Γράφει ο Δημήτριος Χατζηθεοδοσίου.
[Φωτογραφία Ἐπικεφαλίδας: «Βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ, ἔγχρωμο μονότυπο τοῦ Οὐίλλιαμ Μπλέικ, 1795 -ἀντίτυπον τοῦ Tέητ. Ὁ ἀτομικὸς ἄνθρωπος ἐκτὸς κοινωνίας.»]
Πλῆθος θεαμάτων, παραστάσεων καὶ εκδηλώσεων, παρὰ τὶς δυσχέρειες τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, κατακλύζουν αἴθουσες, πλατεῖες καὶ ἐναλλακτικοῦς χώρους, ἀπὸ θεατρικἐς παραστάσεις, μέχρι συναυλίες, δρόμενα, συμβάντα (χάππενινγκς), θεματικὲς παρελάσεις, μαραθώνιους, ποδηλατοδρομίες καὶ ἄλλα τινὰ, ποὺ καταμαρτυροῦν μίαν ἀστείρευτη ἐνεργητικότητα καὶ διάθεση προσφοράς τῆς ἐπὶ τῷ ἔργῳ παραγωγικῆς γενεὰς.
Τὴν δραστηριότητα αὐτὴν συνοδεῦουν συνήθως πλῆθος δημοσιεύσεων, ἄρθρων, ἠλεκτρονικῶν ἀναρτήσεων, «τιτιβισμάτων», φωτογραφιῶν καὶ διαφημιστικῶν μηνυμᾶτων ποὺ διακρίνονται σὲ κινήσεις προώθησης καὶ μάρκετινγκ ἀφ΄ἐνὸς καὶ σὲ κινήσεις προσωπικής προβολῆς πρὸς ἰκανοποίησιν ἀτομικοῦ εγωϊσμοῦ ἀφ΄ἐτέρου.
Τίθεται τὸ ἐξῆς ἐρώτημα: Ποιὸ εἶναι τὸ ποιοτικὸ ἀντίκτυπο τῶν θεαμάτων αὐτῶν καὶ αὐτὴς τῆς ὀργασμικής παραγωγικῆς δραστηριότητας ποὺ συνοδεῦει τὶς παραγωγὲς τους;
Κατ’αρχὰς, πρέπει νὰ ὁριστεὶ ἡ ἔννοια τοῦ «ποιοτικοῦ» διὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἐδῶ συμφραζομένων.
Ὠς ποιότις ἔργου τέχνης ἐννοείται ἡ παραγωγή τέτοιων ἰδεῶν ἰκανῶν νὰ παράγουν συζήτηση, προβληματισμὸ ἤ γόνιμη ἀντιπαράθεση ἐπὶ τοῦ πεδῖου αὐτῶν καὶ μὲ τατόχρονη παραγωγὴ αἰσθητικοῦ κάλλους καὶ εὐμορφίας ποῦ συνοδεύει ἔν συμφωνίᾳ ἤ ἀντίστιξῃ (γιὰ σπουδαῖο λόγο) τὸ νοηματικὸ περιεχόμενο.
Ἡ λεπτομέρεια τοῦ παραπάνω ὀρισμοῦ, δὲν ἔγκειται τόσο στὴν ἴδια τὴν ἀναφορὰ τοῦ αἰτήματος περὶ παραγωγὴς νοήματος καὶ ιδεῶν ἀπὸ τὰ ἔργα τέχνης (ἄλλωστε, σύμφωνα μὲ τὶς θεωρίες πρόσληψης, νόημα καὶ ἰδέες μπορεῖ νὰ ἐξάγει ἡ κάθε ἀτομικότητα ἀπὸ τὸ ὁτιδήποτε καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἔκφανση τοῦ αἰσθητικοῦ φαινομένου), ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ριζικὴ προϋπόθεση ποῦ ἐκπορεύει τὸ παραπάνω αἴτημα τῆς «παραγωγῆς συζητήσεως». Ἡ προϋπόθεση αὐτὴ εἶναι ἡ τοποθέτηση τοῦ φαινομένου σ’ἔναν δημόσιο βίο, μίαν «ἄγορὰ» μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ἕννοια τῆς λέξεως: αὐτὴν τοῦ τόπου συνάντησης καὶ ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων ποῦ ἀφοροῦν τὴν βελτίωση καὶ τον εξωραϊσμὸ τοῦ ἰδίου τοῦ καθημέρινοῦ δημοσίου βίου στο παρὸν καὶ τὸ μέλλον.
Ἡ τοποθέτηση αὐτὴ στὸν κοινωνικὸ δημόσιο χῶρο, σημαῖνει τὴν διεξοδικὴ ἀνάλυση τῶν ἔργων, τὴν σύγκριση ἀπόψεων καὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, τὴν σύνδεση μὲ τὴν παράδοση (δηλαδὴ τὴν συσσωρευμένη ἐμπειρία προϋγουμένων γενεῶν) ἀλλά καὶ τὴν ἀνίχνευση ἰδεολογικῶν ρευμάτων, σκοπιμοτήτων καὶ ἐπιδιώξεων ἐκουσῖων ἤ ἀκουσῖων.
Διὰ τοῦτων συνεπάγεται μία κατ΄ἐξοχήν πολιτικὴ λειτουργία ὡς πραγματικὸ (καὶ ὄχι κατ΄ἐπίφασιν ἤ τύπο) ζητούμενο στὸ πεδίο τοῦ δημοσίου βίου, μὲ ἀφετηρία σχετικὰ αἰσθητικὰ δρόμενα.
«Θέατρο τῆς Ἐπιδαῦρου πληρωμένο. Διασκεδαστήριο ἤ Βουλῆ;»
Ἀσφαλῶς ἡ παραδοχὴ αὐτὴ, σκοντάφτει στὴν μεθοδικῶς καλλιεργημένη ἄποψη, καθ΄ὁλη τὴν περίοδο τῆς μεταπολίτευσης, ὄτι ἡ τέχνη θα πρέπει –γιὰ νὰ διασφαλιστοῦν οἱ ελευθερίες λόγου καὶ πράξης τῶν ἀτόμων- νὰ εἶναι ὐπεράνω κριτικῆς ἐπὶ τῶν ἰδεῶν ποῦ κομίζει, ἀλλὰ ὑποκείμενη μονάχα στὴν κριτικὴ τῆς αισθητικῆς ἀπόδοσῆς τῆς.
Ὅμως, τὸ αἰσθητικὸ φαινόμενο (ἡ παράσταση, ἤ ἄλλο δρομενο δηλαδὴ) δὲν ὐπάρχει καθ΄ὁλοκληρίαν παρὰ μόνον σὲ σχέση μὲ τὶς ἰδέες ποὺ ἐπιδιῶκει να ἐπικοινωνήσῃ μὲ συνειδητὸ καὶ ἀσυνείδητο τρόπο καὶ μὲ τὸ ἀντίκτυπο ποὺ αὐτὲς ἔχουν στὸ περιβάλλον ὑποδοχὴς τοῦς. Ὁ διαχωρισμὸς τοῦ αισθητικοῦ ἀπὸ τὸ ἰδεονοηματικὀ φορτὶο τοῦ φαινομένου, ὁδηγεῖ στὴν λοβοτόμηση τῆς δημόσιας λειτουργίας τῆς τέχνης καὶ τὴν ὑποβιβάζει σὲ ἔνα ἀπλὸ κοσμικὸ γεγονὸς δεξιοτεχνίας καὶ ψευδεπίγραφης κοσμικὴς λάμψης ποὺ προσφέρει τροφὴ στὸ κουτσομπολιὸ, τὴν μικροπρέπεια, τὸν μικροαστισμὸ, τὸν κακῶς νοούμενο ἐπαρχιωτισμὸ καὶ τὸν ἄκρατο ἀτομικισμὸ.
Πράγματι, σὲ τοῦτον τὸν ἀτομικισμὸ ἐντοπίζει κανεὶς τῆν οῦσὶα τῆς προβληματικὴς στὸν λόγο ποιότητα καὶ περιεχόμενο προς πρόσληψη καὶ ἀντίκτυπο.
Ἡ ἀποθέωση τοῦ ἀτομικισμοῦ ὡς παράδειγμα, γέννημα τοῦ δυτικόφερτου διαφωτισμοῦ μετέτρεψε τὴν μετάβαση στὸν δημόσιο βίο σὲ αὐτοσκοπὸ καὶ τὴν κατάθεση ὑλικοῦ στὴν ὁδὸ συγκέντρωσης ὁπαδῶν και «λάηκς», ποὺ ικανοποιοῦν μιὰ νοσηρὴ ἐγωπάθεια (ποὺ μολύνει πομποῦς καὶ δέκτες), ἀντὶ γιὰ τὴν ἀρχικὴ σημασία τῆς μετάβασης αὐτὴς ὡς μέσο ἐκφορὰς απόψεως καὶ τὴν συμμετοχὴ στὸ συλλογικὸ κοινωνεῖν μὲ ἀποκορύφωμα τὴν συνδιαλλαγὴ καὶ συμπερίληψη στὸ ὁργανο λήψης ἀποφάσεων.
«Ἡ Ἐλευθερία ὁδηγεὶ τὸν Λαὸ, πίνακας τοῦ Εὐγενῖου Φερδινάρδου Βίκτωρος Ντελακρουά, 1830.»
Μεσουρανούντος τοῦ πνεύματος ἀτομισμοῦ, κάθε κριτικὴ διάθεση πρὸς τα κίνητρα, τὰ αἴτια, τὰ ἀποτελέσματα καὶ τὶς εὐρύτερες συνέπειες κάθε παραστασιακὴς παραγωγὴς σημειώνεται ὡς παραβίαση ἀτομικῶν δικαιωμάτων, ὡς βία ποὺ ἀσκῆται στὸ ἀτομο. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ ἄτομο νὰ διογκῶνει τὸν ἤδη υπερτροφικὸ ἐγωισμὸ τοῦ καὶ νὰ ἐπιδίδεται στὴν κατανάλωση ἀγαθῶν καὶ ἐρεθισμάτων ἐνῶ ὑπόκειται τὸ ἴδιο σὲ στείρα κατανάλωση, τὴν ἴδια στιγμή που τὸ συλλογικὸ πεδίο τῆς ἀγορὰς καὶ τοῦ δημοσίου λόγου καὶ βίου, φιμώνεται, ἀλυσοδένεται, «τρολλοποιήται» καὶ τελικὰ ἐξανδραποδίζεται ἐκείνη ἡ φυσικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρῶπου (ζώων πολιτικὸν), ποὺ παράγει τὴν ουσιαστικὴ μορφὴ τῆς ἐλευθερίας, τὴν λειτουργὶα τοῦ κοινωνεῖν καὶ ὁρθῶς διαλογίζεσθαι καὶ συνδιαλέγεσθαι.
Ἡ ἀτομικιστικὴ λαίλαπα διαβάλλει λοιπὸν, τὸν χῶρο τῶν θεαμάτων καὶ τῆς τέχνης καὶ δεῑ τοῦ θεάτρου σὲ τρία επίπεδα: τῶν παραγωγῶν, τῶν θεσμῶν καὶ τοῦ ακροατηρὶου ἤ κοινοῦ.
Τὸ ἐπίπεδο τῶν παραγωγῶν διαιρείται ἀνάμεσα στοῦς χρηματοδότες καὶ στοῦς δημιουργοῦς (ὁταν αὐτοὶ δὲν συνυπάρχουν στὸ ἴδιο πρόσωπο). Οἰ πρῶτοι μὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν παραγωγὴ κέρδους μὲ τὸ μικρότερο δυνατὸ κόστος (σύμφωνα με τὰ κλασσικὰ καπιταλιστικὰ διδάγματα), ἐφ΄ὅσον δραστηριοποιοῦνται ὡς ἐπιχειρηματίες τοῦ θεάματος, μὲ ἀποτέλεσμα να πρωθοῦν με ἀγοραῖο («μαρκετινίστικο») τρόπο τὰ κατὰ τὰ ἄλλα ἀντικείμενα ἤ προϊὸντα πολιτισμοῦ, τὰ ὁποία ἐξαιροῦνται ἀπὸ κάθε σοβαρὴ ἔν περιεχομένῳ κριτικὴ ἀνάλυση (ἀπὸ εἰδικοῦς, κοινὸ, τῦπο καὶ θεσμοῦς) καὶ εἰδικά σε σχέση με τὸ κοινωνικὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ἐκφέρονται, ἐνῷ στεροῦνται συνήθως βαθύτερου πολιτικοῦ προβληματισμοῦ.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ, οἱ δημιουργοὶ (ἤ καλλιτέχνες) πνίγονται ἀπὸ τὴν ἀνάγκη ἀναγνώρισης καὶ θρέψης τοῦ ἐγῶ τοὺς ἐνῷ ταυτόχρονα συνυπάρχουν με μία κατεστραμμένη οἰκονομικὰ ἀγορὰ θεαμάτων. Διακρίνονται λοιπὸν στὴν αὐτὴ κατηγορὶα νεότεροι καὶ παλαιότεροι δημιουργοί.
Οἱ μὲν νεότεροι πασχίζουν γιὰ ἀναγνώριση καὶ χειραφέτηση τῶν ταλέντων τοῦς ἀπὸ τὴν ἀγορὰ καὶ τὸ καλλιτεχνικὸ στερέωμα, μὲ ἔργα ποὺ στεροῦνται οὐσιαστικοῦ καὶ ἐπίπονου πολιτικοκοινωνικοῦ ὁράματος ἀλλὰ περιορίζονται στὴν κατοπτρικὴ ἀναπαραγωγὴ ψυχολογικῶν συμπλεγμάτων ἀτομικοῦ τῦπου ἤ καὶ τὴν στεῖρα καταγγελτικὴ ἀναφορὰ ἐπὶ παραδοσιακῶν θεσμῶν μὲ ἄνευ κατευθύνσεως ριζοσπαστικὴ διάθεση. Πρόκειται γιὰ ἀτομικιστικὲς συμπεριφορές που ἔχουν σκοπὸ τὸν ἐντυπωσιασμὸ καὶ τὴν «ὕπαρξη» ἤ «γένεση» σὲ ἔναν δημόσιο βίο, ποὺ ὅμως δὲν ἔχει τὴν ἐγγενὴ πολιτικὴ λειτουργία ἀλλὰ μία καταναλωτικὴ, κοντόφθαλμη στάση καὶ πράξη.
Στὸν ἀντίποδα, παλαιότεροι δημιουργοὶ, ἐὰν ἔχουν καταφέρει νὰ ξεπεράσουν, ἐν εἶδει ὠριμότητος, τὸ παραπάνω σύμπτωμα, εἶναι παγιδευμένοι σὲ μιὰ ἀγορὰ γεμάτη ρεβανσισμὸ, μικρότητα καὶ οἰκονομικὴ ἀνέχεια. Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι, εἴτε ἡ προσπάθεια μετάβασης σε δημιουργὶες εὔπεπτες, «τοῦ συρμοῦ», ἤ δουλοπρεπεῖς καὶ λατρευτικὲς πρὸς τὴν ὑπάρχουσα ἰδεολογικὴ καθεστηκυία τάξη τοῦ ἀτομικισμοὐ, τὴς πολιτικὴς ὀρθότητας καὶ τοῦ τυφλοῦ διεστρεβλωμένου ἀνθρωπισμοῦ.
«Ἡ μηχανὴ τῶν «ναὶ», Λιθογραφία τοῦ Κὰρλ Χόκνερ , 1936.»
Τὸ ἐπίπεδο τῶν θεσμῶν ἀφορὰ κυρίως τὶς κρατικὲς καὶ (κρατικοδίαιτες) ἰδρυματικὲς δομὲς πολιτισμοῦ που ἐστιάζουν στὴν διασφάλιση τοῦ αὐτονοῆτου (δηλαδὴ μιὰς αἰσθητικὴς ἀρτιότητας τῦπου «καλοφτιαγμένο ἔργο») ὡς μόνο αὐτοσκοπὸ, παραβλέποντας τὶς θεμελιώδεις λειτουργίες καὶ τὰ κύρια καθήκοντά τους πού εἰναι ἡ διατήρηση τῆς παράδοσης, τῆς γλῶσσας, τοῦ ρεπερτορῖου, τοῦ λαϊκοῦ πνεύματος καὶ τὴν διεύρυνση τῶν θεμελιωδῶν ἐννοιῶν τοῦ ἐλληνισμοῦ καὶ τῆς ἐλληνικότητας ὡς τρόπου ὕπαρξης.
Ἀντίθετα, ἡ προσκόλληση τέτοιων θεσμῶν σὲ κομματικοῦς χῶρους προδίδεται στὶς ἰδεολογικὲς ἀγκυλῶσεις καὶ τὴν ἀδυναμία μεταφορὰς τῆς συζήτησης περὶ ἀξιακῶν ζητημάτων σὲ ἀνῶτερο ἐπίπεδο, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν μετατροπὴ τους σε πραίτορες πολιτικὴς δικαιολόγησης καὶ βοηθητικοῦς τροχίσκους τῆς ἐκάστοτε ἐκτελεστικὴς ἐξουσίας, περαιτέρῳ ἀπομακρύνοντας τὴν τέχνη ἀπὸ τὴν οὐσιαστικὴ καλλιέργεια καὶ πολιτικὴ θεματικὴ ἀντιπαράθεση.
Οἱ θεσμοὶ αὐτοὶ ὁφεῖλουν νὰ προβάλλουν καὶ νὰ πλουτίζουν ἔνα διαχρονικὸ παράδειγμα καὶ ὄχι, μία ἐφήμερη ἐρμηνευτικὴ τῆς κάθε πολιτικὴς ἐξουσίας ἤ κυβέρνησης καὶ τοῦτο γιατὶ ἀντίθετα μὲ ἄλλες χῶρες ἡ Ἑλλάδα βαρύνεται μὲ μία γραμματειακὴ, ἰδεοπαραγωγικὴ καὶ ἐπιτευγματικὴ παράδοση που δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοηθεὶ σὲ πεῖσμα κάθε νεοτερικότητας. Κάθε διάφορη δράση ἀπὸ μέρους τέτοιων κρατικῶν θεσμῶν ἀποτελεὶ ξεκάθαρη παρεκτροπὴ ἀπὸ τὸ θεμελιακὸ ἰδρυτικό τους καθῆκον. Τέλος, εἰδικά γιά τους θεσμούς αὐτοῦς, τὸ νοηματικὸ περιεχόμενο καὶ ἡ ἀναπαράσταση του ὁφείλουν νὰ ἔχουν δραματικὴ συνέπεια, ἐνῷ τὸ εἰδικὸ βάρος τῶν παραστάσεων, δέον νὰ τοποθετῆται στὸ νοηματικὸ μέρος.
Τὸ τρίτο, ὕστατο ἄλλ΄ὄχι, ἐλάχιστο, εἶναι τὸ ἐπίπεδο του κοινοῦ ἤ ἀκροατηρίου. Ὁ ἀτομικισμὸς, ἔχει μετατρέψει τὴν παρακολούθηση τῶν λεγόμενων πολιτιστικῶν θεαμάτων σὲ στείρο κοσμικὸ καὶ καταναλωτικὸ γεγονὸς ποὺ δὲν γεννὰ προβληματισμοῦς καὶ ἀποτυγχάνει στὴν ἐκκίνηση ἀλλαγῶν πρὸς τῷ συλλογικότερῷ.
«Διηρημένοι σὲ ζῶνες καὶ κουτάκια.. μὸνοι καὶ στὴν κορφὴ ἐκκλησιὰ. Φωτογραφία τοῦ ἐπιφυλλιδογράφου.»
Οἱ λόγιοι, οἱ δημοσιογράφοι καὶ οἱ κριτικοὶ ἐντεῖνουν τὸ πρόβλημα εἶτε λόγῳ ἀδιαφορίας, εἶτε διὰ τῆς ὑποβιβάσεως τῆς συζήτησης σὲ πραχτικὰ ζητήματα τεχνικὴς ἀπόδοσης καὶ κριτικῆς τύπου «ἤταν/δὲν ἤταν ἐνδιαφέρον». Ποῦ εἶναι ὁ προβληματισμὸς; Ποῦ εἶναι ἡ σκέψη; Ἡ γενίκευση τῶν ἐρωτημάτων; Ἡ ἐκκίνηση τῆς ἀναζήτησης;
Στὴν ἄλλη ὅψη του νομίσματος τὸ μὴ εἰδικὸ κοινὸ, δεῖχνει ἐγκλωβισμένο στὴν ἐγωιστικὴ φοῦσκα τῆς καθημέρινότητός του καὶ δὲν θέλει κανεῖς νά του τὴν ἀναταράξει (ἤ νά του τὴν βιάσει).
Ἀκόμη καὶ ἄν μία παράσταση ἤ δρόμενο προσφέρει οὐσιαστικὸ προβληματισμὸ, αὐτὸς καταπνίγεται στὸ «ἤταν πολὺ καλὴ ἤ κακὴ» παράσταση/παρουσίαση, ὐπὸ τὸ κράτος δηλαδὴ μίας ολοκάθαρα αἰσθητικὴς καὶ μικροαστικὴς ἀντίληψης.
Ἔν ὁλίγοις τὸ ἀντίκτυπο τῆς ποιότητας εἶναι χαμηλὸ γιατὶ τόσο ἡ πλευρά τῶν πομπῶν ὁσο καὶ τῶν ἀποδεκτῶν δὲν εἶναι προσανατολισμένες στὸν δημόσιο καὶ συλλογικὸ βίο.
Τὸ νὰ ἐκκινήσει κανεῖς τὴν δημόσια συζήτηση σήμερα εἶναι ἔνας μαρτυρικὸς ἀγῶνας καὶ ταυτόχρονα μία ἄρνηση τοῦ ἀτομικοῦ ἐγωισμοῦ του.
Καλοῦνται λοιπὸν ὅσοι ἔχουν τὸ στήθος, νὰ ἀπαντήσουν στὸ κάλεσμα τοῦ δημοσίου σκέπτεσθαι καὶ ἐκκλησιάζεσθαι.
17/10/2017
Μέχρι τὸ ἐπόμενο δεκαήμερο
Δημήτριος Χατζηθεοδοσίου
Φωτογραφικό υλικό