Φωτογραφία Ἐπικεφαλίδας – Λεζάντα:
«Οἱ Γαλάτες. René Goscinny καὶ Albert Uderzo.»
[Ἄλλη μιὰ μέρα ξημερώνει στὸ μικρὸ γαλατικὸ χωριὸ. Τὸ ἄλλωτε εἰρηνικὸ τοπίο γεμάτο θραύσματα, κατεστραμμένο, ἔνας τόπος γκρίζος πιὸ θλιβερὸς απὸ τὸν ἡρωϊκὸ τόπο του Βελιγραδίου, 24 Μάρτη, 19 χρόνια πρίν.]
Τὶ συνέβη στὸ μικρὸ ηλιόλουστο γαλατικὸ χωριὸ;
Αὐτὸ που φοβόνταν οἱ γερὸσοφοι καὶ οἱ δρυίδες καὶ οἱ προφήτες, ὁ Ἑλυτίξ, ὁ Χριστοδουλὶξ, ὁ Γιανναρὶξ καὶ ἄλλοι πολλοὶ στὸ ράφι τῶν γραφικῶν, τῶν κουλτουριάριδων καὶ τῶν τρελῶν, ἔγινε! – Ἔπεσε ὁ οὐρανὸς στὰ κεφάλια τῶν Γαλατῶν!

«Μνημεῖο βομβαρδισμῶν στὸ βαλιγράδι τῆς Σερβίας.»
Μὰ δὲς, ταξιδιώτη, κοίτα, ξεμυτίζουν ἄπ’τὶς τρύπες τοὺς οἱ χωριανοὶ! Πῶπῶ κοίτα ἀρχοντιὰ στὰ τριμένα κουρέλια τοὺς! Τὰ ζώνονται σὰν χρυσοκέντητα λοῦσα καὶ κυκλοφοροῦν στὴν διαλυμένη ἀγορὰ τοὺς σὰν νὰ μὴν συμβαίνει τίποτα! Φουσκογεμίζουν τὶς τσέπες τοὺς μὲ παλιόχαρτα καὶ κομπάζουν μεταξὺ τοῦς κουνῶντας κουτάκια ἄλλαλα καὶ μπάλαλα. Νομίζεις καὶ λάμπει ὁ ἥλιος σὰν μαύρο σκοτάδι στὰ πρόσωπά τους! Τὶ κομψότις, τὶ χάρη στὴν ἀναπαραγωγὴ τῆς ρουτίνας, σὰν ἡθοποιοί πιστοὶ στὶς ἐπιταγὲς τοῦ σκηνοθέτη.
Ἄ, νὰ καὶ οἱ νέοι! Παίζουν ποδόσφαιρο ! Οἱ μιὰ ὁμάδα λέγεται «ὁνειρα ξεχασμένα» καὶ ἡ ἄλλη «ὁνειρα ξένα», μὰ γιὰ εὐκολία ὁ ἐκφωνητὴς τοῦς προσφωνεὶ μὲ χιούμορ «οἱ μίζεροι» καὶ «οἱ ἐμμονικοὶ»! Ὁ ἀγῶνας ἔχει τεράστιο ἐνδιαφέρον! Χιλιάδες γαλάτες γεμίζουν τὶς κερκίδες φωνάζωντας ἀσπρόμαυρα συνθήματα καὶ ἐν χορὸ γλυκοῦς ἐπικήδιους καὶ ἐπιτήδειους ρόγχους μιὰς φυλὴς. Τὸ μὰτς ξεκινάει δυναμικὰ, στὴν ἀρχή ὄλοι εἴναι στὸ κέντρο γεμάτοι νιάτα καὶ σφρίγος, ξεκινοὺν νὰ τραγουδοῦν έναν γλυκὸ ὁρθόδοξο ὕμνο γιὰ τὴν ἐκκλησία –τὴν συγκέντρωση δηλαδὴ-τῶν γαλατῶν, μὰ σύντομα ὁ διαιτητὴς σφυρίζει φάουλ καὶ ἀποβάλλει ἀπὸ τὸν χῶρο τὸν διευθυντὴ ὁρχήστρας. Ὁ αντικαταστάτης τοὺ ἀλλάζει τις παρτιτούρες. Τῶρα τὰ νιάτα τραγουδούν τὸ τραγούδι τῶν δικαιωμάτων καὶ ὑφαίνουν τὸ πολύχρωμο γαϊτανάκι τοὺ πολιτικά ὁρθοὺ λόγου!
Τὸ πλήθος ἐν τῶ μεταξύ, ἀδιαφορεί γιὰ τὰ τεκταινόμενα στὸν ἀγωνιστικὸ χῶρο, εἶναι πολὺ ἀπασχολημένο νὰ τρῶει καὶ νὰ πίνει ρετσίνες καὶ μαργαρίτες μὰ καὶ ἀλλὰ ρωμαϊκὰ σνάκ, ὅπως ὁ survivorix, ὁ Bigbrotherix, τὸ Nitrovix καὶ ἡ MarieClairovix. Καθισμένοι πάνω σὲ μαξιλαράκια στὶς κερκίδες, φτιαγμένα ἀπὸ τὴν ἀρχαία συνταγὴ τοῦ μαγικοῦ ζωμοῦ, τὴν ὁποὶα δὲν καταλάβαινε κανεὶς γιατὶ εἶχε περισπωμένες πάνω ἀπ’τὰ Ὦμέγα, ἀρχίζουν νὰ βαρυστομαχιάζουν ἀπ’τὰ νόστιμα σνὰκ καὶ ξεκινοῦν νὰ πετοῦν στὸ γήπεδο τὰ περιτυλίγματα, τὰ ἀποφάγια καὶ τὰ σκουπίδια τοὺς! Κάποιοι ρεύονται καὶ ξερνούν στὸ γρασίδι, ὧ μὰ τί γιορτὴ; Τὶ κέφι; Τὶ ἰδιότυπο λουτρὸ ἀπὸ κομφετὶ λούζει τοῦς νέους!
Ζῆτω, ζῶτω, ζωά στὸ μαντρὶ θυμίζουν οἱ ὠραίες ἱαχὲς κὶ ἐπιτέλους ἀρχίζει ὁ ἀγῶνας!
Τὰ νιάτα ἀρπάζουν τὰ βλογημένα ἀπὸ ἔνα σκουπιδαριὸ στὸ γήπεδο καὶ νὰ σοῦ οἱ βολὲς, τὰ χτυπήματα, μπουνιὲς, γροθιὲς! Τὶ εὐγενὲς θέαμα, τὰ αἰματα, τὰ δόντια καὶ τὰ ὁνειρα που σπάνε, τὰ ἀκρωτηριασμένα σώματα που χτυπιούνται στὸ σκαμμένο χῶμα, οἱ ἀνάπηρες ψυχὲς, ὦ τὶ μεγαλεῖο Δύση μοὺ αὐστηρὴ, ναὶ, ἐσὺ τὸ σακάτικὸ ἐφταμηνίτικο τοῦ ἐλληνισμοῦ!
Ξαφνικὰ ἐμφανίζεται μιὰ τηλε-οπτικὴ μπάλα, ὁ ἐκφωνητὴς οὐρλιάζει «Νὰ ἡ ἐπιτυχία», καὶ οἱ νέοι ὁρμοῦν, ὁ καθένας γιὰ τὴν πάρτυ τοῦ νὰ τὴν πιάσει.
Τὸ θέαμα τῶρα γίνεται πραγματικὰ εὐγενὲς, ἡ αρμονία τῆς φύσης εἶναι τὸ ἀντικείμενο θαυμασμοῦ στὸ Κολλοσαίο, τὰ ἰσχνά πλευροφάνερα θηρία που ξεκοιλιάζουν ζεστὲς ἀνθρώπινες σάρκες καὶ ξεκοιλιάζονται μεταξύ τοὺς.

«Μονομάχοι ἐναντίον θηρίων, Jean-Léon Gérôme (1902)»
Ἡ ἀρμονία τοῦ χάους. Τὸ πλήθος ἀφηνιάζει, οἱ δυὸ ὁμάδες ἐμφανίζονται πιὰ στὸ πεδίο τῆς σφαγῆς. Ἔνα μέρος νέων ρίχνει τὰ ὀπλα, κλείνει τὰ μάτια, βαφτίζει τὴν μπάλα ἀὸρατη καὶ ἄπιαστη καὶ ξεκινά νὰ τρῶει κὶ αὐτὸ σκουπίδια μὲ βουλημία, πίνει οἱνόπνευμα ἀφθονο καὶ μέσα στὴν μέθη ἠδονίζεται καθῶς κάθεται πάνω σὲ ξύλινα ξόανοειδὴ φαλλόμορφα εἰδωλα. Νὰ λοιπὸν ἡ ὀμάδα τῶν «μίζερων», ἐκτοξεύουν τὴν βρωμόχνωτη ἐπίθεσὴ τοὺς τῶρα, γεμάτη χλεύη, βιτριωλικὸ μηδενισμὸ καὶ ζήλεια στὴν ἄλλη ὁμάδα, τῶν ἐμμονικῶν, που σιδηρόφρακτοι κυνηγοὺν τὴν μπάλα τυφλά, σφάζοντας φίλους καὶ έχθροὺς στὸν δρόμο, μὲ μανία, ρίχνοντας ἔνα -ἔνα κάθε τὶ που τοῦς φωτίζει, μέχρι νὰ τοῦς ἐγκαταλείψει πιὰ ἡ δύναμη τοῦ αὐτοπαθοῦς ἐγωίσμοῦ καὶ καταλήξουν ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα στὴν ἄλλη ὀμάδα, ἐξαντλημένοι.
Κάπου κάπου, λουλούδια! Καί στὶς δυὸ ὁμάδες προκύπτουνε ζευγάρια, ὧ τὶ φῶς, σὰν πυροτέχνημα ἀναφλέγονται καὶ καταναλίσκονται κρεμάμενοι ὁ ἐνας ἀπ’τὸν ἄλλο, δεκανίκια καὶ ἐμπόδια ταυτόχρονα βαμπιρίζουν τὸ αἴμα ὁ ἔνας τοῦ ἄλλου γιὰ μιὰ ἀκόμη μέρα.
Κὶ ἔτσι προχωρὰ ὁ ἀγῶνας, οἱ ὀμάδες εἶναι ἄτομα ἀσχετα μεταξύ τους, σ’ἐνα σταύλο μὲ αἴμα, σπέρμα καὶ κόπρανα, νὰ ὁ πίνακὰς σου Μποτιτσέλι τοῦ αἰῶνα, γένιὰ προηγούμενη καὶ τωρινὴ! Ἡ ἀποθέωση τοῦ μακάβριου αἰσθητισμοῦ, ὁ Damien Hirst σὲ ζηλεύει, ὁ Kubrik ἀναδεύεται στὸν τάφο τοῦ που πάντρεψες τὰ κλειστά ἐρμητικὰ σου μάτια μὲ τὸν Χάνιμπαλ καὶ τὸν σχιζοφρενὴ δολοφόνο μέ τό πριόνι!

«Copia de Spoliarium», τοῦ Toribio Herrera (1881)»
Κάποιοι φερέλπιδες ἄναλύουν τὸν ἀγῶνα καὶ τὸν προβάλουν, ἐγωϊστικὰ στὶς γιγαντοοθόνες, θεωρώντας ὄτι θὰ γίνουν προφήτες, οἱ οι νέοι ἀρχηγοὶ έπάνω στὴν ἀσπίδα.
Ὁ ἀγῶνας τελειῶνει… που πὰς ταξιδιώτη; Μὴ! μὴν τρέχεις στὸν ἀγωνιστικὸ χώρο! Ἄχ, τὶ κάνει… Θὰ σὲ φάνε… Τί κάνει… Τοὺς λέει νὰ ξυπνήσουν, νὰ κοιταχτοῦν μεταξύ τοὺς.. νὰ σταματήσουν τὸ αὐτιστικὸ θέατρο.. Ὦχ, ὦχ.. τὸν πλησιάζουν ἀπειλητικὰ.. τοὺς φωνάζει νὰ ζοῦν ὁ ἔνας γιὰ τὸν ἄλλον.. Θὰ τὸν λιντσαρουν.. Ὄχι, ὄχι! Δὲν εἶμαι μαζὶ του! Εἶναι ξένος!
…
[Ἄλλη μιὰ μέρα τελειώνει στὸ μικρὸ γαλατικὸ χωριὸ. Οἱ ἡθοποιοὶ τῶν θραυσμάτων γυρίζουν στὶς τρύπες τους. Τὸ γήπεδο ζεστὸ ἀκόμα ἀπὸ τὸ ὀλοκαύτωμα. Τὸν ταξιδιώτη διαμελισμένο, τὸν Πενθὲα, χάσκει κενοσάρκιο τὸ χάος. Τὸ θέατρο παραδίπλα παραμένει ἄδειο. Κενό. Στημένο καὶ στυμμένο. Δὲν χρειάζεται πιὰ τὸ θέατρο. Εἶναι κάθε μέρα παγκόσμια μέρα Θεάτρου. Τὸ θέατρο παίζεται στοὺς δρόμους, στὰ σπίτια, στὰ γραφεία, στὶς ἐδρες, στοὺς διαδρόμους, στὰ κρεβάτια. Ἔνα χέρι κομμὲνο δαχτυλοβαδίζει σὰ μεθυσμένο στὰ σκοτεινὰ καὶ σκονισμένα χαλάσματα. Ἔπειτα χάνεταὶ στὰ σκοτάδια. Πάνω στὴν σκόνη που πατινάριζε μὲ τὰ λερωμένα πρασινιὰρικα καὶ ματωμένα δάχτυλά του, τὴν χαραυγὴ θα φανεὶ ἔνα μήνυμα γιὰ τὴν παγκόσμια μέρα θεάτρου: «Νὰ καεῖ τὸ θέατρο. -Ὄχι, τὸ κτίριο. Τὸ ἄλλο.» ]
ΕΠΙΜΕΤΡΟ:
[Μέσα στὴν ταραγμένη νύχτα, ἔνα γλυκὸ νανοῦρισμα. Μιὰ μαυροφορεμένη γυναίκα μαζεύει καρποὺς ἀπὸ τὴν συκιὰ τοῦ Πενθέα, εἶναι στυφοὶ καὶ πικροὶ μὰ εἶναι
ἡ πρώτη φορὰ ποὺ καρποφόρησε. Θὰ φάνε ἀπόψε τὰ μούλικα. Οἱ πτωχοὶ τῳ πνεύματι κὶ ἀμόλυντοι, θὰ κληρονομήσουν τὴν φωτεινὴ Πέτρα].
ἡ πρώτη φορὰ ποὺ καρποφόρησε. Θὰ φάνε ἀπόψε τὰ μούλικα. Οἱ πτωχοὶ τῳ πνεύματι κὶ ἀμόλυντοι, θὰ κληρονομήσουν τὴν φωτεινὴ Πέτρα].
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Γιὰ τὸ περσινὸ μή-μήνυμα γιὰ τὴν παγκόσμια μέρα θεάτρου τοῦ ἀρθρογράφου, βλέπε ΕΔΩ:
27/3/2018
Μέχρι τὸ ἐπόμενο δεκαήμερο
Dημήτριος Χατζηθεοδοσίου
Φωτογραφικό υλικό