Ο Δημήτρης Τάρλοου, σκηνοθέτης με βαθιά παιδεία και προσωπικό θεατρικό στίγμα, τολμά για πρώτη φορά να καταθέσει τη σκηνοθετική του πρόταση πάνω σε αρχαίο δράμα επιλέγοντας την Ηλέκτρα του Σοφοκλή πάνω στη σμιλεμένη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, φωτίζοντας με τόλμη την ανθρώπινη πλευρά του μύθου, ξεγυμνώνοντας τις ηθικές αμφιβολίες, τα τραύματα και τη μοναξιά της αντίστασης.
Μέσα από έναν κόσμο δίχως λύτρωση, όπου η τιμή και η εκδίκηση συγκρούονται με την ανθρώπινη ευθραυστότητα, ο Τάρλοου σκηνοθετεί όχι απλώς έναν μύθο αλλά μια διαχρονική εσωτερική πάλη.
Συνομιλεί μαζί μας και μας υποδέχεται στο εργαστήριο της σκηνοθεσίας του: τις προθέσεις του, τις δραματουργικές του επιλογές, την ατμόσφαιρα που έχτισε με τους ηθοποιούς και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την παρουσία του αρχαίου κειμένου στη σημερινή εποχή.
Δημήτρης Τάρλοου, ένα όνομα με μια βαριά κληρονομιά…. Μοναχογιός του Νεοϋορκέζου ζωγράφου Φίλιππου Τάρλοου και της αρχαιολόγου και συγγραφέως Μαρίνας Καραγάτση. Παππούς του ήταν, από την πλευρά της μητέρας του, ο λογοτέχνης Μ. Καραγάτσης (Δημήτρης Ροδόπουλος, από τον οποίον πήρε το όνομά του) και γιαγιά του η ζωγράφος Νίκη Καραγάτση, το γένος Καρυστινάκη, που είχε απεικονίσει τον Δημήτρη ως παιδί σε πολλά έργα της.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1966, σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Στη συνέχεια, εργάστηκε ως ηθοποιός στο θέατρο και την τηλεόραση για δεκαπέντε χρόνια, προτού δημιουργήσει τη δική του θεατρική εταιρεία, τον «Δόλιχο». Η πρώτη του θεατρική παραγωγή, Το Κτήνος στο Φεγγάρι του Ρίτσαρντ Καλινόσκι, έγινε σημείο αναφοράς στη θεατρική ζωή της Αθήνας και ήταν sold-out για δύο συνεχόμενα χρόνια. Από τότε εργάζεται ως σκηνοθέτης, μεταφραστής, ηθοποιός και θεατρικός παραγωγός στο θέατρο Πορεία, ένα από τα πιο γνωστά και ιστορικά θέατρα της Αθήνας.
Τα τελευταία χρόνια, έχει σκηνοθετήσει τον Αμερικάνικο Βούβαλο του David Mamet, την Ευρυδίκη της Sarah Ruhl, τη Λήθη του Δημήτρη Δημητριάδη, το Blasted-Ερείπια της Sarah Kane, τη Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση, τις Τρεις Αδερφές του Αντόν Τσέχωφ, τον Θερισμό του Δημήτρη Δημητριάδη στο Εθνικό Θέατρο, την Αγριόπαπια του Χένρικ Ίψεν, Το Ευχαριστημένο της Μαρίνας Καραγάτση, τον Γιούγκερμαν του Μ. Καραγάτση, τη Δόξα Κοινή – σύνθεση κειμένου του Στρατή Πασχάλη από ποιήματα της ελληνικής ποιητικής διαχρονίας, τον Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου του Μ. Καραγάτση, Το Κουκλόσπιτο του Χένρικ Ίψεν, το Νυχιάνγκ της Ευαγγελίας Γατσωτή, το Έγκλημα και Τιμωρία σε διασκευή του Θανάση Τριαρίδη, το Περλιμπλίν και Μπελίσα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, το Frankenstein & Eliza της Έρις Κύργια, παραστάσεις οι οποίες απέσπασαν ενθουσιώδεις κριτικές και κέρδισαν βραβεία κριτικών και κοινού. Το 2016 έλαβε το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολος Κουν για τη Μεγάλη Χίμαιρα, ενώ το 2024 ήταν υποψήφιος για το ίδιο βραβείο για τις παραστάσεις Δόξα Κοινή και Νυχιάνγκ.
Συνέντευξη του οραματιστή Δημήτρη Τάρλοου στην Ελπίδα Παπαδανιήλ για την Κουλτουρόσουπα
Ε.Π.: «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, πώς επιλέξατε αυτήν την Ηλέκτρα, αυτό το κείμενο;
Δ.Τ.: Η παράσταση γίνεται ένα χρόνο ακριβώς μετά τον θάνατο της μητέρας μου και το γεγονός αυτό επεξηγεί το γιατί επέλεξα αυτή την Ηλέκτρα… Πάντα ασχολούμαι με τα κείμενα σε ένα πολύ βιωματικό επίπεδο και πάντα σε ένα συμβολικό σε σχέση με τις φάσεις της ζωής μου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση λοιπόν, ορμώμενος από την μητέρα μου η οποία σε πολλά μου θυμίζει την «Ηλέκτρα», αλλά και η ίδια η «αναχώρησή της» μου έδωσε το έναυσμα να ασχοληθώ με αυτήν την ακραία και πάρα πολύ περίεργη θα έλεγα ηρωίδα, με την έννοια του ότι είναι εξαιρετικά αινιγματική, καθόλου κατανοητή, δεν έχει τίποτα το εμφανές ούτε το προφανές… και πραγματικά νομίζω ότι αυτό το αίνιγμα είναι που γοητεύει μέσα στους αιώνες και το οποίο θα ήθελα να παραμείνει ως αίνιγμα στην παράστασή μας.
Εδώ λοιπόν ήρθε και κούμπωσε η επιθυμία η δική μου με την βαθιά επιθυμία της Λουκίας Μιχαλοπούλου, η οποία εκτός του ότι είναι μια εξαιρετική ηθοποιός της γενιάς της, απόλυτα ταγμένη στο θέατρο και το τονίζω αυτό γιατί έχουμε χορτάσει από ηθοποιούς που δεν είναι ταγμένοι πουθενά…
Το θέμα της πίστης είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να μας απασχολεί διαρκώς και επειδή το κοινό άγεται και φέρεται από περσόνες, από ηθοποιούς που κάπου τους είδε…σε κάποιο σήριαλ τους πήρε το μάτι τους…καλό θα ήτανε λοιπόν να θυμούνται ότι το θέατρο είναι η κατεξοχήν τέχνη του ταξίματος, της πίστης, της μονομανίας, της εμμονής και της εμβάθυνσης. Με αυτή την έννοια λοιπόν είμαι ευτυχής και ευγνώμων που γνώρισα από κοντά την Λουκία, διότι προσήλθε σε αυτή την δουλειά όχι μόνο ταγμένη αλλά και πάρα πολύ καλά προετοιμασμένη – αρκεί να σας πω ότι ήξερε όλο το κείμενο τέλεια πριν καν ξεκινήσουν οι πρόβες. Όπως καταλαβαίνετε η συνεργασία μας δεν ήταν μόνο σε ένα επαγγελματικό επίπεδο αλλά σε ένα πολύ βαθύτερο… Φυσικά και με όλο τον υπόλοιπο θίασο αλλά αναφέρω την Λουκία γιατί είναι οπωσδήποτε ο κινητήριος μοχλός αυτού του έργου.
Ε.Π.: Πρώτη σας σκηνοθετική δουλειά στην Επίδαυρο, πώς νιώθετε για αυτό; Έχει κάποια σημασία για εσάς, προσωπικά ή καλλιτεχνικά;
Δ.Τ.: Η ερώτηση αυτή υπονοεί ότι όλοι οι σκηνοθέτες ή μάλλον οι αξιόλογοι σκηνοθέτες θα μπορούσα να πω, πρέπει να σκηνοθετούνε ή να έχουν σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει και μάλιστα στο μυαλό το δικό μου δεν ισχύει καθόλου γιατί αρχικά το αρχαίο δράμα είναι ένα πολύ συγκεκριμένο και πολύ δύσκολο είδος – ασχέτως εάν αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα από πολλούς- και επίσης η Επίδαυρος παραμένει ένα πολύ ωραίο θέατρο.. Δεν μπορώ να δω λοιπόν την Επίδαυρο ως τόπο αυτοπραγμάτωσης –αφήστε που ηλέξη αυτοπραγμάτωση από μόνη της είναι μια απεχθής λέξη και όλοι στη σημερινή εποχή νιώθουν ότι πρέπει να αυτοπραγματωθούν ασχέτως περιεχομένου.
Και εν πάση περιπτώσει η αυτοπραγμάτωση δεν έρχεται μέσα από σκηνοθεσίες σε «εμβληματικούς» χώρους. Για μένα η σημασία του θεάτρου είναι η ίδια η πρόβα, η ίδια η σχέση με το υλικό, η ίδια η σχέση με τους ηθοποιούς και πάνω σε αυτό επικεντρώνομαι. Όλες οι παραστάσεις είναι παραστάσεις … Εάν η διαδικασία που έχεις ακολουθήσει είναι γόνιμη, έχεις την ελπίδα ότι ενδεχομένως η Επίδαυρος-ένα πολύ ωραίο θέατρο- και το κοινό μπορεί να την απογειώσει, να την κάνει μια πολύ ωραία εμπειρία… μέχρι εκεί όμως, δεν υπάρχει κάτι παραπάνω…
Ε.Π.: Ποιοι ήταν οι άξονες της σκηνοθετικής σας προσέγγισης;
Δ.Τ.: Οι άξονες της προσέγγισης αφορούν καταρχάς στο εάν βλέπει κανείς την τραγωδία αυτή ειρωνικά ή εάν την βλέπει κυριολεκτικά. Η κυριολεξία στην τραγωδία αυτή θα ήτανε να θεωρήσουμε την Ηλέκτρα ως φορέα της αλήθειας, της δικαιοσύνης και πολλά ακόμη. Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι.. Η ειρωνική αντιμετώπιση της τραγωδίας που έχει επικρατήσει τα τελευταία 50 χρόνια και από τους μελετητές και από τους ίδιους τους σκηνοθέτες που έχουν ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη τραγωδία, μας οδηγεί προς ένα δρόμο κάπως διαφορετικό. Ούτως ή άλλως από μόνη της δεν είναι ένα είδος που δικαιώνει ή καταδικάζει χαρακτήρες, καθώς όλοι έχουν τα δίκια τους και τις αδυναμίες τους. Η βασική λοιπόν απόφαση της σκηνοθεσίας -εάν η Ηλέκτρα στο τέλος της παράστασης αυτής δέχεται να γίνει μέρος αυτού που πολέμησε ή εάν παραμένει διαμαρτυρόμενη και εσαεί πενθούσα στις Θήρες – έξω από το παλάτι, πάρθηκε πολύ νωρίς….
Πιστεύω ότι η Ηλέκτρα παραμένει για πάντα διαμαρτυρόμενη διότι το ζήτημά της δεν είναι η αποκατάσταση της εξουσίας, δεν είναι καν η εκδίκηση αλλά ένα εσωτερικό θέμα ακεραιότητας, αλήθειας, διαμαρτυρίας, αναρχισμού, μοναχικότητας, εμμονής, καθήλωσης …. Όλες αυτές οι λέξεις εκφράζουν την Ηλέκτρα και για αυτό είναι και τόσο ενδιαφέρον σαν πρόσωπο. Άλλωστε, εάν δει κανείς τα δίκαια της Κλυταιμνήστρας είναι αρκετά και σημαντικότατα. Στην μεταξύ τους σύγκρουση λοιπόν, εμφανίζουμε πολύ από το δίκιο της Κλυταιμνήστρας –το δίκιο της άλλης πλευράς- και επίσης εμφανίζουμε με πολύ καθαρό τρόπο το δίκιο της Χρυσόθεμης σε σχέση με αυτό που φέρει επί σκηνής.
Παλαιότερα υπήρχε μια άποψη ότι η Χρυσόθεμη είναι ένας χαρακτήρας ενδοτικός, φοβισμένος, αυτός ο οποίος δεν τολμάει και πολλά ακόμη.. Δεν έχω αυτή την αντίληψη… Νομίζω ότι είναι ένας άνθρωπος του ρεαλισμού, με μεγάλη αγάπη για την αδερφή της, υποστηρικτική και με πάρα πολλά δίκια, τα οποία εμφανίζονται πεντακάθαρα στη σκηνή από την Γρηγορία Μεθενίτη που υποδύεται τον ρόλο.
Ο Ορέστης, όπως και ο Παιδαγωγός δουλεύτηκαν ως φορείς ενός ήθους μίας παλαιότερης Ελλάδας που έλκει την καταγωγή της από τα έπη. Μιας καταγωγής στην οποία σημαντικό ρόλο παίζουν ο ηρωισμός, ο κώδικας τιμής, η εκδίκηση ως αποκατάσταση της τάξης και η πίστη στον Θεό, η οποία φυσικά έρχεται σε εκκωφαντική αντίθεση με την πλήρη απουσία του στο έργο. Ο Πυλάδης, που είναι ένα βουβό πρόσωπο και συνήθως παραλείπεται ή απλώς περιφέρεται βοηθητικά, εδώ γίνεται φορέας μιας θεϊκής παρουσίας που παρακολουθεί από κοντά την ανθρώπινη περιπέτεια και στην κατάλληλη στιγμή σαλπίζει το έναυσμα των φόνων που θα συμβούν εντός του παλατιού. Εν συντομία λοιπόν αυτοί είναι οι άξονες πάνω στους οποίους δουλέψαμε.
Ε.Π.: Ποιο στοιχείο της «Ηλέκτρας» θέλατε να φωτίσετε περισσότερο;
Δ.Τ.: Κατ’ αρχήν να σας πώ ότι δεν πρόκειται για ένα μονομερές εγχείρημα, οι ηθοποιοί επιλέγουν και οι ίδιοι θέματα. Για αυτό άλλωστε με τον θίασο πήγαμε στην Άνδρο και δουλέψαμε για μια εβδομάδα προκειμένου να αφηγηθούμε σε πολύ προσωπικό επίπεδο και σε κλειστές πόρτες ζητήματα τα οποία τους απασχολούν από το παρελθόν αλλά και τώρα και τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέμα της παράστασης. Η Λουκία λοιπόν θα σας αφηγηθεί την ιστορία μέσα από τις δικές της εμμονές, τη δική της πίστη για το επάγγελμα.. κι αυτός είναι ένας δρόμος στον οποίο την ώθησα.
Ε.Π.: Ο Χορός;
Δ.Τ.: Αυτό είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό και άλυτο ζήτημα, πόσο δε μάλλον όταν μιλάμε για τρίμηνες πρόβες και όχι για ένα ετήσιο σεμινάριο μέσα στο οποίο θα μπορούσαμε να κάνουμε πολύ πολύ σημαντική δουλειά. Ωστόσο, πρέπει να πω ότι είμαι πολύ ευχαριστημένος από τις λύσεις που βρέθηκαν, από την αυτονόμηση του Χορού ο οποίος δεν δρα ως ένα σύνολο πάντα, αλλά ως αυτόνομοι χαρακτήρες, εννέα αυτόνομοι χαρακτήρες, εννέα αστές γυναίκες, οι οποίες αμφιταλαντεύονται, σχολιάζουν, βάζουν όρια, δίνουν θάρρος αλλά κάθε φορά συμμετέχουν στη δράση με έναν πολύ προσωπικό τρόπο. Δε θα έλεγα λοιπόν ότι είναι ένα σύνολο, δεν έχουμε πολλές συνεκφωνήσεις αλλά έχουμε αρκετές στιγμές που αλληλοεπιδρούν με τους χαρακτήρες σε πολύ προσωπικό επίπεδο και αυτό μου άρεσε. Όπως επίσης μου άρεσε πολύ και ο τρόπος με τον οποίο γλιστρούνε από την πρόζα, από τα επεισόδια προς τα στάσιμα. Όλο αυτό γίνεται με έναν οργανικό τρόπο ο οποίος μου αποκαλύφθηκε κατά την διάρκεια των προβών και πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και η ζωντανή μουσική σύνθεση του Φώτη Σιώτα και οι χορογραφίες και η κινησιολογία της Μαρκέλλας Μανωλιάδη.
Ε.Π.: Ποια είναι η σημερινή απήχηση της «Ηλέκτρας»; Που εντοπίζεται η διαχρονικότητά της;
Δ.Τ.: Νομίζω σε «κάτι» το οποίο δεν μπορούμε να είμαστε.. Δηλαδή, εάν θαυμάζουμε κάτι στην Ηλέκτρα είναι η αυτοκαταστροφική της μανία που στόχο έχει αυτή την καθαρότητα, προς μία απόλυτη αλήθεια, σε κάτι που δεν τολμάμε να κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Ο Χορός πολλές φορές λέει «Ναι επικροτώ, ναι είμαι μαζί σου», «Ναι, θάρρος κόρη», όμως οι ίδιες αυτές οι γυναίκες δεν θα τολμούσαν ποτέ να φωνάξουν έξω από ένα παλάτι αυτό που ακριβώς συμβαίνει. Νομίζω λοιπόν ότι αυτό που θαυμάζουμε είναι ακριβώς αυτό που δεν κάνουμε στην καθημερινότητά μας.. διαμαρτυρόμαστε από το πληκτρολόγιο αλλά δεν τολμάμε πραγματικά να γίνουμε θαρραλέοι και όχι μόνο να διαμαρτυρηθούμε αλλά να αλλάξουμε εμείς εσωτερικά… να αυτονομηθούμε, να επιμείνουμε, να μην μας νοιάζει τι κάνει ο διπλανός μας αλλά τι πιστεύουμε εμείς..
Ε.Π.: Το κόστος της επιλογή με λίγα λόγια…
Δ.Τ.: Ναι ακριβώς, το κόστος της επιλογής… Να πούμε επίσης ότι η εκδίκηση που δεν είναι ωραίο στοιχείο της Ηλέκτρας- δεν είναι καθόλου ωραίο ένας άνθρωπος να εύχεται ή να επιθυμεί ή να οργανώνει ακόμη χειρότερα την δολοφονία της μάνας του και του εραστή της… Το κόστος λοιπόν της εκδίκησης όπως παρουσιάζεται μέσα στο έργο είναι πάρα πολύ βαρύ. Αισθάνομαι ότι η Ηλέκτρα δεν νιώθει καμία ικανοποίηση στο τέλος του έργου όταν έχουν διαπραχθεί οι φόνοι, δεν λυτρώνεται, δεν νιώθει δικαιωμένη… αντιθέτως μάλιστα, το υπαρξιακό της κενό μεγαλώνει ακόμη περισσότερο μετά τους φόνους.
Ε.Π.: Να μιλήσουμε και για τους συνεργάτες σας, τους συντελεστές της παράστασης;
Δ.Τ.: Κατ’ αρχήν η Ιωάννα Παππά η οποία είναι παλιά μου συνεργάτιδα, εξαιρετικά έμπειρη στο είδος και είναι μια εξαιρετική Κλυταιμνήστρα, ο Αναστάσης Ροϊλός είναι ένας πολύ συγκινητικός και ανθρώπινος Ορέστης, ο Νικόλας Παπαγιάννης είναι επίσης ένας πάρα πολύ ενδιαφέρον Αίγισθος, η Γρηγορία Μεθενίτη, μια νέα συνεργάτιδα που είναι μια απρόβλεπτη και πολύ ενδιαφέρουσα Χρυσόθεμη, ο Περικλής Σιούντας στο ρόλο του βουβού Πυλάδη που όμως κρύβει μια τεράστια έκπληξη στο φινάλε και πραγματικά λειτουργεί πάρα πολύ ωραία στην παράσταση και φωτίζει κάτι σε σχέση με το Θείο το οποίο απουσιάζει παντελώς από το έργο αυτό, όπως απουσιάζουν και οι Ερυνίες. Και ο Γιάννης Αναστασάκης βέβαια είναι ο παιδαγωγός ο οποίος έχει την μεγαλύτερη και την πιο αναλυτική ψευδή αγγελία που υπάρχει στο αρχαίο θέατρο- αναγγέλει με τρόπο απίστευτο τον ψεύτικο θάνατο του Ορέστη. Και βέβαια οι εξαιρετικά ασκημένες και πολύ ωραίες παρουσίες των εννέα γυναικών του Χορού.
Επίσης θα πρέπει να τονίσω και την όψη της παράστασης από τον Πάρη Μέξη, σκηνικά και κοστούμια, δουλεύτηκε πάρα πολύ και είναι ολόκληρη μια αναφορά στον 20ο αιώνα της ελληνικής ζωγραφικής και ιδιαιτέρως στον Γιάννη Τσαρούχη. Θα έλεγα λοιπόν ότι ο κόσμος θα δει μια παλέτα χρωμάτων αλλά και μία ατμόσφαιρα που παραπέμπει στις πολύ ωραίες στιγμές του 20ου αιώνα της ελληνικής ζωγραφικής, ακόμη και στο θέατρο σκιών ή και στην αθωότητα του Θεόφιλου. Το γεγονός αυτό από μόνο του αποτελεί ένα λόγο για να δει κανείς την παράσταση. Ακόμη και τα κοστούμια είναι χειροποίητα, ζωγραφισμένα στο χέρι, πολλά από αυτά μάλιστα και μοναδικά. Άρα η παράσταση παρουσιάζει και μια συγκεκριμένη αισθητική αξία που με ικανοποιεί ιδιαίτερα.
Ε.Π.: Η Ηλέκτρα, στη δική σας ματιά, είναι θύμα, ήρωας, ή κάτι πιο σύνθετο;
Δ.Τ.: Εάν μπορούσαμε να λύσουμε το αίνιγμα, τότε δε θα είχε καμία αξία.. Ωστόσο επειδή με ρωτάτε, θύματα είμαστε πρώτα εμείς οι ίδιοι, θύματα του εαυτού μας. Όλοι είμαστε θύματα των επιλογών μας ή των γνωρισμάτων μας. Έτσι και η Ηλέκτρα, ως ιδιοσυγκρασία, ως ψυχοσύνθεση, είναι κάτι το μοναδικό και δεν μπορεί να αποδράσει από αυτό που είναι. Αυτό από μόνο του είναι τραγικό γιατί μας δείχνει πόσο δέσμιοι είμαστε της μοίρας μας που τελικά είναι οι επιλογές μας συν το δάχτυλο ενός αόρατου Θεού που δεν αντιλαμβανόμαστε ποτέ ότι είναι ακριβώς δίπλα μας.
Ε.Π.: Τι θα λέγατε σε έναν νέο θεατή που δεν έχει ξαναδεί τραγωδία;
Δ.Τ.: Κατ’ αρχήν θα ήθελα να σας πω ότι ο πρώτος στόχος για μένα μιας σκηνοθεσίας είναι να αφηγηθεί μια ιστορία με τέτοιο τρόπο ώστε ο θεατής να μην βαριέται, να μην κοιτάζει το ρολόι του, να μην δυσφορεί.. Πώς θα γίνει αυτό; Όταν υπάρχει καθαρότητα στις προθέσεις, όταν χτίζονται σωστά σχέσεις επί σκηνής και όταν καταλαβαίνεις τι ακριβώς είναι το διακύβευμα. Αυτός είναι ο πρώτιστος στόχος. Ο νέος λοιπόν θεατής, ο οποίος δεν πηγαίνει συχνά ή δεν έχει δει αρχαία τραγωδία, νομίζω ότι αυτό θα περιμένει να παρακολουθήσει. Μία ιστορία η οποία με κάποιο τρόπο να του θυμίσει ότι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες –οι Ορέστηδες, οι Ηλέκτρες- δεν είναι πρόσωπα ενός απώτατου παρελθόντος αλλά κοντινοί μας άνθρωποι, οι διπλανοί μας, ο αδερφός μας, η μάνα μας.. Θα μου πεις η μάνα μου είναι η Κλυταιμνήστρα; Ναι είναι η Κλυταιμνήστρα…
Σε πάρα πολλά στοιχεία εγώ έβλεπα την μάνα μου και ως Ηλέκτρα και ως Κλυταιμνήστρα.. αυτά λοιπόν για μένα είναι ουσιώδη ζητήματα. Δεν είμαι οπαδός ούτε του φορμαλισμού ούτε του μοντερνισμού γιατί πίσω από αυτούς τους «ισμούς» κρύβεται η επιθυμία καλλιτεχνών να επιβληθούνε σε ένα κείμενο. Προσωπικά δεν θέλω να επιβληθώ στο κείμενο αλλά να το φωτίσω ώστε να προκύψει μια δημιουργική διαδικασία με τους ηθοποιούς και τους υπόλοιπους συνεργάτες μου. Εάν μείνει αυτή η παράσταση ως μια ενδιαφέρουσα ματιά πάνω στην Ηλέκτρα, μου είναι αρκετό.
Ε.Π.: Εάν γυρνούσαμε τον χρόνο πίσω, τότε που ξεκινήσατε να ακολουθείτε το όνειρό σας, τι θα συμβουλεύατε στον νεαρό Δημήτρη;
Δ.Τ.: Θα του έλεγα ότι έκανε πολύ ενδιαφέρουσες και απροσδόκητες επιλογές και επίσης ότι επέμενε σε αυτό που ήθελε να κάνει και δεν πτοήθηκε ποτέ από ειρωνείες, από αρνητικές κριτικές, ακόμη και από αδικία… Θα ήθελα λοιπόν να πω ότι αυτή η πορεία που ακολούθησα ήτανε για μένα μια πορεία γεμάτη ικανοποίηση. Φυσικά στα 18 και στα 20 δεν ήξερα τι μου γινόταν αλλά η φλόγα υπήρχε και όταν κάποια στιγμή άστραψε μέσα μου η επιθυμία να ασχοληθώ με το θέατρο σε ένα άλλο επίπεδο και αναζήτησα συνεργάτες που να μου το μάθουν αυτό, δηλαδή δασκάλους, τότε ξεκίνησε και η πραγματική πορεία μου προς αυτό που είμαι τώρα. Θα έλεγα λοιπόν ευχαριστώ τους δασκάλους μου, ευχαριστώ αυτούς που με έστρεψαν προς την αφοσίωση και την πίστη που έχω τώρα, λόγου χάρη τον Τάσο Μπαντή, ο οποίος με έβαλε σε ένα κόσμο δύσκολο, επικίνδυνο, πολύ οδυνηρό πολλές φορές αλλά άξιζε τον κόπο. Όταν λοιπόν μπεις σε αυτόν τον κόσμο και τον πιστέψεις, δεν μπορείς να βγεις και παραμένεις πάντα αφοσιωμένος, εξελίσσεσαι μέσα σε αυτόν… Αρχίζω να σκηνοθετώ στα 35 μου χρόνια και αυτό εξελίσσεται συνεχώς καθώς η ίδια η πράξη μου έδειξε εάν κάνω για τη σκηνοθεσία ή όχι. Έτσι σιγά σιγά άρχισα να πιστεύω όλο και περισσότερο στις δυνάμεις μου, στο όραμά μου και με πολλούς συμπαραστάτες μπόρεσα να συντηρήσω επί 26 συναπτά έτη το Θέατρο Πορεία, το οποίο και έγινε ένας ισχυρός πόλος έλξης θεατρόφιλων. Και ειλικρινά νομίζω ότι αυτό είναι το βασικό, να δημιουργείς ένα κοινό το οποίο πιστεύει σε σένα, στη δουλειά που κάνεις.
Σας ευχαριστώ πολύ!
Τετάρτη 9 & Πέμπτη 10 Ιουλίου, θέατρο Δάσους.
«Ηλέκτρα» του Σοφοκλή.
Η Ηλέκτρα, μέλος της καταραμένης οικογένειας των Ατρειδών, μια γυναίκα παγιδευμένη σε αυτόν τον κύκλο αίματος και φρίκης, είναι κάτι περισσότερο από ένας τραγικός χαρακτήρας, αφού προσωποποιεί το δίλημμα ανάμεσα στην ανάγκη για δικαιοσύνη και την ηθική επιταγή της αποφυγής της βίας.
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου. Ερμηνεύουν: Λουκία Μιχαλοπούλου, Αναστάσης Ροϊλός, Ιωάννα Παππά, Νικόλας Παπαγιάννης κ.ά.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 9 & Πέμπτη 10 Ιουλίου στις 21.15
Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ