Γυμνά πόδια, ανάκατα μαλλιά και βλέμματα άδεια και θολά καλπάζουν αλαφιασμένα σαν άγρια άλογα επάνω στα αγκάθια και τις πέτρες του πάρκου με τα δένδρα. Ψάχνουν διακαώς την ανακούφιση και την παρηγοριά, τον καλό λόγο, τη συμπόνια και την ελπίδα. Υπεραναλύοντας τους κορμούς των δένδρων, τα ανθρώπινα αυτά κομμάτια μετρούν μία μία τις σχισμές που ζωγράφισαν όσοι ερωτεύτηκαν κάποτε τυχαία. Στο δασάκι αυτό, οι άνθρωποι χάνονται. Και βρίσκονται κάπου ανάμεσα στα δένδρα, κάπου επάνω στα αγκάθια και στις πέτρες. Στο πουθενά και στο “για πάντα” τους ορκίζονται οι εραστές της μοναξιάς. Και πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, συνεχίζοντας το ψάξιμο της ουτοπίας στα φιλιά και τα χάδια τους. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα δένδρα, βρίσκεται κι ένας ζωγράφος. Πάντα ένας ζωγράφος υπάρχει κάπου, για να απαθανατίσει τη μοναξιά των φιλιών. Και οι ανθρώπινες μοναχικές φιγούρες, πορευόμενες ασύστολα στα αγκαθωτά και πετρώδη μονοπάτια, εντέλει κείτονται σε τοίχους διαμερισμάτων γκρίζων πολυκατοικιών μοντέρνα φρεσκοβαμμένους και νωθρούς, σχεδόν κοσμικά απόκοσμους και δραματικά μελαγχολικούς.
Η πόρτα χτυπάει κάποτε δειλά, ίσως και σκόπιμα. Μια ανθρώπινη μοναχική φιγούρα εισβάλλει στο κλουβί μιας άλλης. Φιλοδοξεί να της αλλάξει τη ζωή, να την αποσυντονίσει, να την υφαρπάξει από τη βασανιστικά αργή ρουτίνα της, να την τακτοποιήσει διαλύοντας με ορμή τα συνώνυμα της ασφάλειάς της. Μια γυναίκα προσπαθεί να βρει μια θέση στον κόσμο. Με παλλόμενο από τις καταχρήσεις κορμί, κακοποιημένη και μόνη, παρ΄ολίγον νεκρή, παρ΄ολίγον ζωντανή, περιπλανιέται ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους ενός μεγαλο-αστικού διαμερίσματος. Το πουθενά και το “για πάντα” της μετακινούνται. Και το έξω γίνεται μέσα. Αισθάνεται, ωστόσο, ακόμη το βουητό των δένδρων, τις κραυγές των μοναχικών ανθρώπων ενάντια στην μοναξιά τους και τα εναπομείναντα αγκάθια στα πόδια της. Με τα μαλλιά της ανάκατα και το κενό της βλέμμα, επιβάλλεται στο σώμα της και το σταθεροποιεί στις διάφορες γωνίες του σπιτιού, διερευνώντας τον καινούργιο χώρο και κατανοώντας πώς λειτουργεί, προκειμένου να τον φέρει στα δικά της μέτρα και σταθμά. Ανακατεύει τους πίνακες, τα έπιπλα, τα ρούχα, τα εργαλεία του ζωγράφου και τον προκαλεί να την ζωγραφίσει. Μάταια. Ο ζωγράφος, αδιάφορος κι επικεντρωμένος στην ακατάπαυστη μοναξιά των δένδρων, αδυνατεί να μετρήσει τις ρυτίδες του προσώπου της. Αδυνατεί να την κοιτάξει βαθιά στα μάτια. Το βλέμμα του έχει κολλήσει σε ένα δάσος και αγνοεί τα τρυφερά πέταλα των λουλουδιών. Και το βλέμμα της, ενώ προσπαθεί να ανακάμψει και να αποκτήσει φως, παραμένει στο σκοτάδι. Στην απέλπιδα προσπάθειά της για επαφή, κατασκευάζει μια πάνινη κούκλα και την τοποθετεί με θράσος μπροστά στο πρόσωπο του άνδρα, μια αναπνοή μόνο μακριά. Η κούκλα κρύβει μιαν αλήθεια. Η αλήθεια αυτή παραμένει δυστυχώς στα όρια της κούκλας. Το πρόσωπο και το προσωπείο των δύο ανθρώπων του διαμερίσματος εναλλάσσονται και οι τοίχοι γεμίζουν με το κρυφτούλι των άδειων τους βλεμμάτων. Ο άνδρας την κοιτάζει και την αγγίζει, αλλά δεν εφάπτεται με το μυαλό και την καρδιά της. Η κούκλα, βασανισμένη και ταλαιπωρημένη, περιμένει υπομονετικά μιαν επαφή.
Η γυναίκα μπαινοβγαίνει θλιβερά στα κλουβιά και τα καβαλέτα των τοίχων γύρω της, ψάχνοντας και η ίδια την ουτοπία μιας σχέσης. Οι τοίχοι την έχουν περικυκλώσει, δίνοντάς της την εντύπωση της ελευθερίας. Το κεφάλι της δεν μπορεί να την χωρέσει. Το κρατάει στα δυο της χέρια σφιχτά. Δεν θέλει να βλέπει. Δεν θέλει να ακούει. Δεν χωράει και δεν ταιριάζει πουθενά το κρανίο της. Απεναντίας, χαράσσει μια νοερή αγκαθωτή γραμμή ανάμεσα σε δύο κατά φαντασίαν κόσμους, των φτωχών και των πλουσίων, αυτών “που πεθαίνουν συνέχεια” κι αυτών “που πεθαίνουν μία φορά”. Το “για πάντα” ακούγεται διαφορετικά σε αυτήν, άλλωστε. Είναι το βάσανο και σάβανό της. Ζηλεύει ακόμη και το πουλί στο κλουβί. Το πετάει στα σκουπίδια χαιρέκακα. Και γίνεται κι αυτή πουλί, έχοντας την πεποίθηση ότι συνέβαλε στην απελευθέρωσή του. Διαπιστώνει, ωστόσο, ότι δεν έχει καν φτερά. Ο χρόνος περνά. Και συνεχίζει η γυναίκα αυτή να είναι η μοναχική φιγούρα των δένδρων, του διαμερίσματος, του κλουβιού. Ο χωρόχρονός της συστέλλεται επικίνδυνα. Αρχίζει να “ανήκει”. Αρχίζει κάποιος να την “βλέπει” στην ουσία και την γύμνια της. Ο άνδρας μετρά στην πλάτη της γρατζουνιές και της χαϊδεύει τα μαλλιά. Της κάνει δώρα και της προτείνει το σπίτι του ως φωλιά θαλπωρής και σεβασμού. Αυτή πρέπει να φύγει τώρα. Η παγίδα της βρήκε επιτέλους την ολοκλήρωσή της. Και ο πρώην αδιάφορος ζωγράφος “πιάνεται στην φάκα” της πρόβας του νυφικού της “κέρινης” πλέον ανθρώπινης κούκλας, διαπιστώνοντας πως ο οίκτος είναι η σπασμένη γέφυρα ανάμεσα στην θλίψη και τον πόνο.
Αβάσταχτη η μοναξιά του προσώπου. Αβάσταχτο το ψέμα του προσωπείου. Και το κόκκινο σχοινί που συνδέει πρόσωπο και προσωπείο επιβάλλεται να κοπεί μία και καλή, σαν ένας άλλος γόρδιος δεσμός, πιο δυνατός αλλά βαθύτατα ανθρώπινος.
Η παράσταση «ΓΥΜΝΗ ΠΑΓΙΔΑ», μια νέα θεατρική εκδοχή του έργου “Χάρτινα Λουλούδια” του Έγκον Βολφ από το οποίο και εμπνέεται, σε κείμενο (αναπροσαρμογή) της Καρίνας Ιωαννίδου και σε σκηνοθεσία του Γρηγόρη Μήτα στο Θέατρο Φλέμινγκ στήνει έναν πλήρως αισθαντικό και πολυδαίδαλο ιστό αράχνης ανάμεσα σε έναν άνδρα και μία γυναίκα. Δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο ποιος υφαίνει εξαρχής τον ιστό αυτόν. Φαίνεται πως η γυναίκα-αράχνη εισβάλλει στην καθημερινότητα του ζωγράφου και την ανακατεύει, ανατρέποντας τα δεδομένα του και καθιερώνοντας έναν άλλον τρόπο ζωής και σκέψης για αυτόν. Θέλει να ξεφύγει από τη δική της εξάρτηση και τον κύκλο μέσα στον οποίον έχει περιχαρακωθεί η ίδια, φορτώνοντας τις φοβίες και τις ανασφάλειές της στον άνδρα. Αλλά και ο άνδρας-αράχνη, έχοντας στήσει ένα σκηνικό μεγαλοαστικού τρόπου ζωής και σκέψης για την αυτοσυντήρηση και την επιβεβαίωσή του, προσπαθεί να βρει τον έρωτα και την αγάπη στους δρόμους του πάρκου, στα αγκάθια και τις πέτρες του. Ζωγραφίζει ανθρώπους και τους κρεμάει πάνω από το κεφάλι του. Είναι ωστόσο έτοιμος να χαντακώσει τα έργα του για χάρη της γυναίκας-αράχνης. Και ο ίδιος θέλει να ξεφύγει από τη δική του πραγματικότητα, από την αφόρητη μοναξιά του. Η ανάγκη της γυναίκας να αγαπήσει και να αγαπηθεί και η ανάγκη του άνδρα να αγαπήσει και να αγαπηθεί δεν συγχρονίζονται, αλλά παραμένουν ανάγκες ανικανοποίητες έως το τέλος. Δεν είναι δυνατόν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν δύο άνθρωποι, εάν δεν μάθουν πρώτα να αγαπούν και να αποδέχονται τον εαυτό τους ως ολότητα. Το δράμα των δύο αυτών ανθρώπων ολοκληρώνεται περίφημα με μια παρά φύσιν “πρόβα νυφικού”, καθώς ο υποψήφιος γαμβρός ντύνεται νύφη αναρωτώμενος για την αλήθεια και το ψέμα, και η υποψήφια νύφη επιστρέφει δριμύτερη στα αγκάθια και τις πέτρες από τις οποίες ονειρευόταν κάποτε να γλιτώσει. Μάταια.
Μουσική Πρόταση:
Nirvana. About A Girl (MTV Unplugged).
Φωτογραφικό υλικό