Διαβάζεις τις απολαυστικές απαντήσεις του και αυτόματα ξεπηδά μέσα σου ένα αυθόρμητο «Ναι, αυτό είναι!»…και τις διαβάζεις δυο και τρεις φορές με αυξανόμενο ενδιαφέρον, διαπιστώνοντας πόσο εύστοχα, απρόβλεπτα, γλαφυρά, τολμά να «αποδομεί» λογής κλισέ και να εστιάζει καίρια στο εκάστοτε ζητούμενο χωρίς βολικά στρογγυλέματα ή συνήθεις περικοκλάδες εντυπωσιασμού, αποκαλύπτοντας τη συγκροτημένη σκέψη ενός δημιουργικού μυαλού με δυνατή, καταξιωμένη πέννα…
Γεννημένος στην Αμαλιάδα και απόφοιτος της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ με μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία, εμφανίστηκε ως θεατρικός συγγραφέας το 1995 με τον μονόλογο «… και Ιουλιέττα». Έκτοτε έχουν ανέβει σε κρατικές και ιδιωτικές σκηνές 24 έργα του, εκ των οποίων τέσσερα είναι μεταγραφές για το θέατρο γνωστών μυθιστορημάτων, ενώ πολλά εξ αυτών έχουν μεταφραστεί σε αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, με παραστάσεις σε ευρωπαϊκές σκηνές…
Από το 2008 και ως μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, διδάσκει δημιουργική γραφή στο ΚΘΒΕ και στο μεταπτυχιακό -Τμήμα Θεατρικών Σπουδών στο Ναύπλιο και παράλληλα τροφοδοτεί τη θεατρική σκηνή με τις πάντα αξιόλογες, επιτυχημένες κι ενίοτε ανατρεπτικές συγγραφικές δημιουργίες του… Μία από αυτές, το «Μάθε με να φεύγω» που παρουσιάζεται από 26 Οκτωβρίου στο θέατρο Αυλαία, υπήρξε αφορμή γι αυτήν την εξαιρετική συνέντευξη του Άκη Δήμου στην Κουλτουρόσουπα…
- Θα ξεκινήσουμε κλασικά με το ερώτημα πότε και πώς προέκυψε το «μικρόβιο» της συγγραφής κι αν υπήρξε συγκεκριμένο ερέθισμα που έδωσε το έναυσμα…
Εγώ θα ξεκινήσω με μια αλληγορία: Ήταν κάποτε ένας βάτραχος που, κατά λάθος ή κι από περιέργεια, έπεσε μέσα σε μια καρδάρα γεμάτη γάλα. Τρόμαξε, φοβήθηκε πως θα πνιγεί. Στον πανικό του άρχισε να χτυπάει τα πόδια του όλο και πιο δυνατά. Αποτέλεσμα; Από το χτύπημα, σιγά σιγά, το γάλα άρχισε να πήζει. Μέχρι που έγινε γιαούρτι. Κι έτσι εκείνο το τρομαγμένο βατραχάκι ανέβηκε στα τοιχώματα της καρδάρας και σώθηκε. Έτσι, που λέτε, προέκυψε η συγγραφή. Το 1994. Εξαιτίας μιας, ας πούμε, απόγνωσης. Κι έτσι συνεχίζεται: πάντα με αφορμή έναν φόβο, έναν θυμό ή ένα παράπονο. Κολυμπώντας κάθε φορά και σε μια καινούργια καρδάρα γάλα πάω.
- Υπάρχουν τομείς ή θέματα που σας εμπνέουν περισσότερο από άλλα και πώς θα ορίζατε τον όρο «έμπνευση»;
Δεν πιστεύω στην έμπνευση. Σ’ άλλον Θεό πιστεύω: στον Θεό της λευκής οθόνης του υπολογιστή μου. Που τον κοιτώ στα μάτια μέχρι να υπνωτιστώ και να βγούνε στο φως κάτι αδέσποτες εικόνες, λόγια, αισθήσεις ή αισθήματα. Όλα τ’ άλλα – Όλα, όμως! – είναι δουλειά. Σκληρή, επίπονη, χειρωνακτική δουλειά. Με το βλέμμα πότε μέσα, πότε έξω μου. Δεν περιμένω, λοιπόν, το φιλί καμίας Μούσας – ή, μάλλον, το περιμένω. Μόνο που, με τα χρόνια, έμαθα ότι για να σε φιλήσει η Μούσα πρέπει να έχεις τα χείλη σου μισάνοιχτα. Να είσαι ετοιμοπόλεμος μ’ άλλα λόγια. Σε εγρήγορση. Ανοιχτός στο θαύμα. Όχι ότι πάντα τα καταφέρνεις, αντιθέτως. Κάποιες φορές, σηκώνεσαι κατάκοπος μην έχοντας γράψει παρά μισή σελίδα. Πώς το λέει ο Κάφκα;«Η εξάντλησή του είναι αυτή ενός μονομάχου μετά τη μάχη, η δουλειά του ήταν το άσπρισμα μιας γωνιάς στο γραφείο ενός υπαλλήλου.» . Κι όμως, αυτή η γωνιά που άσπρισες μπορεί ν’ αποδειχτεί η αρχή ενός υπέροχου (λέμε τώρα) έργου.

«… και Ιουλιέτα», Λύδια Φωτοπούλου, (1995) Θέατρο Αμαλία
- Όταν συλλαμβάνετε μια ιδέα, έχετε ολοκληρωμένη την πλοκή του έργου νοερά ή προκύπτει στην πορεία του γραψίματος;
Και ολοκληρωμένη να την έχω (που δεν την έχω) η ιδέα υφίσταται τόσες πολλές μεταλλάξεις, που το… τελικό προϊόν, τις περισσότερες φορές, καταλήγει να έχει μια μακρινή συγγένεια με τον αρχικό σχεδιασμό του. Το ζόρι, βλέπετε, όταν γράφει κανείς θέατρο, είναι να πείσεις τους ήρωές του να μιλήσουν. Από κει και πέρα, εκείνοι λένε (και κάνουνε) τα δικά τους. Εσύ δεν έχεις παρά να τους παρατηρείς και να τους ακούς. Από το πόσο «προπονημένος» παρατηρητής και ακροατής είσαι, εξάλλου, κρίνεται, σε μεγάλο βαθμό, η επιτυχία σου ως συγγραφέας.
- Από τους χαρακτήρες που δημιουργείτε υπάρχουν κάποιοι με τους οποίους νιώθετε ιδιαίτερα δεμένος και γιατί;
Με όλους και με κανέναν. Ξεγελιόμαστε ότι γράφουμε «χαρακτήρες», ενώ στην πραγματικότητα, το μόνο που κάνουμε είναι να συστηνόμαστε με τις πολλαπλές εκδοχές του εαυτού μας, που κάθε φορά τις βαφτίζουμε και με ένα άλλο όνομα. Κάθε φορά, ανακαλύπτουμε μέσα μας κι έναν άλλο, καινούργιο εαυτό κι αυτός ο άλλος έρχεται για να διεκδικήσει το χώρο του, να συγκρουστεί, μ’ άλλα λόγια, με τους υπόλοιπους. Η περιγραφή αυτών των συγκρούσεων οδηγεί, με κραυγές ή ψιθύρους, στο έργο.
- Πώς θα περιγράφατε τη διαδικασία της συγγραφής και πώς επιδρά σε εσάς σε ψυχολογικό επίπεδο;
Ας μην αυταπατόμαστε: το γράψιμο είναι μια δουλειά απαιτητική, χρονοβόρα, επίμονη, αδηφάγα, ψυχοφθόρα και απελευθερωτική την ίδια στιγμή. Δεν είναι κάτι που το κάνεις στο περιθώριο άλλων δραστηριοτήτων, που το αφήνεις και το πιάνεις κατά τα κέφια σου. Είναι μια δουλειά, το ξαναλέω, και μάλιστα μια δουλειά κακοπληρωμένη (τεράστια κουβέντα αυτό). Θέλω να πω, δεν έχει τίποτα ρομαντικό ή, εν πάση περιπτώσει, ο ρομαντισμός της δεν έχει σχέση μ’ αυτό που πολλοί φαντάζονται. Αλλά είναι και μια δουλειά παρηγορητική, σχεδόν θεραπευτική. Και , το κυριότερο, η γραφή, όπως εξάλλου και ο έρωτας, είναι ένας καθρέφτης: σε δείχνει ολόκληρο. Πληγές, σημάδια, ρυτίδες, μυστικά, ψέματα, αλήθειες – τα πάντα φαίνονται (και λάμπουν), Φτάνει να τολμήσεις να κοιτάξεις αυτόν τον καθρέφτη στα μάτια.

Το κενό αυτοπροσώπως (2015) Πόλη Θέατρο
- Όταν γράφετε ένα έργο, μπορείτε λόγω εμπειρίας να προβλέψετε την απήχησή του και λαμβάνετε υπόψη τον παράγοντα «κοινό»;
Δεν είναι αρμοδιότητά μου να την προβλέψω. Το κάνουν άλλοι (αυτοί που βάζουν τα λεφτά τους) με οικτρά, ενίοτε, αποτελέσματα. Κανείς , εξάλλου, δεν έχει την επιτυχία κάβα. Εκείνο που εγώ προσπαθώ είναι να είμαι όσο πιο ειλικρινής και συνεπής με τον εαυτό μου γίνεται (δεν τα καταφέρνω πάντα). Και όσο πιο προσωπικός αντέχω (ούτε αυτό το καταφέρνω πάντα). Τώρα για το κοινό, που μου λέτε… τι να σας πω. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τον όρο. Σε κάθε πλατεία θεάτρου υπάρχουν θεατές. Ο καθένας τους ξεχωριστός. Με τις ανάγκες του, τις εμπειρίες του, τα βιώματά του, την κουλτούρα του… Αυτός ο (κάθε) θεατής ξαναγράφει, με τον δικό του τρόπο, το έργο. Κοντολογίς: εισιτήρια μετράνε οι παραγωγοί, εγώ (θα ήθελα να μπορούσα να) μετράω την συγκίνηση του καθενός που βλέπει κάτι δικό μου. Και να χαίρομαι που το μπουκάλι μου δεν το κατάπιαν τα κύματα αλλά έφτασε στα χέρια κάποιου, που το ‘σπασε και διάβασε το σημείωμα που βρήκε μέσα (ει δυνατόν, χαμογελώντας)..
- Ως θεατρικός συγγραφέας προτιμάτε να επιλέγετε εσείς σκηνοθέτη και συντελεστές και με ποια κριτήρια;
Θέλω να εμπιστευτώ. Και πρέπει να μ’ εμπιστευτούν. Αυτό είναι το μόνο κριτήριο. Δεν συμβαίνει πάντα. Όταν συμβαίνει, πάντως, είμαι ήσυχος. Στην άλλη περίπτωση… τρώω τα νύχια μου απ’ τα νεύρα. Αλλά είναι αργά: έχω δεσμευτεί.
- Όταν παραδίδετε το έργο σας στα χέρια του σκηνοθέτη, το κάνετε «εν λευκώ» θεωρώντας ότι ο δικός σας ρόλος ολοκληρώθηκε ή θέτετε όρια σε τυχόν παρεμβάσεις;
Προσπαθώ να είμαι εκεί όταν με χρειάζονται. Αν και, μεταξύ μας, ψιλοβαριέμαι λίγο. Για μένα, βλέπετε, το έργο τελειώνει όταν βάλω την τελεία μου. Μετά το μυαλό μου τρέχει σ’ άλλα (και δεν εννοώ, κατ’ ανάγκη, σ’ άλλα έργα). Έτσι κι αλλιώς, η παράσταση είναι ένα καινούργιο κείμενο που ναι μεν «πατάει» στο κείμενό σου αλλά και, την ίδια στιγμή, «πετάει» πάνω απ’ αυτό. Το θέμα είναι να μην «παραπατήσει» και χαθεί το στοίχημα.

Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα (2018) Μικρό Θέατρο Μονής Λαζαριστών
- Έτυχε ποτέ να αντιμετωπίσετε «κακοποίηση» ή σοβαρή αλλοίωση κάποιου έργου σας από άστοχες σκηνοθετικές οδηγίες και αν ναι, πώς αντιδράσατε;
Έτυχε. Και μετά μου ξαναέτυχε. Καθόλου απίθανο δε, να μου ξανατύχει και στο μέλλον. Όσο προσεκτικά κι αν περπατάς, βλέπετε, πάντα «μπροστά σου απλώνεται ένα δίχτυ». Κανείς δεν αποφεύγει τις κακοτοπιές. Και, εδώ που τα λέμε, για κάθε στραβοπάτημα δεν ευθύνονται πάντα οι άλλοι, το βάζουμε και μείς το χεράκι μας (εγωισμοί, έλλειψη ψυχραιμίας – τα γνωστά). Αλλά πια δεν νομίζω ότι έχει νόημα ν’ αντιδράσεις. Η ιστορία έχει δείξει ότι αν το έργο σου αξίζει, δεν θα το βάλουν κάτω οι «άστοχες σκηνοθετικές οδηγίες» ενός συγκεκριμένου ανεβάσματος. Θα ‘ρθουνε άλλα ανεβάσματα που, κάποια στιγμή, θα το δικαιώσουν.
- Μεταξύ δράματος και κωμωδίας, ποιο είδος θεωρείτε δυσκολότερο στη συγγραφή και για ποιο λόγο;
Μεγαλώνοντας καταλαβαίνω όλο και καλύτερα ότι κάθε δράμα κρύβει ένα γέλιο που δεν ξέσπασε και κάθε κωμωδία ένα δάκρυ που έμεινε στα μισά. Για να μη φανεί ότι υπεκφεύγω πάντως θα σας πω, χωρίς δεύτερη σκέψη: την κωμωδία. Κυρίως γιατί πρέπει να ξορκίσεις την απελπισία στον πυρήνα των ηρώων και να τους παραδώσεις αδύναμους μέσα στη δύναμη του γέλιου που προκαλούν.
- Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται τρομακτική ένδεια στο κεφάλαιο «νεοελληνικό έργο» με σχεδόν ανύπαρκτους συγγραφείς;
Χωρίς αξιολογική σειρά: Δημήτρης Δμητριάδης, Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Γιάννης Μαυριτσάκης,, Γλυκερία Μπασδέκη, Γιάννης Τσίρος, Μιχάλης Βιρβιδάκης, Λεωνίδας Προυσαλίδης, Θανάσης Τριαρίδης, Λένα Κιτσοπούλου, Έλενα Πέγκα, Θανάσης Ρέππας και Μιχάλης Παπαθανασίου, Βασίλης Κατσικονούρης, Σάκης Σερέφας, Γιωργής Τσουρής, Αλεξάνδρα Κ*,.. (κι άλλοι που σίγουρα μου διαφεύγουν τώρα) – όλοι τους υπαρκτοί και υπαρκτές, παρόντες και παρούσες, μάχιμοι και μάχιμες, με διόλου αμελητέα προσφορά στο «κεφάλαιο νεοελληνικό έργο». Διαφορετικές γραφές, διαφορετική συγγραφική στόχευση, διαφορετικές δραματουργικές φόρμες, γλώσσες, ύφη. Άρα, για ποια «τρομακτική ένδεια» μιλάμε ακριβώς;
Το μόνο πραγματικά ανύπαρκτο που εγώ βλέπω είναι ένα σοβαρό και αξιόπιστο πλαίσιο προώθησης και στήριξης της νεοελληνικής δραματουργίας που θα επέτρεπε σε νεώτερες συγγραφικές φωνές .να αρθρώσουν καθαρότερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια τον θεατρικό τους λόγο. Αλλά αυτό είναι άλλη (και τεράστια) κουβέντα,

Αιώνες μακριά από την Αλάσκα (2018) Αλφα
- Στη συγγραφική τέχνη τί ποσοστά πιστεύετε αντιστοιχούν α) στο έμφυτο ταλέντο και β) στην καλλιέργεια και εκπαίδευση;
Ας πούμε, συνθηματικά, ότι το ταλέντο δεν είναι παρά ένα εισιτήριο. Το μέσον της μεταφοράς, τον προορισμό και, πιο πολύ, τη διαδρομή πρέπει να την ανακαλύψεις μόνος σου και με κόπο. Πολλά ταλέντα μείνανε με το εισιτήριο στο χέρι. Γιατί κουράστηκαν; Βαρέθηκαν; Δεν ήξεραν κατά πού να ταξιδέψουν; Γιατί δεν υποστηρίχτηκαν (άλλο τεράστιο ζήτημα) στο ξεκίνημά τους; Γιατί τους κατάπιε ο ναρκισσισμός και η φιλοδοξία τους; Γιατί δεν ήταν έτοιμα να πειθαρχήσουν;… Όλα παίζονται στο αν και πόσο αντέχεις. Και στο πόσο χώρο καταλαμβάνει η ανάγκη σου να γράφεις. Ας κρατήσουμε αυτό πάντως: κανένα ταλέντο δεν φτούρησε χωρίς να μετρήσει ατέλειωτες ώρες πτήσης.
- Συγγραφή κατά παραγγελία: για κάποιους είναι βοηθητικό, ενώ για άλλους δύσκολο νιώθοντας να εκβιάζουν την έμπνευση… εσείς πώς λειτουργείτε;
Για μένα κάθε ανάθεση – ακόμη κι αυτές που δέχτηκα απρόθυμα για διάφορους λόγους – ήταν και είναι ένα επιπλέον ερέθισμα. Κάποιος σου δίνει το γήπεδο, τι μπάλα θα παίξεις και αν θα το πάρεις το ματς είναι δικό σου θέμα. Και, προφανώς, δεν πρόκειται περί εκβιασμένης έμπνευσης (στην περίπτωσή μου, τουλάχιστον) αλλά για ένα πλαίσιο τη δυναμική του οποίου είσαι υποχρεωμένος να ανακαλύψεις, κοντολογίς: μια πρόκληση.
- Υπήρξε έργο σας που νιώσατε ότι το κοινό δεν εισέπραξε αυτό που θέλατε να μεταφέρετε και πώς ερμηνεύσατε την «ασυμφωνία»;
Με κάποιο τρόπο, σας απάντησα ήδη παραπάνω. Ακόμη και στην πιο μεγάλη αποτυχία (με τους τρέχοντες όρους) εγώ έχω τη βεβαιότητα ότι ένας τουλάχιστον θεατής συνεννοήθηκε μαζί μου. Πέστε το ψευδαίσθηση, πέστε το αυταπάτη, πέστε το ανάγκη – όπως και να το πείτε, εγώ μ’ αυτόν τον έναν νιώθω ότι έκανα επιτυχία. Κι ας έμεινα και ‘γω χωρίς λεφτά και οι παραγωγοί παραπονεμένοι (οι οποίοι, μεταξύ μας, σπανίως είναι ευχαριστημένοι. Είναι στη φύση της δουλειάς τους).
- Σε περίπτωση αρνητικής κριτικής- αν υπήρξε- ποια είναι η στάση σας και πόσο σας επηρεάζει;
Και βέβαια υπήρξαν κακές κριτικές και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Δεν μπορούμε να αρέσουμε όλοι σε όλους (ευτυχώς). Ούτε να προχωράμε πάντοτε εν μέσω θυελλωδών χειροκροτημάτων και επευφημιών. Και οι σφαλιάρες, και οι μούντζες, και τα μαχαιρώματα μες στο παιχνίδι είναι. Αλλά όχι, δεν μ’ επηρεάζουν. Λαμβάνω πλέον υπόψη μου μόνο τις κριτικές εκείνες που υπογράφουν άνθρωποι τους οποίους ξεχωρίζω και εκτιμώ. Σ’ αυτές ναι, θα σταθώ λίγο παραπάνω. Από κει και πέρα… το χαβά μου. Ύστερα, στις μέρες μας, είναι τόσο θολά τα νερά. Πολλοί ονομάζουν θεατρική κριτική κάτι ρακένδυτα, αναλφάβητα – όσο αφορά στη γλώσσα και στη σκέψη τους – σημειώματα, που αφορίζουν, αποθεώνοντας ή σιχτιρίζοντας, δημιουργούς και δημιουργήματα. Θα πρέπει να μην έχεις σε καμία εκτίμηση τη δουλειά σου για να σταθείς σ’ αυτά.
- Νιώθετε μέχρι στιγμής δικαιωμένος στο χώρο σας και βάσει της απήχησης των έργων σας στο κοινό ή υπάρχουν ανεκπλήρωτες προσδοκίες;
Αχ, το ανεκπλήρωτο τον γερνάει τον άνθρωπο πριν την ώρα του! Κι ο κόσμος υποφέρει από εκείνους που νιώθουν αδικαίωτοι και πάντα πεινασμένοι. Τώρα, σε ό,τι με αφορά, η μεγαλύτερη φιλοδοξία μου είναι να το γλεντάω γράφοντας. Και να γράφω όλο και καλύτερα. Άλλες φιλοδοξίες δεν υπάρχουν. Κι εδώ που τα λέμε τι φιλοδοξίες μπορεί να έχει ένας θεατρικός συγγραφέας σε μια τόσο μικρή αγορά όπως η ελληνική;
- Αν έπρεπε να επιλέξετε μεταξύ μιας εμπορικής ή μιας καλλιτεχνικής επιτυχίας για τα έργα σας, πού θα έγερνε η ζυγαριά;
Ανέκαθεν θεωρούσα διαχωρισμούς σαν τους παραπάνω λίγο πλαστούς. Θέατρο κάνουμε όλοι, σε γεμάτες αίθουσες θέλουμε να παίζονται τα έργα μας, με τους όρους της αγοράς (όχι με αγοραίους: υπάρχει διαφορά) κάνουμε παιχνίδι. Όποιος λέει το αντίθετο, απλώς εθελοτυφλεί. Το θέμα είναι να μην εκποιείς τα υλικά σου, μα να τα σέβεσαι. Ανάμεσα σε μια «εμπορική» και μια «καλλιτεχνική» επιτυχία, λοιπόν, προσωπικά θα επέλεγα μια ωραία παράσταση ενός (ωραίου, ελπίζω) έργου μου που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα κλόνιζε, έστω και ανεπαίσθητα, τις βεβαιότητες του θεατή. Που θα συνομιλούσε μαζί του θυμίζοντάς του για ποιον ακριβώς λόγο βρέθηκε εκεί που βρέθηκε να παρακολουθεί κάτι που, ενώ νομίζει ότι δεν είναι δικό του, στην πραγματικότητα είναι μέρος του. Όταν αυτό συμβαίνει, οι ετικέτες ξεφτίζουν από μόνες τους (για να μην πω τίποτα χειρότερο).

Μάθε με να φεύγω (2014) Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν Φρυνίχου
- Εσείς ως συγγραφέας ποιους συναδέλφους θαυμάζετε και ως θεατής ποιο θεατρικό είδος απολαμβάνετε;
Την Λούλα Αναγνωστάκη και τον Τέννεση Ουίλιαμς. Τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και τον Παύλο Μάτεση. Τον Γιώργο Διαλεγμένο και τον Σάμουελ Μπέκετ… Δεν είναι, βέβαια, συνάδελφοί μου. Είναι οδόσημα! Όσο για το τι απολαμβάνω ως θεατής… ας πούμε ότι απολαμβάνω τις παραστάσεις κείνες που με κάνουν να ξεχνάω ότι γράφω θέατρο. Που με πηγαίνουν, μ’ άλλα λόγια, σε μια εποχή που η συγκίνησή μου ήταν καθαρή και όχι διαμεσολαβημένη από τα πώς και τα γιατί έφτασαν «εκεί πάνω» (στη σκηνή) αυτοί που έφτασαν.
- Βάσει της πολύχρονης πορείας σας στο χώρο, πώς θα αξιολογούσατε το σημερινό θεατρικό τοπίο της Θεσσαλονίκης;
Θα είμαι ειλικρινής: λόγω του εξαιρετικά περιορισμένου χρόνου μου, πολύ λίγες παραστάσεις, και μάλιστα made in Thessaloniki, έχω καταφέρει να δω τα τελευταία χρόνια. Κι απ’ αυτές, τι να λέμε τώρα, ελάχιστες βρήκα πραγματικά ενδιαφέρουσες. Μπορεί να είναι και δικό μου το πρόβλημα, δεν ξέρω, μόνο δικό μου πάντως σίγουρα δεν είναι. Απορώ δε μ’ αυτούς που βαυκαλίζονται ότι το θεατρικό καζάνι της πόλης βράζει. Εντάξει, μπορεί να βράζει από την άποψη του αριθμού των παραστάσεων που ανεβοκατεβαίνουν στις εντόπιες σκηνές, αλλά ο ατμός εξατμίζεται πολύ γρήγορα, χωρίς ν’ αφήσει το παραμικρό ίχνος. Όχι ότι δεν υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι. Υπάρχουν. Και ταλαντούχοι και εργατικοί και ορεξάτοι και φιλόδοξοι. Αλλά τα ξέφωτα είναι μικρά και τα σκεπάζει η γενικότερη ομίχλη της πόλης.
- Κλείνοντας θα θέλαμε να μας συστήσετε το νέο έργο σας «Μάθε με να φεύγω» που παρουσιάζεται από 26 Οκτωβρίου στο θέατρο Αυλαία και λίγα λόγια για την εμπειρία της συνεργασίας…
Η ιστορία του πάει πολύ πίσω, στο μακρινό 2014. Από τότε χρονολογείται η πρώτη γραφή του «Μάθε με να φεύγω», που παρουσιάστηκε μάλιστα ως θεατρικό αναλόγιο στο Θέατρο Τέχνης με την Ρούλα Πατεράκη, τον Γιώργο Κέντρο και τον Δημήτρη Παπανικολάου. Τα χρόνια περνούσαν και ‘γω επέστρεφα σ’ αυτό κατά διαστήματα (είναι κάτι που το κάνω συχνά με τα κείμενά μου). Μέχρι που το ολοκλήρωσα και το … παρέδωσα στον Γιάννη Σκουρλέτη και τους bizoux de Kant (συνοδοιπόροι και συνένοχοι χρόνων). Δουλέψαμε (και το εννοώ: έκανα τις τελευταίες προσθήκες στη διάρκεια των προβών) προς την κατεύθυνση ενός, ας το πούμε έτσι, queer θεάτρου. Φτάσαμε σε ένα απρόβλεπτο και (κατ’ εμέ) άκρως γοητευτικό αποτέλεσμα. Αυτά.
ΑΥΛΑΙΑ
«Μάθε με να φεύγω» του Άκη Δήμου.
Πρεμιέρα: Παρασκευή 25/10, 21:00
Η Αγνή, ιδιοκτήτρια ενός παλιού ξενοδοχείου χτισμένου κοντά στα ερείπια ενός αρχαίου παλατιού. Ο αδερφός της Ίων, συγκάτοικος, σύμμαχος και αντίπαλός της. Ένας μυστηριώδης ανώνυμος Άντρας, που επιστρέφει χρόνια μετά από μια θυελλώδη ερωτική νύχτα που πέρασε εκεί. Ένα παραλίγο ειδύλλιο, ένας ανεξιχνίαστος φόνος κι ένας βίαιος, εντελώς παράλογος χωρισμός.
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης. Ερμηνεύουν: Στέλιος Δημόπουλος, Θανάσης Δήμου, Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 25, Σάββατο 26 και Κυριακή 26 Οκτωβρίου στις 21:00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ