Να που ήρθε η σειρά και για τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο», ως μία ακόμα μεταφορά επί σκηνής της κλασικής ελληνικής ταινίας κι αναλογίζομαι πόσοι πρέπει τελικά να ανάψουν μια… λαμπάδα ίσαμε το μπόι τους, στον πάλαι ποτέ ελληνικό κινηματογράφο. Τον άγρια λοιδωρούμενο επί εποχής του – για να μη ξεχνιόμαστε, από κριτικούς της βαριάς κουλτούρας, που δεν υπήρχε περίπτωση να μαγαρίσουν την πένα τους με λαϊκά «σκουπίδια» κι εκδήλωναν ένα είδος σιχασιάς ανάμεικτο με οίκτο για την απαίδευτη πλέμπα που συνέρρεε στις αίθουσες για να ταυτιστεί με τον ήρωα της διπλανής πόρτας ή να κρυφοκοιτάξει στα άδυτα ενός κόσμου ανέφικτου ή απλά να ζήσει ένα εικονικό ταξίδι στο πανί, με πενιχρό αντίτιμο που άντεχε η τσέπη… ακόμα κι αν ταξίδευε με «σκυλοπνίχτη» και το κακοφτιαγμένο σκαρί του ανακάτευε τα σωθικά, βγαίνοντας στη στεριά ένιωθε αυτό που οι κουλτουριάρηδες αποκαλούσαν «φυγή από την πραγματικότητα» και ο ίδιος «ξεχαστήκαμε δυο ώρες»…
Βέβαια στα πολύ μεταγενέστερα χρόνια, οι εν λόγω κριτικοί δήλωσαν δημόσια «μεταμέλεια» και τα πρώην αφελή, λαϊκά «σκουπίδια», ω του θαύματος, απέκτησαν αυθεντικότητα! Μη διακριτή από το κοφτερό τους μάτι τότε, ωστόσο αναγνωρισμένη πανηγυρικά εκ των υστέρων. Ας είναι… κάλλιο αργά παρά αργότερα. Οπότε και με τη «βούλα» των ειδημόνων πλέον, αποκαταστάθηκε η φήμη των παλιών ελληνικών ταινιών, ήδη καταξιωμένων στη συνείδηση του ευρύτατου κοινού και καταχωρημένων στην κατηγορία των κλασικών, έχοντας βεβαίως περάσει από γενιά σε γενιά. Διότι κάποια στιγμή, με την ανατολή της μικρής οθόνης άρχισε η δύση της μεγάλης… και μεταξύ άλλων «θαυματουργών» έφερε σε σμίκρυνση στο σαλόνι τα επιτεύγματα της δεύτερης, ώστε τρεις- για να μη πω τέσσερεις γενιές θεατών στον καναπέ να χαζεύουν την αγαπημένη ταινία του ’50 και ‘60, με συχνότητα περίπου ανά δίμηνο και μόνιμα υψηλές τηλεθεάσεις, ως σταθερή, αναλλοίωτη αξία, πέρα από βολικότατο μπαλαντέρ σε οποιαδήποτε τρύπα του προγράμματος. Είναι να μην έχουν τα κανάλια μια μόνιμα αναμμένη λαμπάδα στη μνήμη του ελληνικού κινηματογράφου;
Ωστόσο πέραν των καναλιών, οι επόμενοι που οφείλουν παρόμοιο «τάμα» είναι οι θίασοι. Όλα τα θεατρικά σχήματα που αποφασίζουν να αναβιώσουν στη σκηνή τις παλιές ελληνικές ταινίες, διαλέγοντας φυσικά αυτές που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το πλατύ κοινό, για λόγους συχνά ανεξάρτητους από αυτό που αποκαλούμε συμβατικά «ποιότητα». Συνήθως γιατί συνδέθηκαν με λαμπερούς πρωταγωνιστές, με έξυπνες ατάκες, με αυθεντικές ερμηνείες, σε ένα αυθεντικό περιβάλλον εποχής. Βασικά χαρακτηριστικά στα οποία μια ταινία οφείλει τη δημοφιλία και καταξίωσή της, γεγονός πιστοποιημένο όχι φυσικά από τα εισιτήρια που έκοψε τότε επί παππούδων, αλλά από τα νούμερα τηλεθέασης που σημειώνει σήμερα επί εγγονών. Ένα σοβαρότατο κριτήριο για τον νυν θιασάρχη, που νιώθει να πατά σε γερό σανίδι και δεν είναι εποχές να ρισκάρει και να αναμετριέται με το άγνωστο, όταν η δεδομένη αποδοχή μιας ταινίας θεωρεί ότι θα του φέρει στο θέατρο αθρόα θεατές και στο ταμείο πολύτιμο χρήμα. Σωστή εμπορική σκέψη για επιχείρηση, τουλάχιστον φαινομενικά.
Διότι κάποτε τα φαινόμενα απατούν… και επίσης μια επιχείρηση χαρακτηρισμένη ως θεατρική, δεν μπορεί να αποποιηθεί το καλλιτεχνικό κομμάτι, εστιάζοντας στενά στο εμπορικό, σαν να πρόκειται για εμπορία καταναλωτικών ειδών. Καθότι πουλάει θεατρική τέχνη και οφείλει εξ ορισμού να δικαιώνει το «αντικείμενο εμπορίας», υπακούοντας στους απαράβατους νόμους της αγοράς: μια καλή θεατρική παράσταση θα φέρει αυξημένες πωλήσεις εισιτηρίων, μια κακή να φέρει ζημιά, τόσο απλά. Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι ο επιχειρηματίας συνδέει τις πωλήσεις εισιτηρίων και το κέρδος του με μια κατά τη γνώμη του ευπώλητη «συνταγή», ήτοι τις παλιές αγαπημένες ταινίες ως «σιγουράκι» και εδώ είναι που «κάποτε τα φαινόμενα απατούν». Διότι άλλο πράγμα η ταινία, η αυθεντική εποχή της, τα αστέρια πρωταγωνιστές της- για τα οποία έχει αγαπηθεί, κι εντελώς άλλο η σημερινή μεταφορά της στο σανίδι μέσω μιας παράστασης, που να οφείλει δώσει εκ νέου «εξετάσεις» ως καινούργια δημιουργία και μόνο αν αποδειχθεί άξια θα αγαπηθεί ανάλογα, φέρνοντας και το αναμενόμενο κέρδος.
Διότι στην περίπτωση που αναπαράγει πιστά μια ταινία της οποίας οι διάλογοι από τη συχνότατη (τηλε)θέαση έχουν καταγραφεί στη μνήμη πολύ εντονότερα του «Πάτερ ημών», από την γιαγιά μέχρι τη δισεγγονή, ποιος ο λόγος να το κάνει;;; Και για ποιο λόγο να πληρώσει ο θεατής για ένα αντίγραφο- συνήθως κακέκτυπο- όταν έχει ανά πάση στιγμή δωρεάν το αγαπημένο πρωτότυπο;;; Γιατί να δω τον Φιλιππίδη ως Χατζηχρήστο, τη Σταυροπούλου ως Βλαχοπούλου, την Κορινθίου ως Καραγιάννη; Γιατί ακόμα και άξιοι ηθοποιοί αδικούν συνειδητά τους εαυτούς τους με μοιραίες αναπόφευκτες συγκρίσεις; Δεν αντιλαμβάνονται ότι κάποια πρότυπα ηθοποιών με ισχυρό προσωπικό στίγμα ως αυθεντικές περσόνες, ΔΕΝ αντιγράφονται ως «ρόλοι», λες και μετέχουν στο σώου «Yourfacesoundsfamiliar» με όλα τα φαιδρά συνεπακόλουθα; Κι έπειτα, ποιος ο λόγος να αναπαραχθούν σήμερα ως αντιγραφή, γραφικά στερεότυπα του ’50 και ’60, που επιπρόσθετα, όχι απλά εμπεδώσαμε με την επανάληψη, αλλά είμαστε πλέον σε θέση να… αποδομούμε!
Σαφώς η ελευθερία στην τέχνη είναι η ανάσα της και οι επιλογές χωρίς περιορισμό. Σαφώς κάποιες ταινίες εκείνης τη εποχής με ιδιαίτερο σενάριο και ενδιαφέρουσα ηθογραφία, θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόκληση για έναν σύγχρονο δημιουργό και να προσεγγιστούν με φρέσκια διεισδυτική ματιά, παρουσιασμένες σήμερα με καινούργια προβληματική και διαφορετική αισθητική. Που σημαίνει ότι θα μιλούσαμε για μια πραγματική θεατρική δημιουργία- βασισμένη σε γνωστή ταινία, όπως κάποτε συμβαίνει- και όχι για στείρα αναπαραγωγή τύπου «μαΙμούδισμα» μιας δοκιμασμένης συνταγής και χωρίς καμιά διαφοροποίηση, με αποκλειστικό στόχο το ταμείο. Το είδαμε στα θλιβερά έως φαιδρά θεατρικά «ρημέηκ» του «Μπακαλόγατου», του «Ηλία του 16ου», της «Χαρτοπαίκτρας», των «Γαμπρών της Ευτυχίας», στο φετινό «Γοργόνες και Μάγκες», στο αυριανό «Χτυποκάρδια στο θρανίο» και καθώς φαίνεται το πράγμα έχει δρόμο… εστιάζοντας βεβαίως σε πιασάρικες κωμωδίες και εγχώρια- άνευ απαιτήσεων μιούζικαλ, για την απαραίτητη σιγουριά (;) Να πάω ας πούμε να δω επί πληρωμή το νέο αντίγραφο της Βουγιουκλάκη στο «νιάου βρε γατούλα», καθότι το παλιό με την δωρεάν Παπουτσάκη στους δέκτες με ενθουσίασε! Πόση απελπισία πια!
Μα κυρίως πόση θεατρική φτώχεια! Από τη μια να έχουν στερέψει οι εγχώριοι θεατρικοί συγγραφείς , η έμπνευση να έχει κατεβάσει ρολά και να ψάχνεις σύγχρονο έργο άξιο λόγου με τα κιάλια και αν… και από την άλλη οι βολεμένοι θεατράνθρωποι να έχουν παραιτηθεί από την αναζήτηση καινούργιων ιδεών, καινούργιων ξένων έργων, να φοβούνται τον όποιο πειραματισμό, που ωστόσο μέρος του ρίσκου του είναι και η αισιόδοξη ανατροπή, και να καταφεύγουν σε τί;;; Σε χιλιοειδωμένες – χιλιοειπωμένες- χιλιοπαιγμένες ταινίες του ελληνικού σινεμά προ αμνημονεύτων χρόνων, εν είδει κακόγουστου «μνημοσύνου» μιας εποχής που, όπως και η ιστορία, μόνο ως φάρσα επαναλαμβάνεται… Μη παραλείψετε βεβαίως τα απαραίτητα συνοδευτικά, ήτοι κονιακάκι, σοκολατένιες ελίτσες και παξιμάδι, καθότι μνημόσυνο και κηδεία μαζί… «Αιωνία η μνήμη» της μακαρίτισσας Έμπνευσης, να ζούμε να τη θυμόμαστε!
Φωτογραφικό υλικό