω στα κεραμίδια που παρακολουθεί τα πάντα με την κατανόηση και την απλότητα ενός παντογνώστη θεού. Σαν από μηχανής θεός, επεμβαίνω στα δάκρυα και στο αίμα σου, σε προφυλλάσσω από τα μαχαίρια και τα γυαλιά. Αλήθεια, με ποιο δικαίωμα ανακατεύεις το γιασεμί μας; Θυμώνω, αλλά συνεχίζω να σε παρ-ακολουθώ, να σε προστατεύω, να σε αγαπάω, σαν μια σκιά ερωτευμένη στην αθωότητά της, τη μακαριότητά της. Εσύ… τι αθώα που είσαι… Μοιάζεις με μωρό, όταν κοιμάσαι. Θέλω να σου χαιδέψω τα μαλλιά, να μην εκλιπαρείς τους άλλους για ένα χάδι. Οικτείρω την κατάρα μου να ακολουθεί ένα φως και να σε αφήνει πίσω. Εσύ είσαι πλεόν μια ζωντανή νεκρή, αδύναμη να απεγκλωβιστεί από έναν έρωτα μεγάλο. Εγώ είμαι ένας νεκροζώντανος, αδύναμος να ακολουθήσω το φως μέχρι τον Παράδεισο, εγκλωβισμένος στη γη σου, άρρωστος από μαράζι και ανημποριά. Γιατί ο Παράδεισός μου είσαι εσύ. Εσύ είσαι η παρηγοριά μου, το φως, ο φαύλος κύκλος της αρσενικής μου ύπαρξης, αυτής που ολοένα ακολουθεί ένα φως και αρνείται να ακούσει το Σε παρακαλώ…Μείνε…
Σε αγαπάω. Μ΄ακούς;
Το έργο Το Αγόρι στο Σπίτι σε κείμενο της Μαρίας Ράπτη και σε σκηνοθεσία της Βαρβάρας Δουμανίδου, από το Θέατρο του Άλλοτε στο Μπενσουσάν Χαν, αναμοχλεύει περίτεχνα και με μεγάλη ευαισθησία τη σχέση δύο Εραστών αιωρούμενων σε ισορροπία ανάμεσα στα όρια Ουρανού και Γης. Τα όρια και οι κανόνες του Ερωτικού Σύμπαντος αποκωδικοποιούνται μέσω αισθαντικών εργαλείων. Τα ίχνη των κεριών στους άδειους τοίχους, οι ήχοι των θυρών που ανοιγοκλείνουν ερμητικά, το ξέστρωτο κρεβάτι δίπλα σε ένα κομοδίνο που παραπαίει στον άξονά του, το μπαλκόνι που εκθέτει το Κορίτσι στον Έξω Κόσμο, έστω και προσωρινά, τα υποβληπτικά μουσικά ηχοτόπια, η ξύλινη τάβλα όπου κείτεται το Νεκρό Αγόρι, οι καρέκλες στους τοίχους, τα μαχαίρια που κρέμονται από το ταβάνι, τα σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα, οι επίδεσμοι στα φλεβικά σημεία του Ζωντανού Κοριτσιού, η θηλιά στο λαιμό και στο πάτωμα, όλα εκφράζουν με ανατριχίλα τον Έρωτα που δεν μπορεί πια να βιωθεί ως όλον. Αυτός βιώνεται ως ανάμνηση και ως αιθέρας, πνοή κι αναπνοή, ως σιωπή και σύλληψη του πάσχοντος μυαλού.
Ο Έρωτας ως ανάσα, φαντασίωση και ματαιότητα αναδεικνύει περήφανα τη μεγαλειότητά του: Συγκίνηση. Έκσταση. Και αποδοχή της συνθήκης.
Ζωή και Θάνατος. Παράδεισος και Κόλαση. Αγάπη και Έρωτας.
”Δεν μου αρέσει που είστε εδώ. Δεν είναι ευγενικό, το ξέρω, άλλωστε εκείνη σας καλεί κάθε φορά, αλλά δεν μου αρέσει που είστε εδώ. Η παρουσία σας σ’ αυτό το σπίτι επιβεβαιώνει απλώς την απόλυτη μοναξιά της. Επιβεβαιώνει την απόλυτη απουσία μου. Κάνει πιο πραγματικό αυτό που συνέβη κι έτσι κάθε φορά που έρχεστε εδώ, εγώ το ζω κάθε φορά, πάλι και πάλι. Πόση καταδίκη μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος; Πόση κόλαση μπορούμε να στηρίξουμε στη ραχοκοκαλιά μας; Σας το λέω εγώ: άπειρη. Στη πραγματικότητα δεν έχουμε όρια, γιατί δεν έχουμε, δυστυχώς, καμία επιλογή. Δεν υπάρχει μέτρο, ούτε τέλος για τη φρίκη. Δεν υπάρχει τέλος για τον πόνο.”
.
Αντί Επιλόγου: Σας παραθέτω: α) το ποίημα Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη, β) το ποίημα Ποθώ το στόμα σου του Πάμπλο Νερούντα και γ) το τραγούδι Again των Archive…Κι όπως πάντα, περιμένω με αγωνία τις σκέψεις και τα σχόλιά σας.
Α) Οδυσσέας Ελύτης, “ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ”
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν, μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ ’ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πάς καί ποιός, μ’ ακούς
Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ ρθει μέρα, μ’ ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα, μ ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν’ ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα– ένα , μ’ ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω , μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γή, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει — ακούς;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ ’αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
Β) Πάμπλο Νερούντα, Ποθώ το στόμα σου.
Ποθώ το στόμα σου , τη φωνή, τα μαλλιά σου,
Σιωπηλή πεινασμένη ενεδρεύω στους δρόμους,
Το ψωμί δεν με τρέφει , η αυγή με ταράζει,
Αναζητώ τον υγρό ήχο των βημάτων σου όλη μέρα.
Ορέγομαι το λαμπερό σου χαμόγελο,
Τα χέρια σου το χρώμα του άγριου σιταριού,
Ορέγομαι τα χλωμά πετράδια των νυχιών σου,
θέλω να καταφάω το δέρμα σου σαν ολόκληρο αμύγδαλο.
Θέλω να καταφάω την ηλιαχτίδα που τρεμοπαίζει στην ομορφιά σου,
Τη μύτη, άρχοντα του αλαζονικού σου προσώπου,
θέλω να καταφάω την φευγαλέα σκιά απ τα ματόκλαδα σου.
Και περπατώ πεινασμένη οσφραινόμενη το λυκόφως,
Ψάχνοντας για εσένα, και τη ζεστή σου καρδιά,
όπως το πούμα στη χέρσα ερημιά.
Pablo Neruda, Anhelo su boca.
Anhelo su boca, su voz, su pelo.
Silencioso y muerto de hambre, rondo a trav?s de las calles.
El pan no me alimenta, amanecer me interrumpe,
yo busca todo el dia para la medida l?quida de sus pasos.
Tengo hambre de su risa lisa, sus manos el color de una cosecha salvaje, hambre para las piedras p?lidas de sus u?as,
yo deseo comer su piel como una almendra entera.
Deseo comer el rayo de sol que se?ala por medio de luces en su cuerpo encantador, la nariz soberana de su cara arrogante,
yo deseo comer la cortina ef?mera de sus latigazos,
y establezco el paso alrededor de hambriento, oliendo el crep?sculo,
caza para usted, para su coraz?n caliente,
como un puma en los barrens de Quitratue.
Archive, Again.
Again
You’re tearing me apart
Crushing me inside
You used to lift me up
Now you get me down
If I
Was to walk away
From you my love
Could I laugh again ?
If I
Walk away from you
And leave my love
Could I laugh again ?
Again, again…
You’re killing me again
Am I still in your head ?
You used to light me up
Now you shut me down
If I
Was to walk away
From you my love
Could I laugh again ?
If I
Walk away from you
And leave my love
Could I laugh again ?
I’m losing you again
Like eating me inside
I used to lift you up
Now I get you down
Without your love
You’re tearing me apart
With you close by
You’re crushing me inside
Without your love
You’re tearing me apart
Without your love
I’m dazed in madness
Can’t lose this sadness
I can’t lose this sadness
Can’t lose this sadness
You’re tearing me apart
Crushing me inside
Without your love
(you used to lift me up)
You’re crushing me inside
(now you get me down)
With you close by
I’m dazed in madness
Can’t lose this sadness
It’s riping me apart
It’s tearing me apart
It’s tearing me apart
I don’t know why
It’s riping me apart
It’s tearing me apart
It’s tearing me apart
I don’t know why
I don’t know why
I don’t know why
I don’t know why
Without your love
Without your love
Without your love
Without your love
It’s tearing me apart
Ξανά
Με κάνεις κομμάτια
καταστρέφεις τα μέσα μου
Κάποτε με σήκωνες ψηλά
Τώρα με ρίχνεις
Αν (εγώ)
γυρίσω την πλάτη μου
σ’εσένα, αγάπη μου
Θα μπορούσαν να γελάσω ξανά?
Αν
σου γυρίσω την πλάτη
κι αφήσω την αγάπη μου
θα μπορούσα νε γελάσω ξανά?
Ξανά, ξανά…
Με σκοτώνεις και πάλι
Είμαι ακόμα στο μυαλό σου?
Κάποτε με άναβες
τώρα με σβήνεις
Αν (εγώ)
γυρίσω την πλάτη μου
σ’εσένα, αγάπη μου
Θα μπορούσαν να γελάσω ξανά?
Αν
σου γυρίσω την πλάτη
κι αφήσω την αγάπη μου
θα μπορούσα νε γελάσω ξανά?
Σε χάνω ξανά
λες και με τρώει από μέσα
Κάποτε σε σήκωνα ψηλά
αλλά τώρα σε ρίχνω εγώ
χωρίς την αγάπη σου
Με κάνεις κομμάτια
με σένα κοντά μου
καταστρέφεις τα μέσα μου
χωρίς την αγάπη σου
με κάνεις κομμάτια
χωρίς την αγάπη σου
με ζαλίζει η τρέλα
Δε μπορώ να χάσω αυτήν την λύπη
Δε μπορώ να χάσω αυτήν την λύπη
Δε μπορώ να χάσω αυτήν την λύπη
Με κάνεις κομμάτια
καταστρέφεις τα μέσα μου
χωρίς την αγάπη σου
(Κάποτε με σήκωνες ψηλά)
καταστρέφεις τα μέσα μου
(τώρα με ρίχνεις)
Με σένα κοντά μου
με ζαλίζει η τρέλα
Δε μπορώ να χάσω αυτήν την λύπη
Με σκίζει σε κομμάτια
Με κάνει κομμάτια
Με κάνει κομμάτια
Δεν ξέρω γιατί
Με σκίζει σε κομμάτια
Με κάνει κομμάτια
Με κάνει κομμάτια
Δεν ξέρω γιατί
Δεν ξέρω γιατί
Δεν ξέρω γιατί
Δεν ξέρω γιατί
Χωρίς την αγάπη σου
Χωρίς την αγάπη σου
Χωρίς την αγάπη σου
Χωρίς την αγάπη σου
Με κάνει κομμάτια.
Φωτογραφικό υλικό