ΜΟΥΓΚΑΝΙΣΜΑ ΤΡΙΤΟ :
Από τον Δημήτρη Χατζηθεοδοσίου.
Μερικές ιστορίες συμβαίνουν πολύ αναπάντεχα, εκεί που νομίζει κανείς ότι έχουν σβήσει όλα τα φώτα κι όλες οι φωνές.
Ο Φάνης είναι ένας άστεγος, λίγο παλαβός, αλλά δεν πειράζει ποτέ κανέναν. Έχει μια έμφυτη τάση προς το δραματικό κι έτσι συχνά πυκνά ανεβαίνει σε ένα κασόνι και αγορεύει στους περαστικούς ή διασκεδάζει τους φίλους αστέγους του. Κάποτε μου είπαν ότι ήταν δάσκαλος σε φροντιστήριο πριν τον αφήσει η γυναίκα του επειδή του έκοψαν τον μισθό. Το ένα πράγμα έφερε το άλλο, έξοδα, δάνειο, η διατροφή.. η θλίψη, το ποτό.. και ο Φάνης βρέθηκε στα πενήντα-κάτι του να τριγυρίζει στον δρόμους με κουβέρτες στην μασχάλη. Έχοντας χάσει τα πάντα ζούσε στα παγκάκια με μπουκάλια διαφόρων τύπων αλκοόλ –συνήθως ρετσίνας- που πάντοτε έβρισκε έναν τρόπο να εξασφαλίζει και λιγοστό φαγητό, πότε από τα συσσίτιο της εκκλησίας και πότε από κάτι νοικοκυρές που του πρόσφεραν ένα πιάτο «φαγί» όπως το ‘λεγε, ενθυμούμενες μάλλον την εμφανίσιμη νεότητά του και από λύπη για την ατυχία του..
Ο Φάνης είναι ευχάριστος τύπος γενικά, αν εξαιρέσει κανείς την μυρουδιά, αλλά λίγο το κρύο, λίγο που βρήκε ένα μέρος να πλένεται που και που, μπορεί κανείς να σταθεί να πεί μια κουβέντα. Έτσι τον συνάντησα στο παρκάκι της νέας παραλίας χθές το βράδυ, είχε πιεί μπύρες και μιλούσε με τους συγκατοίκους του.. Ήταν όλα βρεγμένα και κάτι με ‘πιασε μέσα μου και λέω, «δεν τους πάς ένα πακέτο τσιγάρα απ το περίπτερο; Τουλάχιστον θα το ευχαριστηθούν».
Όταν τους το πήγα τόσο ευφράνθηκε η καρδιά τους που με φάγανε να κάτσω να πιώ μια μπύρα μαζί τους. Εν μέρη γιατί είχα βαριά καρδιά, εν μέρη γιατί είχα καιρό να δω τον Φάνη που και πλάκα είχε και όλο κανένα νόστιμο θα έλεγε, κάθισα στην παρέα τους «για μια μπύρα όμως έ!».
Η κουβέντα γύριζε γύρω από τις ποικιλίες του καπνού, την εξαγορά της Παπαστράτος και τους ασυνείδητους που δεν μαζεύουν τα σκυλοκόπρανα των κατοικίδιων τους από το πάρκο που τα «παιδιά» κοιμόντουσαν πολλές φορές. Το δικό μου μυαλό όμως πετούσε κάπου μακριά, όπως και η ματιά μου που ξαφνικά σταμάτησε πάνω στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.. και τότε, χωρίς να το σκεφτώ, απλώς το στόμα μου είπε τις λέξεις: «Φάνη, εσύ τι λές για το σκοπιανό;» ρώτησα και .. παύση, η αλλόκοτη παρέα κοιτάχτηκε πρωτοφανώς συνωμοτικά ενώ ο Φάνης, αποκρυστάλλωσε στο πρόσωπό το πιο αγαθά σαρδόνιο χαμόγελο που είχα δεί ποτέ στην ζωή μου.
«Τι; Τί φάση ; Τί είπα;» Ρώτησα, και η παρέα ξέσπασε σε γέλια. Ο Φάνης άρχισε να σκαλίζει την σαβουρο-πραμάτια τους μέχρι που έβγαλε ένα κασόνι. Το έστησε λίγο πιο μακριά μας. Η ομάδα άρχισε να τον χειροκροτεί και αντιδρώντας στο μάλλον αλλόκοτο και βοϊδίσιο βλέμμα απορίας που πρέπει να ήταν αποτυπωμένο στο πρόσωπό μου, ο Ρωμύλος, έτερος Καππαδόκης της παρέας γυρίζει και μου λέει «άκου τώρα πως τα λέει ο δικός μας βουλευτής».
Ο Φάνης ανέβηκε εν το μεταξύ στο κασόνι και πήρε ύφος σοβαρό και λόγιο. Ξαφνικά έπαψαν τα χειροκροτήματα.
«Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε»
Αμέσως κατάλαβα ότι ήταν ένα από τα γνωστά νούμερα του Φάνη,
«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ελληνικέ λαέ η σημερινή συζήτησή μας στην Βουλή αφορά την ψήφιση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου με τίτλο «Κύρωση της Τελικής Συμφωνίας για την Επίλυση των Διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817(1993) και 845(1993), τη Λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την Εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των Μερών».
Οφείλω να πώ ότι παρά το γεγονός ότι τον είχα ξαναδεί να κάνει τα δικά του δημοσίως και να λέει και διάφορα ψαγμένα, με εντυπωσίασε το γεγονός του ότι διατύπωσε τον τίτλο της συζήτησης της επερχόμενης ψηφοφορίας επακριβώς, ή σχεδόν εν πάση περιπτώση, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος εκείνη την στιγμή, μα σίγουρα πολύ πιο ορθά απ’ ότι θα τον διατύπωνα εγώ.
«Η συζήτηση αυτή αγαπητοί, συμπαθείς και μή συνάδελφοι όμως, δεν μοιάζει με όλες τις υπόλοιπες, καθώς αφορά ένα θέμα υψίστης εθνικής σημασίας, που απασχολεί και ταλανίζει την εξωτερική πολιτική της χώρας μας για δεκαετίες. Αφορά την ονομασία του κατά βορρά γειτονικού κράτους, την Πρώην Γιουγκοσλαβία των Σκοπίων, γνωστή και με τα αρχικά FYROM, μα ακόμη περισσότερο, αφορά το όνομα Μακεδονία και όλα τα συνεπακόλουθα αυτής»
Στο σημείο αυτό ένας από την παρέα σφύριξε δυνατά, «δώσε πόνο Φάνη!». Από πλευράς μου, μάλλον ετοιμάστηκα να ακούσω μια χιονοστιβάδα αναμασημένων σημαιοστόλιστων επιχειρημάτων της επικαιρότητας για το Μακεδονικό. Είχε αρχίσει να μαζεύεται και λίγος κόσμος από το θέαμα του Φάνη και το άκουσμα της λέξης Μακεδονία. Ομολογώ πως ένιωσα άβολα, αλλά ούτως ή άλλως τίποτα δεν μπορούσε να με έχει προετοιμάσει για αυτό που θα άκουγα, το οποίο με αιφνιδίασε τόσο που ακόμη σκέφτομαι πως ήταν βαθύτατα συγκλονιστικό και καθόλα διαφορετικό απ’ ότι περίμενα:
«Συνάδελφοι εκλεκτοί, ακούστε με όταν σας λέω πως έρχομαι από τα χαλάσματα. Από τον σκορδοφάγο του ορυμαγδού που κατάπιε την χώρα μας μεθοδικά, χρόνο τον χρόνο από το ’81 και μετά, μεθοδικά για να φτάσουμε στην μεγάλη οικονομική καταστροφή των τελευταίων δέκα ετών, που επέφερε την άτυπα επίσημη άτυπη εισβολή ξένων δυνάμεων στην χώρα de facto και de jure. Έρεβος και σκότος, σαν φάντασμα πλανάται πάνω απ’ το κουφάρι της Ελλάδος και ολοένα και λιγοστεύουν οι νεκροζωντανοί που την κατοικούν. Ναι, αυτοί, νεκροζωντανούς τους χαρακτήρισα, όσους έμειναν εντός των άθλιων συνόρων μας, -αυτών που τώρα θα συμφωνήσουμε ρητώς ότι είναι αδιαπραγμάτευτα με τούτο το χαρτί- όσοι έμειναν που η ελπίδα τους στέγνωσε με τα απανωτά χτυπήματα που θα άφηναν άναυδο κάθε πολίτη δυτικού κράτους, που ακινητοποίησαν και σταμάτησαν τον χρόνο και τον κόσμο για μια σειρά ανθρώπων που παγιδεύτηκαν σε μια απέραντη κατοικημένη έρημο.
Η κυβέρνηση κυρίες και κύριοι, πιστή στα λεγόμενά της αποφάσισε να φέρει προς επικύρωση την συμφωνία των Πρεσπών παρακάμπτοντας την απώλεια της δεδηλωμένης μετά την αποχώρηση των ΑΝ.ΕΛ., δια της ψήφου εμπιστοσύνης που εξασφάλισε την προηγούμενη εβδομάδα, συγκαλύπτοντας το γεγονός ότι η ψήφος εμπιστοσύνης δεν υποκαθιστά την δεδηλωμένη των 50% του συνόλου των εδρών, ειδικά για μείζονος σημασίας θέματα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός μίλησε για τις πρωτοφανούς κατάπτωσης σκηνές που έλαβαν χώρα στο κοινοβούλιο, υπενθυμίζοντας τις πάμπολλες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου που θεσμοθετούσαν εν μια νυκτί και άνευ ψηφοφορίας, μνημονιακούς νόμους, πρακτική που όμως εξάσκησαν και οι κυβερνήσεις του ιδίου. Και τώρα παρασέρνει την βουλή σε μία ακόμη διαδικασία φάρσα – παραγγελία εξωτερικών συμφερόντων πίεσης, όπου η ολομέλεια καλείται να αποφασίσει για ένα συνταγματικό κείμενο που κ’ αν δεν πλήρη όλες τις προϋποθέσεις νομιμότητας του διπλανού κράτους, και η ίδια η διαδικασία εδώ, με τα παρόντα δεδομένα, δεν είναι παρά ένα θεατράκι γεμάτο ξύλινους λόγους και φωνές που δεν έχουν ισχύ και ουσία παρά μόνον μόστρα, με σκοπό να αποκρυφθεί η αυθαιρεσία που συμβαίνει εις βάρος των ιθαγενών.
Και ερωτώ, ποιός υπεύθυνος αρχηγός κράτους θα είχε το θράσος και τον εγωισμό να επιμείνει στην ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου υπό τις συνθήκες αυτές και ενώ η εκλογή του αφορούσε μία τελείως διαφορετική σειρά θεμάτων, κυρίως οικονομικής φύσεως; Με ποιά πολιτική νομιμοποίηση ο κ. Πρωθυπουργός ασκεί διακυβέρνηση σήμερα;»
Και ο Φάνης φταρνίζεται απότομα με το που τελειώνει την φράση του και έπειτα χρησιμοποιεί ένα μαντήλι που προεξέχει από την τσέπη του και συνεχίζει με προσποιητούς κομπασμούς:
«Καταλαβαίνω ότι όλον αυτό τον καιρό, έχει καλλιεργηθεί ένα κλίμα πόλωσης από την κυβέρνηση με σκοπό την φόρτιση με ιδεολογικά και εθνική ταυτότητας πρόσημα, δια της πλήρους απαξίωσής τους και σε συνδυασμό με την δημιουργία ενός κίνηματος χαρακτηρισμού των αντιδρώντων στην συμφωνία ως πρόσωπα ακροδεξιών πεποιθήσεων είτε ως άτομα υπερσυντηρητικών, «κολλημένων» και οπισθοδρομικών. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι αντιδρώντες έχουν εξαπατηθεί, διότι αντί για σημαίες και ύμνους, θα έπρεπε να επαναλάβουν τα στηλιτικά του 1875, μην αφήνοντας αυτήν την βουλή να συνεχίσει ώς έχει.»
Χρειάστηκε να ανατρέξω στην wikipedia για να καταλάβω ότι τα στηλιτικά αναφέρονται σε διάφορα πολιτικά επεισόδια που συνέβησαν στην Αθήνα το 1875, με προπηλακισμούς βουλευτών, λόγω παρατεινόμενων συνταγματικών παραβάσεων κατά τη λήψη αποφάσεων στη Βουλή, χωρίς δηλαδή την απαιτούμενη απαρτία.
«Όμως όπως έγραφε ο Ξενοφώντας «Ο ενάρετος υπό της δουλείας χλευάζεται, ο φιληθείς δεν εισακούεται.» έτσι και την παρούσα στιγμή, η συνήθεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος να μιλάει δίχως να προσφέρει ουσία παρά μόνο σοφισμούς και ρητορείες τύπου «άλλο λέμε, άλλο θέλαμε, άλλο κάνουμε» και όλοι σιωπούν εντός του κοινοβουλίου και κωφεύουν στην πρόδηλη συνταγματική εκτροπή της κυβέρνησης από την νομιμότητα και την λαϊκή βούληση που προδήλως και με κάθε νόμιμο τρόπο εκφράστηκε: «απορρίψτε την συμφωνία».
Με κώφωση και κύφωση λοιπόν, η σημερινή συνεδρίαση λαμβάνει χώρα με μια διαδικασία που πάσχει προδήλως από ελαφρότητα και ακυρότητα, δυσανάλογά προς την σημαντικότητα του θέματος, με βιασύνη, φωτοτυπίες, ρηματικές γραπτές και προφορικές διαβεβαιώσεις, ασάφειες και κυρίως αφροσύνη, σε ένα κράτος που ακόμη και για να χτίσει κανείς πέργκολα στο μπαλκόνι του απαιτούνται περισσότερες διαδικασίες, γνωμοδοτήσεις και ένας στρατός «ειδικών» για να το εγκρίνουν.
Λαμβάνει χώρα σε μια φαντασιακή πραγματικότητα, όπου το διαστρεβλωτικό νεομαρξιστικό ιδεολογικό μεταδομικό πρίσμα της κυβέρνησης, θεωρεί πως οι γοερές φωνές των ιθαγενών της ελληνικής μπανανίας, δεν υπάρχουν, δεν χρήζουν διαλόγου, δεν αντικατοπτρίζουν την νομιμότητα, γιατί αφορούν ένα παρωχημένο εθνοσυνειδησιακό μόρφωμα για τις νοικοκυρές του χθές, τους αμόρφωτους βιοπαλαιστές του καφενείου, γηπεδικούς οπαδούς και αχαΐρευτους αστέγους, που εν τέλη δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και το πλήθος των συλλαλητηρίων, όπως δεν υπάρχει το πλήθος έξω από την βουλή αυτήν τη στιγμή.
Η κυβέρνηση «σωτηρίας» του ΣΥΡΙΖΑ, επιμένει στην θέση πως η εθνοσυνειδησιακή ταυτότητα είναι φτιαχτή και διαχειρίσιμη –όπως αποδεικνύει άλλωστε το επιστημονικό παράδειγμα της βιβλιογραφίας για την Γιουγκοσλαβία η οποία προσπάθησε να αποτελέσει «πατρίδα των Σλάβων», αποτελούμενη από ένα κολλάζ λαών και παραδόσεων-. Το πολιτικό κόμμα όμως του ΣΥΡΙΖΑ, διαποτισμένο από την εκφυλιστική επιρροή των νεομαρξιστικών ιδεολογιών του αποδομισμού και των πολιτικών ταυτότητας, παραγνωρίζει το γεγονός ότι ήδη από το 1907 ο γερμανός ιστορικός Friedrich Meinecke αναγνώρισε τους Έλληνες μαζί με τους Ρώσους, τους Άγγλους και τους Γερμανούς ως «πολιτισμικά έθνη», δηλαδή ομάδες με υψηλό βαθμό επικάλυψης εθνοτικών και εθνικών (κρατικών) ταυτοτήτων. Θεώρησε δηλαδή τα εθνοκρατικά μορφώματα αυτά ως «οργάνικά», ανεπτυγμένα δηλαδή με μια έντονη μορφή ιστορικής συνέχειας. Παραγνωρίζεται δε το γεγονός ότι ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδος, η έννοια της πατρίδας και των συμπαραδηλώσεων αυτής, ενέχει ένα συγκινησιακά φορτισμένο πρόσημο που διαμορφώθηκε από τον διαχρονικό καημό, πόνο και αγώνα των κατοίκων της περιοχής με το ιδιαίτερο ταμπεραμέντο τους και την αίσθηση μελαγχολικής ξεγνοιασιάς που γεννά το ελλαδικό τοπίο.
Με άλλα λόγια, ακόμη και με χρήση του εργαλείου ανάλυσης της πλαστικότητας των συλλογικών ταυτοτήτων, παραγνωρίζεται το γεγονός της πραγματικής σημασίας που κατέχει η έννοια «πατρίδα» για τους Έλληνες πάσης φύσεως καταγωγής.
Η κυβέρνηση επιχειρεί, υπό το δίκαιο κράτος του τρόμου απέναντι στις συλλογικές ταυτότητες και την αιματοβαμμένη φρίκη που μπορούν αυτές, αποδεδειγμένα κατά τον προηγούμενο αιώνα να προκαλέσουν, να ξεχωρίσει την εθνοσυνειδιακή αντίδραση στην παραχώρηση χρήσης ενός ονοματικού στοιχείου συνώνυμου με την ελληνική κρατική επικράτεια από την ιστορική της διαδρομή, συνεπάγοντας την ματαιότητα αυτής της ενέργειας με την λογική πως είναι αποτελέσματα προπαγανδιστικής πλάνης.
Βέβαια, αν αντιμετωπίσουμε το όνομα της Μακεδονίας σαν ένα ιστορικοπολιτικά φορτισμένο σημείο, ικανό να πολώσει έναν ολόκληρο λαό, τότε από πλευράς στρατηγικής και παρά τις ρητά διατυπωμένες δεσμεύσεις μιας αδύναμης πολιτικά κυβέρνησης των Σκοπίων για την μη αξιοποίηση αυτών για προπαγανδιστικούς λόγους, σε μια ανυπόγραφη κόλλα χαρτιού μάλλον δεν είναι ιδιαίτερα σοφή κίνηση.
Γιατί το όπως έχει αποδείξει πολλάκις η ιστορία, οι συσχετισμοί των δυνάμεων αλλάζουν γοργά και ιδιαιτέρα στην περιοχή της χερσονήσου του Αίμου (Βαλκάνια), όπου η αποσταθεροποίηση, η αλλαγή συσχετισμών δυνάμεων και ο διαρκής κατακερματισμός δημιούργησαν τον όρο «Βαλκανικοποίηση» στην διεθνή βιβλιογραφία, που σημαίνει κατακερματισμός ή όπως θα το έλεγε ο Μακιαβέλι, μέθοδος του «διαίρει και βασίλευε».
Υπενθυμίζω τα πρόσφατα πολεμικά γεγονότα στην Βοσνία και Σερβία, στο Κόσσοβο και το Σαράγεβο αλλά και μόλις πριν 4 χρόνια στην πρώην Ουκρανική νυν Ρωσική Κριμαία.
Άρα λοιπόν, αν το θέμα εξετασθεί απευαισθητοποιημένα από πλευράς της δίκαιης κατά τα άλλα, ιστορικής συνεπείας και εθνικής ευθιξίας αλλά και απογδυμένο από την παρωπιδικη, στρουθοκαμηλική επιρροή της αριστερίζουσας ιδεολογίας των πολιτικών ταυτοτήτων και τον εγωισμό επιβολής της διάλυσής τους από θερμοκέφαλους, ιδεολογικά πολωμένους, αμυκτηροπούς πολιτικούς, που κάποιοι από αυτούς ήταν προσφάτως και υπουργοί παιδείας , θα εμφανισθεί το πραγματικό διακύβευμα του.
Το πραγματικό ζήτημα λοιπόν, από την σκοπιά της Realpolitik, δηλαδή της πολιτικής του ψυχρού ρεαλισμού, λέει ότι είναι στρατηγικά αυτοϋπονομεύτική κίνηση να συμφωνήσει κανείς στην, έστω με την προσθήκη προσανατολιστικού επιθέτου (βόρεια), στην αναγνώριση και παραχώρηση χρήσης ενός κρατικού και εθνικού τοπωνυμίου που συμπεριλαμβάνει τόσο μεγάλο ιστορικοπολιτιστικό φορτίο, ικανό να συσπειρώσει τεράστιους αριθμούς ανθρώπους στο αφήγημά του, κατά την διάρκεια μιας περιόδου γενικότερης γεωπολιτικής αποσταθεροποίησης της περιοχής, εν όψη ενεργειακών επενδύσεων (αγωγών), εμπλοκής τρίτων συμφερόντων μεγαλυτέρων δυνάμεων, και ενώ η ίδια μας η χώρα βρίσκεται αποδυναμωμένη οικονομικά, ηθικά και υπό την διαρκή πίεση τόσο των γεωγραφικών γειτόνων μας από βορρά και ανατολή, όσο και των ευρωπαϊκών εταίρων μας και των γραφειοκρατικών τους αιτημάτων.
Κατά την ατυχή αυτή συγκυρία λοιπόν και ενώ ο πληθυσμός έχει ανεχθεί και υπομείνει μια σειρά από καταστροφικές για την καθημερινότητα του, την ζωή και το μέλλον του, για τα όνειρά του και τον ρόλο που θα μπορούσε να παίξει στην ευρωπαϊκή ιστορία, ως κοινωνικός αναμορφωτής της ή απλό πειραματόζωο, τον εξευτελισμό και την απογοήτευση, την εκποίηση της ιδιωτικής και περιουσίας του, την παραχώρηση του εργασιακού χώρου σε εκτός του τοπικού πληθυσμιακού συνόλου επιχειρηματίες και τραπεζίτες, την απομύζηση του πλούτου, των μυαλών, της ζωής και των νιάτων από την περιοχή –αφού τα έχει ανεχθεί όλα αυτά και το ηθικό του είναι τσακισμένο- η κυβέρνηση του κυρίου Τσίπρα, επιθυμεί να εκποιήσει άλλο ένα κομμάτι της χώρας, που έστω ας το αντιμετωπίσουμε ψυχρά για να μην κολλήσει ο διάλογος σε εθνικοαποδομιστικά επιχειρήματα, επιθυμεί να εκποιήσει ένα κομμάτι γέω-ιστορικοπολιτισμικής περιουσίας που αποκτήθηκε με τεράστιο κόστος σε χρήμα, χρόνο, αίμα και ζωές του προσφάτου παρελθόντος, δίχως ουσιαστικό στρατηγικό αντάλλαγμα – έστω αν αυτό υπήρχε. Απεναντίας, ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή τους, τυφλωμένοι από την ιδεολογική μανία ενός αριστερισμού ακραίας μεταμοντέρνας αποδημητικής λογικής που αποζητά «να τελειώνει με τα ζητήματα», και την αναζήτηση ενός χτυπήματος στην πλάτη από τις «γονεϊκές» δυνάμεις που θέλουν να βάλουν σε εφαρμογή τα επιχειρησιακά σχέδιά τους και στις οποίες προφανώς οι φίλτατοι πολιτικοί μας εκπρόσωποι υπολογούν –σαν καλά παιδάκια-, προβαίνουν λοιπόν στην σύναψη μιας ανίσχυρης συμφωνίας που μπορεί να ανατραπεί στα σημεία της ανά πάσα στιγμή, προσδίδοντας πια όμως, ημιτελή νομιμοποίηση στο διπλανό κράτος και όσους το χειραγωγούν, να ισχυριστούν ότι η συμβιβαστική υποχώρησή μας είναι τεκμήριο ενοχής.
Ας μην πηγαίνουμε πολύ μακριά, αρκεί ένας σκιώδης πάτρωνας για να δημιουργηθεί ένας μακεδονικός ISIS που θα αγνοεί τις επιταγές του κράτους των Σκοπίων και φυσικά της Ελλάδος για να αποσταθεροποιήσει πλήρως την περιοχή.
Εν τέλη, ακόμη και αν άρρητοι παράγοντες πιέζανε για την άμεση διευθέτηση του ονοματολογικού, με τόσο ανυπέρβλητους και σκοτεινούς τρόπους που επιβάλλανε την οργάνωση αυτού του κακοστημένου θεατρικού για την επίλυσή του, τουλάχιστον, θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη σύσκεψη στον ακριβή ορισμό του ονόματος με μία λέξη (και όχι δύο) της οποίας τα συνθετικά δεν θα παρέπεμπαν στην Μακεδονία, αλλά εν πάση περιπτώση, στο σενάριο αυτό, τουλάχιστον την εξασφάλιση τρομερά ωφέλιμων στρατηγικών ανταλλαγμάτων.
Είναι πρόδηλο, ότι από στρατηγικής και ψυχρά ορθολογικής απόψεως η συμφωνία δεν εξυπηρετεί σε τίποτα άλλο από το να αποδυναμώσει περαιτέρω την ήθη καμφθείσα συνοχή της εικόνας πυγμής της ελληνικής κοινωνίας στην διεθνή σκακιέρα, υπό το πρίσμα του δήθεν προοδευτισμού και της εμπειροτεχνικής διπλωματίας που μας αποδυναμώνει άμεσα ως κυρίαρχο κράτος.
Και τί μας ζητείται τέλος πάντων σήμερα; Η κύρωση του ονόματος Βόρεια-Μακεδονία, υποθετικά χωρίς την ιστορικοπολιτική του σημασία, και η αναγνώριση μιας κάποιας Μακεδονικής γλώσσας – της μεταγραφής δηλαδή των σλαβικών από κυριλλικούς σε λατινικούς χαρακτήρες- και μιας κάποιας κατασκευασμένης Μακεδονικής εθνότητας/ υπηκοότητας.
Η κυβέρνηση μας ζητά να είμαστε προοδευτικοί και να καταλάβουμε την ματαιότητα των εθνικών και συλλογικών ταυτοτήτων, παραδίδοντας έτσι αυτό το ίδιο μέσω που υποθετικά πρέπει να αποποιηθούμε στους βόρειους γείτονες μας για να κάνουν αυτό ακριβώς που εμείς πρέπει να αναγνωρίσουμε ως ανορθόδοξο, οπισθοδρομικό και ανόητο, να οικοδομήσουν μια εθνική ταυτότητα και ένα σημείο αυτοπροσδιορισμού!
Όλα αυτά, εν όσο οι φωνές βροντούν έξω από την βουλή και οι γαλανόλευκες ανεμίζουν. Θα προσπαθήσω αυτά τα τελευταία λεπτά, προσπαθώντας να καθυστερήσω το αναπόφευκτο, ελπίζοντας πως ίσως το φωτισμένο πλήθος θα με διακόψει με την λυτρωτική είσοδο του στο κοινοβούλιο σαν κυρίαρχος λαός που δεν ανέχεται την καταστρατήγηση των διαδικασιών του, θα προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω μια για πάντα τα μυθεύματα περί εθνοπαραληρηματικών αντιδράσεων.»
Ο Φάνης τότε έβγαλε από την τσέπη του ένα σακουλάκι με λίγες ελιές και μια κομμένη ντομάτα και άρχισε να μασουλάει, για να συνεχίσει μετά από λίγο:
«είναι γνωστό, ιστορικά, πως η ιδιοσυγκρασία του κράτους μας και του πληθυσμού του, είτε αυτόχθονα είτε απορροφημένου, δεν είναι βάναυση. Παρά τις παθογένειες και τις στρεβλώσεις του, το γενικό Volksgeist (πνεύμα λαού), προσανατολίζεται περισσότερο στο πνεύμα του ατομισμού. Στο να έχει δηλαδή ο καθείς αυτό που του πρέπει για τον εαυτό και τους ανθρώπους που αγαπάει. Και αν και υπό την αρρώστια του κρατισμού και της επιρροής ξένων δυνάμεων –κυρίως δια της οικονομικής οδού- δεν θα αποτελούσε υπερβολή να πεί κανείς ότι η Ελλάς, επί της αρχής τουλάχιστον, είναι ένα κράτος ελευθέρων – δι’ αυτόν τον λόγο έχει και τόσο μεγάλη αφομοιωτική ικανότητα μη γηγενών πληθυσμών.
Συνεπώς, το της ελευθερίας συμφέρον της πλειοψηφίας αποτελεί σε μεγάλο βαθμό την κινητήριο δύναμη για τις αποφάσεις των ατόμων, που συνιστούν το σώμα των ψηφοφόρων αλλά και την συγκέντρωση έξω από την βουλή αυτήν τη στιγμή.
Ελεύθερα άτομα που προστάτευαν Γή και ύδωρ, σπίτι και οικογένεια, έναν προσωπικό μικρόκοσμο, πολέμησαν στον Γράμμο και το Βίντσι, σε κάθε μάχη, σε κάθε αγώνα από γενέσεως του έθνους και όχι, ανεγκέφαλες αγέλες αγρίων που ονειρεύονταν μεγαλεία και επεκτατισμούς τυφλωμένοι από μεγάλα αφηγήματα. Όχι. Ο ταπεινός Έλληνας είναι πάντα ένας, μοναδικός και απλός, ακέραιος μέχρι εκεί που αφορά την ανεξαρτησία του και πάντα πολυμήχανος.
Αυτός ο καθένας Έλληνας λοιπόν, αντιλήφθηκε σήμερα με την αιχμή του δόρατος του οπλοστασίου του, την κοινή λογική, πως αυτή η συμφωνία, πέρα και έξω από ιδεολογήματα και αφηγήματα, βλάπτει τα συμφέροντά του και την μακροβιότητα της ελευθερίας του.
Το ίδιο είχε συμβεί και με τις περιπτώσεις των μνημονίων και του δημοψηφίσματος, με την διαφορά ότι τότε το θέμα είχε περίπλοκους οικονομικούς όρους που τον χτυπούσαν στο ευαίσθητο σημείο της συναλλαγής του με το κρατικό και δανεικό χρήμα στα οποία βάσισε την ζωή του για τρείς δεκαετίες και παρόλα αυτά αντέδρασε, και αποδέχτηκε την αποτυχία της απόπειράς του έντιμα και υπό το βάρος της ανικανότητάς του να κατανοήσει την σωρεία τεχνικοοικονομικών όρων και αλαμπουρνέζικων που του αραδιάζανε πολιτικοί, τραπεζίτες και ευρωπαίοι αξιωματούχοι, αναγκάστηκε να το καταπιεί, με την αξιοπρέπειά του να κατεβαίνει στον Άδη και την ζωή του να πλημμυρίζει από μιζέρια και άλλα απόνερα ανεύθυνης συμπεριφοράς την εποχή των «παχιών αγελάδων».
Όμως μετά από πάνω από δέκα χρόνια τιμωρίας, πείνας και απώλειας, ο ελεύθερος που δεν είναι πια ελεύθερος και αυτό τον έκανε να καταλάβει την ελευθερία του έλληνας, αυτό το άτομο που διεκδικεί τον προσωπικό του κόσμο, ένα κεφάλι την φορά, πήρε το μάθημα και κατάλαβε πως η συμφωνία είναι δυνάμει βλαπτική για την ατομική του ευημερία στο άμεσο μέλλον.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτός ο έλληνας, αυτό το άτομο είναι εκεί έξω και φωνάζει με την σημαία «τι κάνετε ρε; Θα μου κλείσετε το σπίτι», αλλά δυστυχώς τριάντα χρόνια αποχή από τον Ξενοφώντα, τον Πλούταρχο και τον Θουκυδίδη, με μια πρέζα Μαρξ, ανακατεμένου με Κροπότκιν, pride, δικαιώματα και αγώνα των Κογκολέζων στην αυτοδιάθεση αυτοδιαχειριζόμενων κατειλημμένων βαγονιών κάπου στο πουθενά και έμφυλες ταυτότητες, μπέρδεψαν την γλώσσα τους και το μόνο που τους έμεινε για να εκφράσουν αυτόν τον απλό συλλογισμό «δεν με συμφέρει Τσίπρα, μή το ψηφίζεις», ήταν το αραχνιασμένο γαλανόλευκο λάβαρό τους, το σκοροφαγωμένο δεκαεξάκτινο αστέρι και η λέξη πατρίδα.
Έτσι η «πρώτη φορά αριστερά» επιστρατεύει εύκολα το όπλο του αποδομηστικού κριτικού εργαλείου που μεταφράζει ότι λέγεται σε κάτι άλλο και ξαφνικά η συγκέντρωση ατόμων στα συλλαλητήρια και έξω μετατρέπεται σε παραληρηματικό όχλο, η Ελλάδα σε σφηκοφωλιά βάναυσων ακροδεξιών στοιχείων, και ο σπαζογλωσσιασμένος ραγιάς σε αμελητέα πολιτική ποσότητα.
Όμως όπως λέει και η ουχ-γλυκομίλητη Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ για άλλους λόγους, «αν κυβερνούν οι ανίκανοι, φταίνε οι ικανοί» που σιωπούν.
Βλέπω μετά λύπης μου καλλιτέχνες, ακαδημαϊκούς, πολιτικούς και άλλα δημόσια προσωπεία της γυάλας της ιδεολογίας, των φουαγιέ, των πάρτυ και των παρεών, να βαυκαλίζουν την προοδευτικότητα και την σπουδή τους με το να στηρίζουν και να προσυπογράφουν την συμφωνία στο όνομα των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας, των καταπιεσμένων και άλλων ιδεολογικών μυθευμάτων της μετανεοτερικής ρητορικής, χωρίς να ενσταλάζουν ούτε ένα δείγμα πρακτικότητας και άμεσης εμπειρικής αντίληψης των πραγμάτων.
Την ίδια στιγμή, εν κρυπτώ ικανοί, λόγιοι και ρήτορες, άνδρες και γυναίκες φωτισμένοι, κρύβονται στα υπόγεια απογοητευμένοι, τσακισμένοι ήρωες μιας επανάστασης που δεν έγινε ποτέ, φυλάσσουν σκονισμένο το λεξικό της μετάφρασης της ά-λογης μα δίκαιης και ορθής απόκρισης του λαού και των ατόμων του. Δεν κάνουν το βήμα στο φώς, δεν αρθρώνουν λόγο, υποτάσσονται στην σαρωτική αποδόμηση του Τσίπριου δρεπανιού, ισοπεδωμένοι και σκοτεινοί.
Η ακατάληπτη σκοταδιστική ρητορική σιωπής του αριστερού ΚΚΕ, παρεκτράπηκε του αρχικού σκοπού της και εγκατέλειψε τον λαό είτε ώς ομάδα είτε ως άτομα. Η οργισμένη ακροδεξιά παλεύει με τα παρωχημένα ιδεολογικά της εργαλεία να ανατρέψει τον σαρωτικό δεύτερο καβαλάρη της αποκαλύψεως, με το κόκκινό του άλογο, μόνο για να καταφέρει να ταΐσει τον ραγιά στο πύρινο άλογο του μυθικού Πρωθυπουργού.
Αλίμονο, αλίμονο, αυτός ο Πρωθυπουργός, είτε πανούργος, είτε δούλος είτε αδαής, ούτε τον δήθεν «φασιστικό εθνικισμό» που προσάπτει στον λαό του με τις ευλογίες του «Συνταγματικού τόξου» και τις σπασμωδικές κινήσεις της χειροπόδαρα δεμένης Χρυσής Αυγής, που διαστρεβλώνουν τον αγώνα του ελεύθερου Έλληνα, δεν αξιοποιεί. Βούτυρο στο ψωμί του τέτοιος «φασισμός», γιατί σε μια χώρα που όλοι παίζουν θέατρο, δεν ήταν τίποτα να βαφτίσει έτσι τον αγώνα του ελεύθερου έλληνα και να τον καταστήσει πολίτικά αδιάφορο (όπως και έκανε) αλλά πολιτικά εργαλειακά.
Με άλλα λόγια μπορούσε να προβάλει τις αντιστάσεις αυτές, έστω με την ταμπέλα που τους προσάπτει, ως λόγο αναδίπλωσης, υπαναχώρησης και επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας.
Ωιμέ, ωιμέ και αλίμονο συνάδελφοι, φίλοι και μή. Ο κυρίαρχος λαός, ο κυρίαρχος έλληνας αναγνωρίζει το συμφέρον και το δίκιο του μα μουγκάθηκε και δεν ξέρει να μιλήσει μόνο μουγκρίζει και ‘σείς φωτισμένοι που είστε; Κουφαθήκατε; Μιλάει, μιλάει η φωνή του ένα, μέσα από κραυγές πολλών, που είστε φωτισμένοι να ακούσετε και να κελαηδήσετε το φώνημά του το μακάριο, το απλό; Ανοίξτε τα αφτιά σας φρόνιμοι κι ακούστε, γιατί οι τυφλοί κάνουν κουμάντο και θα πνίξουν τον καθένα στους υφάλους των ισμών..
Άνδρες και Γυναίκες του κοινοβουλίου, σας μιλώ σαν ελεύθερους ανθρώπους των καιρών μας, σας καλώ πέρα από κόμμα και ιδεολογικά γυαλιά, ‘λέφτεροι δείτε τούτο το θέμα σήμερα και τα λόγια μου ακούστε, ότι και να ψηφίσετε, κάντε το με κοινή λογική, απλή κι ατομική. Ψηφίστε σαν άτομα και όχι σαν φερέφωνα, γιατί οι φωτισμένοι δεν μιλούν φοβούνται την ηράκλεια γροθιά του εθνοφρουρητικού χαρακτηρισμού, μα δεν ήρθε ακόμα η σειρά τους, τώρα είναι η σειρά η δική σας, να στρέψετε το καριοφίλι στο δόξα πατρί ή στο χώμα .
Και θυμηθείτε, ότι αναλάβατε να μεταφράζετε τα μουγκρητά του αδιάβαστου ραγιά σε λόγο και πράξη, κι αυτός είναι απ’ έξω και μιλάει ρωμαλέα, ακούστε.. Ιδού η ώρα της κρίσης, ή θα τσακίσετε την αξιοπρέπεια σας και την αξιοπρέπεια αυτών με την τελική σας σφαίρα στα ματωμένα σώματα τους ή θα αναχαιτίσετε την κατρακύλα στο κενό, με ευθύνη, θάρρος και επιχειρήματα αληθινά και από καρδίας.
Σας ευχαριστώ πολύ.»
Έπιασα τον εαυτό μου να χειροκροτώ δακρυσμένος και με ένα φούσκωμα στο στήθος έναν κουρελή, βρωμερό άστεγο, λερωμένο με ζουμιά από ντομάτες και μπύρα, πάνω σένα παλιό κασόνι μαζί με μερικούς ακόμα ομοίους του και ένα μικρό μπουλούκι περαστικούς που παρασυρθήκαν και χειροκροτούσαν και αυτοί.
Ήταν ένα ανεξήγητο συναίσθημα. Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτό που μου συνέβαινε. Ήμουν μπερδεμένος. Ευχαριστημένος, ήρεμος και αναστατωμένος την ίδια στιγμή. Πώς τα είπε όλα αυτά; Γιατί ήταν στον δρόμο; Γιατί αυτά ακούστηκαν σ’ ένα λασπωμένο παρκάκι και όχι αλλού;
…
Ο Φάνης αφού μίλησε με διάφορους και γέλασε με την καρδιά του, με πλησίασε έχοντας κάνει τράκα καμιά εικοσαριά τσιγάρα. Ήμουν αμίλητος ποιος ξέρει πόση ώρα. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια, τόσο βαθιά που νόμιζα ότι η ματιά του διάτρησε την ίδια την ψυχή μου. Μου έδωσε ένα τσιγάρο και με χτύπησε στην πλάτη «άϊντε σπίτι σου, αύριο είναι μεγάλη μέρα». Ο Ρωμύλος με πρόλαβε καθώς περπατούσα μουδιασμένα και μου έδωσε άλλη μια μπυρα. -Την πήρα.
Γυρίζοντας, κοντοστάθηκα πολύ ώρα έξω από το Μακεδονία Παλλάς. Κοίταζα μία τις σημαίες και μία τα σποραδικά αυτοκίνητα που περνούσαν στον δρόμο. Άραγε πόσα από αυτά που σκεφτόμαστε είναι δικές μας σκέψεις και πόσα όχι, ξένα, φορετά.. άραγε έχουμε εμείς ιδέες ή οι ιδέες έχουν εμάς;
Τελικά ίσως η ευθύνη να είναι το κλειδί. Πράξεων και λόγου. Καθαρού λόγου.
Έφυγα σκεπτόμενος τον Φάνη. Ακόμη και τωρά, συνεχίζει να παρέχει αξία, με όποιον τρόπο μπορεί. Ίσως κάποτε κι αυτός να αγωνιστεί εκεί που πρέπει. Μα ως τότε, αν τον πετύχετε κάπου να αγορεύει τα δικά του αφήστε του ένα τσιγάρο. Αρκεί.
Καλή ψήφο,
Θεσσαλονίκη εν Μακεδονία, Ελλάς
25/01/2019
FIN
v/b>=U31uZM_DX6E
![ce94ceb7cebcceaecf84cf81ceb720cea7ceb1cf84ceb6ceb7ceb8ceb5cebfceb4cebfcf83ceafcebfcf85ce8ccebbceb120cf8ccf83ceb120ceb8ceb120ceaeceb8ceb5cebbceb120cebdceb120ceb1cebacebfcf8d](https://kulturosupa.gr/wp-content/uploads/2023/10/ce94ceb7cebcceaecf84cf81ceb720cea7ceb1cf84ceb6ceb7ceb8ceb5cebfceb4cebfcf83ceafcebfcf85ce8ccebbceb120cf8ccf83ceb120ceb8ceb120ceaeceb8ceb5cebbceb120cebdceb120ceb1cebacebfcf8d.jpg)
Φωτογραφικό υλικό