|
«Δεν μπορώ να κινηθώ. Όχι, κάτι πρέπει να συμβεί στον κόσμο, κάποια αλλαγή, εγώ δεν μπορώ να κινηθώ».
«Με ακούς, Γουίλυ»;
Παραμένω σφηνωμένη σε έναν θαμνώδη λόφο, σχεδόν θαμμένη…αλλά αντιμετωπίζω την κατάστασή μου μάλλον θετικά. Εξάλλου, δεν είμαι μόνη. Έχω τα αντικείμενα της μοναξιάς μου μέσα σε μια μεγάλη μαύρη τσάντα, άλλα βρίσκονται πάνω-πάνω, άλλα σφηνώνουν κι αυτά κάτω-κάτω, ψάχνω συνεχώς να τα βρω, μια πάνω, μια κάτω…Μα, έτσι δεν κυλά πιο ανεπαίσθητα ο χρόνος; Φορώ τα γυαλιά μου, αλλά δε βλέπω πιο καθαρά. Χτενίζω τα μαλλιά μου, αλλά δε γίνονται πιο μαλακά. Βουρτσίζω και τα δόντια μου, αλλά η ανάσα μου συνεχίζει να μυρίζει… εγκατάλειψη.
Ανοίγω μια μαύρη ομπρέλα, μακάρι να έβρεχε, θα ΄χε κι αυτή μια κάποια χρησιμότητα, μα καμιά αλλαγή, κανένας πόνος. Κάθε πόνος κι αλλαγή, κάθε δάκρυ και μια σταγόνα ανακούφισης, λένε. Χρόνια τώρα, έτσι δουλεύει το σύστημα, αυτό που μάς χαρίζει την αιωνιότητα όσο και την ανυπαρξία. Ο πόνος μάς χτυπά την πλάτη, μας κλείνει και το μάτι. Εάν θέλουμε να αλλάξουμε, οφείλουμε να τον εμπιστευτούμε. Να σου και το μπουκαλάκι μου, αυτό της προσωρινής παρηγοριάς και της άμεσης βελτίωσης! Οι χαρές είναι εφήμερες και οι καημοί ατελείωτοι. Ας είναι… Το πιστόλι με περιμένει ακόμη μέσα στην τσάντα, κι αυτό σφηνωμένο, αλλά περιέργως βρίσκεται συνεχώς δίπλα μου. Μεγάλα τα ελέη, αρκεί να το αποφασίσω. Προς το παρόν φορώ το καπέλο, ένα ξεθωριασμένο χλωμό λάβαρο. Με βοηθά να θυμηθώ ευτυχισμένες μέρες.
Τον πρώτο χορό, το πρώτο φιλί, τις τρίχες των χοίρων…Λένε πως αν τους δεις στον ύπνο σου, κάτι σημαντικό τελειώνει, κάτι τραγικό θα συμβεί, ας προσέχω λοιπόν τα γουρούνια. Αυτό οφείλω να συμβουλεύσω στον άλλοτε τυχερό εαυτό μου, που όλο σφηνώνει και μετρά τον χρόνο που περνά, μετρώντας γουρούνια αντί για μαλλιαρά προβατάκια. Άραγε χτένισα τα μαλλιά μου; Μια παλιά φωτογραφία ζωγραφίζει το χθες μου. Κουράστηκα να κρατάω ψηλά την ομπρέλα. Μα πού να βρεθεί επιτέλους λίγη προστασία;
Φοβάμαι τις στιγμές. Φοβάμαι τις λέξεις. Με εγκαταλείπουν στην πρώτη δυσκολία. Αλλά και η τελευταία μου θα είναι εξίσου σημαντική. Πόσες δυσκολίες θα μπορούσα, η άμοιρη, να αντέξω, σε πόσες έχω ηθελημένα υποβάλει τον εαυτό μου. Βγάλε το καπέλο, βάλε το καπέλο, τι απόφαση! Αφού το καπέλο μπαινοβγαίνει στο κρανίο μου επιλεκτικά και συνειδητά, γιατί να μου φαίνεται η γη τόσο αθεράπευτα σκληρή; Όσο και να την ποτίσει κανείς, ακόμη κι αν τη σκάψει, σταγόνα δε θα ματώσει, ακόμη διψασμένη επιμένω να θάβω τον εαυτό μου σε ένα αμετανόητο παρελθόν, που όσο και να το παρακαλάς, φίλε αναγνώστη, δε θα γυρίσει ποτέ πίσω. Δε σε κοιτά καν. «Με ακούς, Γουίλυ»;
Το μυρμήγκι κουβαλά μια μικρή λευκή μπαλίτσα, σε συνεχή επαγρύπνηση παραδομένο. Το παρατηρώ με έναν μεγεθυντικό φακό. Με τον ίδιο φακό, με παρόμοια γυαλιά, αντίκριζα έναν κόσμο ψεύτικο, χλιαρό, στεγνό. Μετά οι ομπρέλες, τα μπουκάλια, τα καθρεφτάκια με βοηθούσαν να αντέξω τις σιωπές. Και οι σιωπές γίνανε κραυγές. Κι εγώ έκλεινα τα αυτιά μου, ενώ αρχικά προσπαθούσα να καταλάβω. Προσπαθώ να μην υπερβάλλω με την τσάντα μου, δεν είναι δα και του Σπορτ Μπίλλυ. Εάν ήταν, τα πόδια μου θα ξεμούδιαζαν, το ίδιο και η ψυχή μου. Αλλά δεν είναι. Κάποιοι μάς έμαθαν πως όλα είναι δυνατά, δεν το επιλέξαμε ωστόσο… Όπως οι Άλλοι, έτσι κι εγώ σφηνώθηκα, να είμαι ‘’προστατευμένη’’… θέλει θάρρος η ελευθερία και αλήθεια και λέξεις πολλές, να μην αισθάνεσαι ότι τις ξοδεύεις, αλλά να νιώθεις υπηρέτης τους. Και δυο αφεντάδες δεν μπορεί κανείς να υπηρετήσει.
Θυμάμαι τις δροσερές εποχές που φύγαν βιαστικά, θα ήθελα ειλικρινά από τη μιζέρια μου να απαλλαγώ, να ραγίσει το σώμα μου, να μην με καίει ο ήλιος, ή τουλάχιστον να έχω μια θέση στη σκιά, όταν νιώθω ότι αυτός με εξαντλεί, και μια θέση στον ήλιο, όταν με εξαντλεί η σκιά. Μακάρι να μπορούσα να συρθώ στα γόνατα, να τραγουδώ έστω και με μια γλυκιά θλίψη, να γεμίζω το στόμα μου με λέξεις κι όχι, έτσι κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των Άλλων, να μοιάζουν με μικρές αγγελίες εφημερίδων. Θέλω να σβήσω κάθε παρελθόν και μέλλον. Ό,τι έχει φύγει, να μην το κυνηγώ, για να γεμίσω το σφηνωμένο και εγκλωβισμένο μου τώρα, αλλά και το μετά δε με αφορά, γιατί απλά δεν υπάρχει. Το κουδούνι του ύπνου δε χρειάζεται να το νοσταλγώ, περιμένοντας να κλείσω τα βλέφαρά μου. Η γη είναι πολύ σκληρή σήμερα. Κι ο λαιμός μου έχει ήδη σφηνώσει. Δεν υπάρχουν ούτε τα χέρια, για να κρατούν καθρέπτες, ομπρέλες και γυαλιά, και να περνά ο χρόνος τζάμπα και βερεσέ.
Ήμουν σφηνωμένη, ήμουν εγκλωβισμένη, ήμουν παραμελημένη, ήμουν αγνοημένη, ήμουν αγκυλωμένη στο περιθώριο ενός λόφου.
Αλήθεια.
Δεν έκανα όμως καμιά προσπάθεια να βγω. Για να μιλήσω με το παλιό στυλ.
«Με ακούς, φτωχέ μου Γουίλυ»;
Το έργο:
«Η Γουίννη, σφηνωμένη για πάντα σε έναν λόφο, ψάχνει τις στιγμές ευτυχίας σε μια πανομοιότυπη καθημερινότητα. Καταδικασμένη να χαίρεται μόνο τις αναμνήσεις της, τα αντικείμενά της και τον ‘αόρατο’ σύντροφό της, μέχρι το αναπόφευκτο τέλος, επιβεβαιώνοντας “άλλη μία ευτυχισμένη μέρα”».
Έπαιξαν τη Γουίννη οι σπουδαστές:
Εύη Καραμούζα, Μιλένα Μαριάνι, Λήδα Σουμάκη, Μαρία Κωστουλίδου, Κατερίνα Παπαποστόλου, Όλγα Μακόγλου, Μαριαλένα Κωνσταντινίδου, Παύλος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Καραβάσης, Ιωάννης Παπαδόπουλος, Σίσσυ Μπούζα, Μαρία Μπελεβένγκα, Γιώργος Κακλαμάνος, Κωνσταντίνος Δράκος.
Διδασκαλία – σκηνοθεσία: Αλίκη Δουρμάζερ, Σκηνικά: Γιώργος Αλεξάκης, Αλίκη Δουρμάζερ. Κατασκευή σκηνικού: Εύη Καραμούζα, Λήδα Σουμάκη, Μαρία Μπελεβένγκα, Μαρία Κωστουλίδου, Μαριαλένα Κωνσταντινίδου, Γιώργος Κακλαμάνος, Κωνσταντίνος Καραβάσης, Ιωάννης Παπαδόπουλος. Photo credits: Carpe Imagem Photography
Χώρος: Δωμάτιο της Γειτονιάς
Μυκόνου 2, Κάτω Τούμπα
Μυκόνου 2, Κάτω Τούμπα
Και ένα μουσικό ταξίδι από τη βιολονίστα Σίσσυ Σαντουρτζόγλου:
L. Einaudi (Nico Pusch Bootleg) – Una Mattina (Sissi violin mix)
.
Δείτε & αυτά:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ:








ΘΕΑΤΡΟ:




ΜΟΥΣΙΚΗ:
ΣΙΝΕΜΑ:












.
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
΄΄
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία, κλικ εδώ.
.
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..