Στο αντιπολεμικό κοινωνικό δράμα του David Ian Lee “The Curing Room” σε μετάφραση Αντώνη Γαλέου και σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά στο Θέατρο Αθήναιον, επτά άνθρωποι, στρατιώτες του ρωσικού στρατού στη Νότια Πολωνία, περιμένουν την αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων, εγκλωβισμένοι στο υπόγειο κελάρι ενός έρημου μοναστηριού, από το οποίο δεν υπάρχει καμία διέξοδος διαφυγής.
Δεν έχουν φαγητό. Δεν έχουν νερό. Παραληρούν γυμνοί, πλήρως απογυμνωμένοι στο σώμα και στην ψυχή, εκτεθειμένοι στο παρα-νομικό και παρανοϊκό πλαίσιο του πολέμου, υποκινούμενοι από το ένστικτο της επιβίωσης, που ειλικρινά εξαγριώνει ό,τι ο άνθρωπος κατέκτησε και καλλιέργησε από τα πρώτα ψήγματα πολιτισμού. Οι άνθρωποι αυτοί σέρνονται σαν ερπετά στη θέα των πτωμάτων και στη μυρωδιά της φρέσκιας σάρκας. Γλείφουν την υγρασία που μαζεύουν οι πέτρες και καταπίνουν τα υγρά των σωμάτων τους. Μέσα στα όρια της εμπόλεμης ζώνης, η ανθρώπινη ζωή τίθεται σε βωμό θυσίας. Το δίκαιο του ισχυρότερου είναι ο μόνος έντιμος νόμος. Κριτήριο για να μείνει κανείς ζωντανός είναι η δύναμή του να εξοντώνει και να υπερισχύει. Ο υπεράνθρωπος πείθει τις ομάδες να τον ακολουθήσουν και η άποψή του γίνεται η “κοινή γνώμη” στη ζώνη αυτή, ακόμη κι αν υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες. Έτσι άλλωστε λειτουργεί η λογική του Υπερανθρώπου.

Άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι ο θάνατός τους πλησιάζει με σταθερά κι απειλητικά βήματα. Ομολογούν ότι ο θάνατος του Άλλου είναι συνώνυμο της δικής τους ζωής, έστω και του δευτερολέπτου. Δεν υπάρχει ελπίδα. Θα πεθάνουν… πώς όχι; Κι επιλέγουν τον πιο ανέντιμο, απαξιωτικό, αναξιοπρεπή τρόπο να κερδίσουν λίγες ημέρες παραπάνω ζωής: τρώγοντας την ωμή σάρκα αυτών, μαζί με τους οποίους πολέμησαν, συνεργάστηκαν, εμπιστεύτηκαν, αντάλλαξαν εμπειρίες ζωής, γνώρισαν τις οικογένειες και κάθισαν στο ίδιο τραπέζι, συνδαιτημόνες της πιο σκληρής ανάγκης, αυτής της επιβίωσης. Ρίχνουν κλήρο θανάτου, πίνοντας τα υγρά τους, τρώγοντας σάρκες και κάνοντας αστεία. Μετακινούνται στη σκηνή υπό την επήρεια της λαχτάρας για ζωή, άλλη πρέζα πιο δυνατή και απίστευτα δικαιολογημένη, ως έρμαια των βιολογικών τους αναγκών και ψυχικά απανθρακωμένοι.
Συζητούν για τη γυναίκα τους, για τη μάνα τους, για τα παιδιά τους. Κλαίνε στη θύμησή τους. Συγκινούνται και νιώθουν την τραγικότητα της δικής τους ύπαρξης και του χαμού των άλλων. Τραγική ειρωνεία. Στον πόλεμο, ζωντανοί και νεκροί πιάνονται χέρι χέρι και οδεύουν προς τα Κάτω. Θύτες και θύματα εξομοιώνονται και εξαθλιώνονται. Στον ζωντανό ανιχνεύεται ο επικείμενος θάνατος και στον νεκρό η ζωή που δεν πρόλαβε να ζήσει. Τα όρια ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο δεν διακρίνονται πλέον. Και ο κανιβαλισμός θεωρείται αναπόδραστη ανάγκη. Ποιος μπορεί να μιλά για ζωντανούς ανθρώπους στην ερημιά και τη ζοφερή σκιά του πολέμου, όταν όλα γίνονται φωτιά και στάχτη και κανείς δεν μπορεί να μιλήσει ανθρώπινα;
Φωτογραφικό υλικό