Τα musical στην Αθήνα, ως θεατρική μητρόπολη… (πώς αλλιώς να αποκαλέσει κανείς μία πόλη που ανεβαίνουν περισσότερες θεατρικές παραστάσεις ανά σεζόν από όσες μπορούν έστω να καταγραφούν;) …φαίνεται πως ευδοκιμούν (έχουμε τόσο καλό κλίμα…). Ή τουλάχιστον απλώς φαίνεται… Από όλες τις απόψεις. Κάθε σεζόν ανεβαίνουν ποιος ξέρει πόσα και διαδέχονται το ένα το άλλο με ρυθμούς ακρόασης cd, μέχρι να τελειώσει το cd έχει ανέβει το επόμενο…
Στο εξωτερικό, το musical , ως προς την παραγωγή, θεωρείται το πιο ακριβό θεατρικό sport. Το ίδιο (θα έπρεπε) κι εδώ. Τα δικαιώματα για την μουσική και το κείμενο, τα σκηνικά και τα κοστούμια που συνήθως είναι υψηλών απαιτήσεων, τα πάντα έχουν ένα κόστος υψηλό. Αυτός είναι κι ένας λόγος που τα εισητήρια είναι ακριβά. Στο εξωτερικό όμως, το ανέβασμα ενός musical είναι κάτι το οποίο έχει στόχο μακρόπνοο. Δεν ανεβαίνουν musical για δέκα, είκοσι ή τριάντα παραστάσεις. Όχι από πρόθεση. Και είναι λογικό. Τα musical δεν είναι παραστάσεις που παίζονται σε αίθουσες πενήντα ή εκατό ατόμων, δεν βασίζονται σε έναν ή πέντε ή οκτώ ηθοποιούς, οι πρόβες είναι πολύμηνες και ιδιαίτερα επίπονες, περιλαμβάνουν και πρόζα και τραγούδι και χορό, οι ακροάσεις επίσης δύσκολες και χρονοβόρες… Πάντα –σαφώς- υπάρχουν ηθοποιοί που ανταποκρίνονται σε όλες τις απαιτήσεις της παράστασης, αλλά και νέα πρόσωπα ανακαλύπτονται και προστίθενται στο ανθρώπινο δυναμικό των ερμηνευτών… Τα musical είναι κολοσσιαίες, μεγαλειώδεις, απαιτητικές παραστάσεις…
…στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα όλα είναι pocket. Σχεδόν όλα, μην αδικώ τους πάντες και τα πάντα. Και ως πάντες ορίζονται όσοι ασχολούνται/απορροφούνται/περνάνε ξώφαλτσα από το «δυναμικό» που απαρτίζει το ανθρώπινο υλικό των musical στα εγχώρια ανεβάσματα.
Το musical στην Ελλάδα, δεν είναι καινούρια υπόθεση, είναι απλώς «μόδα». Musical ανέβαιναν από τη δεκαετία του ’70. Η κατάσταση βέβαια ήταν απολύτως διαφορετική. Το θέατρο γενικά ήταν μία πολύ (πιο) αξιοπρεπής υπόθεση τότε. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, δεν ήταν μεν η πρώτη που ανέβασε musical, ήταν όμως αυτή η οποία επικοινώνησε το musical σε μεγαλύτερο κοινό και το εδραίωσε ως είδος στα Αθηναϊκά θέατρα. Έχοντας ήδη ανεβάσει τα «Καμπίρια», «Ωραία Μου Κυρία» και «Καμπαρέ», το 1981 ανεβάζει το «Εβίτα». Όχι από Δευτέρα σε Τρίτη, αλλά μετά από τρία χρόνια προετοιμασίας και μαθημάτων φωνητικής και φυσικά περνώντας η ίδια από ακρόαση με τον Andrew Lloyd Webber. Ο παραγωγός Μάριος Σταυρολαίμης, ανέβασε το 1979 το «Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο Άστρο». Αρχικά του στοίχησε 3.000.000 δραχμές (μυθικό ποσό για την εποχή) και το ανέβασμα τελικά τον οδήγησε στην οικονομική καταστροφή. Ο κόσμος τίμησε την παράσταση αλλά τους τσάκισαν οι αντιδράσεις των θρησκόληπτων που διαδήλωναν έξω από το θέατρο και οδήγησαν στο κατέβασμά της. Επίσης το καστ (όλο το καστ) είχε περάσει από ακρόαση (μπροστά στον Webber). Σήμερα τα στάνταρ από το εξωτερικό πρέπει να έχουν πέσει αρκετά, ή να έχουν περιοριστεί στο οικονομικό αντίτιμο. Δεν εξηγείται αλλιώς το ό,τι στα ελληνικά ανεβάσματα παίζει όποιος να’ ναι.
Διαβάζοντας την αγγελία για το Cats που θα ανέβει σύντομα (αν και τώρα που το σκέφτομαι δε διαφέρει από όσες άλλες είχαν δημοσιευτεί για προηγούμενα musical…), σκέφτηκα, «Ναι, για το Cats μιλάμε, πώς θα μπορούσαν να ζητάνε κάτι λιγότερο;». Ζητούσαν άντρες και γυναίκες ηθοποιούς, με εξαιρετικές φωνητικές ικανότητες, υψηλό επίπεδο τεχνικής μπαλέτου, σύγχρονου και jazz καθώς και acrobatic skills και προετοιμασία δύο τραγουδιών από musical. Με έντονο μαύρο αυτά που είχαν τονίσει και στην αγγελία… Ηθοποιός που σέβεται τον εαυτό του -πρώτα απ’ όλα- πρέπει να μπορεί να μετράει και να γνωρίζει τις δυνάμεις του και τις ικανότητές του ρεαλιστικά και να μην ταλαιπωρείται ή ταλαιπωρεί κόσμο σε ακροάσεις αν δεν καλύπτει τα προαπαιτούμενα. Οπότε το είπα σε μία φίλη που τα καλύπτει. Κι εκείνη με τη σειρά της όμως, θεώρησε πως σε μία δουλειά τέτοιων προδιαγραφών, ακόμα κι αν έχει φωνάρα, τη στιγμή που δεν έχει σπουδάσει τραγούδι δε θα έπρεπε να πάει. Και το βρίσκω πολύ έντιμο και σωστό. Κι αυτό το γράφω, επειδή υπάρχουν συνάδελφοι που πάνε σε τέτοιες ακροάσεις θεωρώντας πως μπορούν να ανταπεξέλθουν ενώ πλανώνται πλάνη οικτρά, ή ακόμα επειδή υπάρχουν άλλοι που ανεβάζουν status φτιαχτών αγγελιών που ζητάνε την Άρτα και τα Γιάννενα, ειρωνευόμενοι τις αγγελίες για τα musical, πως ζητάνε δηλαδή πολλά από τους ηθοποιούς. Για κάποιους, αν ένα έργο έχει απαιτήσεις περισσότερες από τα προσόντα τους, είναι «απαράδεκτο» και το κράζουν σαν να μην υπάρχει αύριο…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 2 – ΣΕΛΙΔΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ

Και φτάνει η στιγμή που μαθαίνεις ποιοι στο καλό θα παίξουν στο Cats κι αρχίζεις τα βαριά γαλλικά, απλώς και μόνο επειδή ποτέ τίποτα δε θα λειτουργήσει σ’ αυτή τη χώρα σωστά κι απορείς πώς παίρνουν τα δικαιώματα αλλά και με ποιο δικαίωμα θα χρεώσουν τόσα λεφτά το κοινό για να δει μια παράσταση με πρωταγωνιστές που απέχουν από τα απαιτούμενα προσόντα τόσο όσο ο Βόρειος απ΄τον Νότιο Πόλο…
Τα απαιτούμενα προσόντα λοιπόν, αφορούν πάντα αυτούς που πλαισιώνουν. Και πάλι, μην είμαστε απόλυτοι, μπορεί ούτε κι αυτούς. Τα τελευταία χρόνια που ανεβοκατεβαίνουν τα musical το ένα μετά τ’ άλλο, έχουν δημιουργηθεί δύο εναλλασσόμενες / περιφερόμενες «κάστες» εκλεκτών συντελεστών. Αυτή των πρωταγωνιστών, που αλλάζει αρκετά μεν αλλά έχει κι αρκετούς που πάνε κι έρχονται στα καστ. Γνωστά άτομα στο κοινό, κατά βάση ηθοποιούς (για κάποιους κι αυτό είναι αμφισβητίσιμο) οι οποίοι παίζουν και ξαναπαίζουν και ξαναπαίζουν σε musical ενώ οι δυνατότητές τους είναι για κοινό μόνο. Να παρακολουθούν δηλαδή… Ούτε χορεύουν, ούτε τραγουδούν. Εξαιρέσεις ελάχιστες. Η θεωρητική δύναμη του ονόματος κάποιου είναι αρκετή για να του εξασφαλίσει τον ρόλο. Και αυτή η «δύναμη» είναι πάντα κάτι σχετικό. Μπορεί να μιλάμε για κάποιον γνωστό ηθοποιό (αν μας έρχεται και από πιο «κουλτουριάρικο» background ακόμα καλύτερα), για κάποιον ταγουδιστή, για κάποιο τηλεοπτικό πρόσωπο ή ό,τι άλλο κατεβάσει η κούτρα του δαιμόνιου παραγωγού ή/και σκηνοθέτη. Απλά να νομίζει αυτός, πως θα σχηματιστούν ορδές κόσμου στα ταμεία για να δει την κυρία με τα μούσια… Παράλληλα, υπάρχει κι άλλη μία κάστα πίσω από τους μπροστάρηδες, νεαρών –κυρίως χορευτών- που κάνουν το μπούγιο και πλαισιώνουν τους μεγάλους ρόλους χορεύοντας και συμμετέχοντας στα ομαδικά τραγούδια. Αυτοί είναι οι μόνοι συνήθως που καλύπτουν όλες ή κάποιες προϋποθέσεις για musical. Και είναι κατά βάση οι ίδιοι. Από τη μία δουλειά στην άλλη. Ψάξε δες ποιοι συμμετέχουν στις παραστάσεις και θα εκπλαγείς. Και αυτοί καλώς βρίσκουν δουλειά. Όχι όλοι, πολλοί από αυτούς, αυτοί που καλύπτουν τις προδιαγραφές.
Αυτά τα τελευταία χρόνια, κάνουμε πολλές συζητήσεις με συναδέλφους (και) φίλους για το τι ανεβαίνει και πώς και γιατί και για πόσο. Πώς γίνεται ένα musical στο εξωτερικό να προετοιμάζεται χρόνια και καλώς εχόντων να παίζει για χρόνια κι εδώ να χρειάζεται δύο-τρεις μήνες προετοιμασία μόνο και να μη μπορεί να βγάλει μισή σεζόν… Απλό.
Στο εξωτερικό καταρχήν, ο χειρότερος που θα δεις σε ένα musical, έχει περγαμηνές από εδώ μέχρι εκεί και πίσω. Είναι καλλιτέχνες καταρτισμένοι, δοκιμασμένοι, άξιοι να σηκώσουν το βάρος της δουλειάς τους. Όλοι. Οι πολύμηνες πρόβες τους γίνονται φυσικά επί πληρωμή. Απασχολούνται και πληρώνονται. Γιατί να έρθει κάποιος εδώ να δουλεύει τρεις και τέσσερις μήνες τη φωνή του και το σώμα του και να το κάνει τζάμπα; Και η διάρκεια… Εκεί σαφώς δεν απευθύνονται μόνο στο τοπικό κοινό. Ειδικά στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, εκεί που γεννιούνται τα musical, το θέατρο απευθύνεται σε παγκόσμιο κοινό. Υπάρχει θεατρικός τουρισμός, κι είναι αυτός κυρίως που ανεβάζει και κατεβάζει παραστάσεις. Πρόκειται για κανονική βιομηχανία η οποία επεκτείνεται και έξω ή μετά το θέατρο. Αναμνηστικά, cd, dvd, βιβλία… Εδώ, ο μόνος λόγος που ένα musical θα μπορούσε να επιβιώσει και να διαρκέσει μία σεζόν θα ήταν το να ανεβεί μια παράσταση που θα αξίζει τον κόπο. Λέγοντας «αξίζει τον κόπο», εννοώ πως οι συντελεστές θα είναι τέτοιοι ώστε κανείς δε θα απαξιώσει τη δουλειά εκ των προτέρων. Όταν οι μπροστάρηδες του εκάστοτε καστ είναι αμφισβητήσιμοι, το κοινό που πραγματικά αγαπάει τα musical δε θα σκεφτεί καν να πάει και να κάνει κατάθεση. Θα το αφήσει να περάσει. Είναι πολύ μεγάλη η μερίδα κόσμου που δε θυσιάζει το πενηνταρικάκι για να δει αν θα τα καταφέρει κάποιος πάνω στην σκηνή. Από την σκηνή περιμένει να δει παράσταση, αυτό που ξέρει πως θα δει αν καταφέρει να πάει στο εξωτερικό. Οπότε και δεν ανταποκρίνεται. Και τα θέατρα που κατά βάση ανεβαίνουν musical στην Ελλάδα είναι αχανή, με υψηλότατο κόστος το οποίο βαρύνει την παραγωγή, οπότε ο «ευκαιριακός» λάτρης του είδους ή ο λάτρης κάποιων προσώπων είναι ο βασικός τους στόχος κι εκεί χάνουμε το στοίχημα. Αν έχεις δει δύο-τρεις παραγωγές έξω και μία εδώ, κατά πάσα πιθανότητα δε θα θελήσεις να δεις κι άλλες εγχώριες απόπειρες.
Βρίσκω εξαιρετικά γεναίο να υπάρχουν παραγωγοί οι οποίοι βάζουν το χέρι βαθιά στην τράπεζα (η τσέπη δε χωράει τόσα λεφτά…) για να ανεβάζουν τέτοια θεάματα. Θα ήθελα όμως –πρώτα απ’ όλα σαν θεατής- να ενδιαφέρονται και για τους συντελεστές περισσότερο. Να μη θαμπώνονται από το όνομα που πέφτει στο τραπέζι. Και να θυμηθούν πως οι ακροάσεις είναι για όλους. Ακόμα και τα μεγαλύτερα ονόματα στον κόσμο κάνουν ακροάσεις, οι Έλληνες καλλιτέχνες γιατί όχι; Για την κινηματογραφική εκδοχή της «Evita», Meryl Streep και Madonna έδωσαν μάχη μέσω ακροάσεων για μία δεκαετία (που σε τελευταία ανάλυση ταινία ήταν, τις όποιες ατέλειες ένας καλός σκηνοθέτης θα μπορούσε να τις μαγειρέψει). Οι Έλληνες σταρ δε θα έπρεπε να δοκιμάζονται επίσης; Απευθείας στις υπογραφές; Μόνο κέρδος θα έχει κάποιος από μία πραγματικά καλή παράσταση…
Έχω παρακολουθήσει κάποια από τα musical που έχουν ανέβει. Έχω λάβει μέρος και σε κάνα δύο ακροάσεις κάποιων που θεωρούσα πως μπορούσα να ανταπεξέλθω. Την πρώτη φορά πήγα σε ακρόαση στην οποία η πιανίστα δεν ήξερε τα κομμάτια που μου είχαν στείλει να μάθω. Το είπα εκείνη την ώρα στην σκηνοθέτιδα και η απάντηση ήταν «Δεν πειράζει, άσε την να παίζει και τραγούδα εσύ σωστά από πάνω…». Με τόση σοβαρότητα αντιμετώπιζε τη δουλειά της, η οποία, όπως είναι φυσικό, πάτωσε. Πήγα και σε κάποιο άλλο που είχε δεύτερα ρολάκια για τα οποία θα ήμουν ταμάμ. Στο επί τόπου μου είπαν πως είμαι αυτό που έψαχναν. Μετά δεν ξέρω τι άλλαξε και δε θα το μάθω ποτέ και όλα οκ, κακίες δεν κρατάω… Βλέποντας όμως το αποτέλεσμα (και την απόλυτη καταστροφή) της παράστασης που έχω δει παιγμένη στο εξωτερικό, βρήκα απογοητευτικό από έναν δεκαμελή θίασο να τραγουδάει με το ζόρι ο ένας και στις τραγουδιστικές «ερμηνείες» των υπολοίπων να ματώνει ο εγκέφαλός μου. Και μιλάμε για παραγωγή που είχε πέσει πολύ χρήμα και τελικά κατέβηκε κακήν κακώς γιατί δε γέμιζε ούτε την πλατεία. Κι από όλα τα υπόλοιπα που είδα πάλι δεν έμεινα σαν θεατής ικανοποιημένος στο ελάχιστο. Και είναι πολύ κρίμα. Είμαστε χώρα γεμάτη με ταλαντούχους καλλιτέχνες, πρόθυμους παραγωγούς (ακόμα και σε δύσκολους καιρούς), αλλά και κοινό που απλώς περιμένει να δει και να ακούσει και να χαρεί και να θαυμάσει και να επαινέσει. Για πόσον καιρό θα περιμένει όμως; Πώς και γιατί χανόμαστε στην μετάφραση και μετατρέπουμε τη βιομηχανία σε βιοτεχνία;
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 3 – ΓΛΑΡΟΣ

Το άρθρο γράφτηκε ακούγοντας: Ουάν, του, θρι, φορ, φάϊβ, σιξ, σέβεν, έϊτ… (κενό)
Φωτογραφικό υλικό