Αρκούσε μια σκηνή από την «Ωραία των Αθηνών», ένα πλάνο από τη «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» και ένα μόνο κάδρο από την «Καφετζού» – εκείνο στο τέλος μαζί με τη Γεωργία Βασιλειάδου στην καρέκλα του οδοντιάτρου – για να καταλάβεις το αστείρευτο, έμφυτο ταλέντο, το θεϊκό χάρισμα του Βασίλη Αυλωνίτη.
Ενός γίγαντα της κωμωδίας, που αγαπήθηκε τόσο όταν ήταν στις δόξες του, όσο και μετά τον θάνατό του, μέσα από τις χιλιοπαιγμένες ταινίες του στην τηλεόραση.
Ο Βασίλης Αυλωνίτης γεννήθηκε στο Θησείο. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογενείας. Ο πατέρας του τους εγκατέλειψε και πριν τελειώσει το δημοτικό αναγκάστηκε να δουλέψει σε διάφορες δουλειές, για να βοηθήσει τη μητέρα του. Με την ολοκλήρωση του στρατιωτικού του, έπιασε δουλειά ως βοηθός σκηνογράφου στο θέατρο «Έντεν» στο Θησείο.
Στις 22 Αυγούστου του 1931 κι ενώ έπαιζε στην επιθεώρηση «Κατεργάρα» που σατίριζε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, φανατικός οπαδός των βενιζελικών εισέβαλε στο θέατρο πυροβολώντας προς τη σκηνή, σκοτώνοντας έναν τεχνικό, τραυματίζοντας θεατές, ενώ ο πρωταγωνιστής γλίτωσε από θαύμα. Ο Αυλωνίτης το πήρε προσωπικά -ειδικά για τον αδόκητο θάνατο του τεχνικού και είχε δηλώσει «Θα περάσουν πολλά χρόνια για να βγω σε αθηναϊκή σκηνή».
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι πολλές φορές έπεσε θύμα και της ανεπάρκειας των σκηνοθετών ή της επιλογής να τον φορτώνουν με άσκοπες ατάκες και γκριμάτσες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους «Γαμπρούς της Ευτυχίας», θέλοντας να ικανοποιήσουν το κοινό που ήθελε σε κάθε σκηνή τον Αυλωνίτη. Πρέπει να παραδεχτούμε όμως ότι ακόμη και σε μέτριες ταινίες κατάφερνε αβοήθητος από σενάριο και σκηνοθέτη να μας κλέβει την καρδιά.
Φωτογραφικό υλικό