Από τη θεατρική στήλη «Στον παλμό των φουαγιέ» της Πίτσας Στασινοπούλου.
Γνωστό και ευρέως διαδεδομένο είδος το «θέατρο- ντοκουμέντο» με πολλούς οπαδούς, που τελευταία κερδίζει έδαφος, καθώς τα σύγχρονα κοινωνικά ερεθίσματα με έντονο στίγμα που σήμερα αφθονούν, το τροφοδοτούν με ευρύτατη γκάμα θεμάτων, πέραν του στενού ιστορικού ή πολιτικού πλαισίου… Άλλωστε ανέκαθεν σε περιόδους μεγάλων κοινωνικών αναταραχών, αμφισβητήσεων, αδιεξόδων, συγκρούσεων κλπ. το συγκεκριμένο είδος γνώριζε άνθηση, βασισμένο εξ ορισμού σε αληθινά γεγονότα, από πολέμους, εγκλήματα, σκάνδαλα, τραγωδίες, ιστορικό ή πολιτικό παρασκήνιο, μέχρι κοινωνικές διεκδικήσεις, θέματα ρατσισμού, μεταναστευτικό, σύγχρονες ιδεοληψίες και γενικώς οτιδήποτε αφήνει καθοριστικό αποτύπωμα στην κοινή γνώμη… Πρωτίστως όμως, αξίζει να αναφέρουμε κάποια ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία για το εν λόγω θεατρικό είδος και κυρίως την καταγωγή του, ίσως άγνωστα σε πολλούς…’
Διαβάζουμε λοιπόν ότι: « Ολα άρχισαν πριν από εκατό χρόνια στη Ρωσία… Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το θέατρο–ντοκουμέντο γεννήθηκε στα σπλάχνα του Εθνικού Ινστιτούτου Δημοσιογραφίας, στη Μόσχα. Μετά την Επανάσταση του 1917,και για να καλύψει τις ανάγκες της κρατικής προπαγάνδας, εμφανίστηκε η «ομιλούσα εφημερίδα», ήτοι δημοσιογράφοι που διάβαζαν δυνατά την εφημερίδα της ημέρας σε ένα συγκεντρωμένο κοινό, το οποίο, λόγω των υψηλών ποσοστών αναλφαβητισμού, δεν γνώριζε ανάγνωση. Στη συνέχεια, η «ομιλούσα» έγινε «ζωντανή εφημερίδα», δηλαδή άρχισαν να παρουσιάζουν στη σκηνή αφίσες, διαγράμματα, στατιστικούς πίνακες και αργότερα να προσθέτουν δραματοποιημένο υλικό, σύντομα σκετς, ακόμη και μουσική. Ένα νέο είδος θεάτρου είχε μόλις γεννηθεί, με πιο αντιπροσωπευτικό εκπρόσωπο τη θεατρική κολεκτίβα Μπλε Μπλούζα, που ιδρύθηκε το 1923 και ενέπνευσε χιλιάδες αντίστοιχες θεατρικές ομάδες εργατών σε όλη τη χώρα. ..
Το 1927 η Μπλε Μπλούζα επισκέφθηκε το Βερολίνο καλεσμένη του Ερβιν Πισκάτορ και έτσι, με μια μετάκληση, μεταγγίστηκε το «μικρόβιο» και στη Γερμανία. Ο Πισκάτορ και ο Μπρεχτ δανείστηκαν πολλά στοιχεία από τις θεατρικέςαυτέςπρωτοβουλίεςπροκειμένουναδημιουργήσουντοπερίφημο«επικό» θέατρο, σοβαρά πολιτικοποιημένο και χωρίς προπαγανδιστικό χαρακτήρα, με στόχο τον ερεθισμό της κρίσης του θεατή. Επόμενη περίοδος άνθησής του φαίνεται να είναι η δεκαετία της αμφισβήτησης του ’60. Το 1968 ο Πέτερ Βάις, από τους σημαντικότερους συγγραφείς του είδους, γράφει τις «Δεκατέσσερις Αρχές για ένα Θέατρο–Ντοκουμέντο» και κάνει πράξη τη θεωρία του με την «Ανάκριση», θεατρικό έργο του 1965 που βασίστηκε εξολοκλήρου στα πρακτικά της δίκης του Αουσβιτς, στη Φρανκφούρτη το 1965 και ο ίδιος παρακολούθησε… Μια ανάλογη παράσταση μπορεί να περιλαμβάνει ζωντανές μαρτυρίες, επιστολές, δημοσιεύματα, οπτικοακουστικό υλικό και σε κάθε περίπτωση το θέατρο–ντοκουμέντο ανακαλεί και ερμηνεύει μια ιστορική στιγμή, επανεξετάζει το παρελθόν και αντανακλάμε γόνιμο τρόπο την αγωνία της κοινωνίας για φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας ή της συλλογικής μνήμης…»
Εν προκειμένω λοιπόν προκύπτουν κάποιες εύλογες ιδιαιτερότητες, καθώς ο εμπνευστής ή σκηνοθέτης μιας σχετικής παράστασης, καλείται να λειτουργήσει ταυτόχρονα και ως δημοσιογράφος ή ιστορικός… Να ερευνήσει σε βάθος το θέμα του, να μελετήσει επισταμένα τα γεγονότα, να ανατρέξει σε ιστορικές πηγές, να συγκεντρώσει μαρτυρίες, να αξιολογήσει το υλικό του, να συγκρίνει και να διασταυρώσει δεδομένα, να επιλέξει με συγκεκριμένα κριτήρια και στόχο αυτά που θα προβάλλει και με ποιον σκηνικό τρόπο θα το κάνει… Αυτό το τελευταίο περί σκηνικού τρόπου είναι ακριβώς η ζωτική παράμετρος που με την ιδιαίτερη καλλιτεχνική της δύναμη διαφοροποιεί δραστικά ένα έργο τέχνης από ένα ρεπορτάζ ή μια ιστορική έρευνα- όσο αποκαλυπτικά ή συνταρακτικά κι αν είναι! Διότι πάνω στη σκηνή αυτό που πρωταγωνιστεί εξ ορισμού είναι η δραματοποίηση του περιεχομένου και η ποιότητά της θα καθορίσει κατά πόσο το θέμα αναδείχθηκε, άγγιξε συναισθηματικά, προκάλεσε τις αισθήσεις, διέγειρε εγκεφαλικά, αφύπνισε συνειδήσεις, άνοιξε καινούργιους δρόμους σκέψης ως βασικό ζητούμενο ή αντίθετα καταποντίστηκε σε μια στείρα, άτεχνη, αδιάφορη αναπαραγωγή που δεν άγγιξε σε κανένα επίπεδο…
Προφανώς το θέατρο ντοκουμέντο κρίνεται ως μορφή τέχνης και καλλιτεχνική δημιουργία με ό,τι αυτά συνεπάγονται και όχι ως δημοσιογραφική ή ιστορική μελέτη με στεγνά κριτήρια την αντικειμενικότητα ή την επιστημοσύνη της προσέγγισης. Η Τέχνη με την απεριόριστη ελευθερία της προσφέρει άπειρα πεδία καλλιτεχνικής έκφρασης για πνευματική, ψυχική και συνάμα αισθητική διέγερση, αδυνατώντας να «χωρέσει» σε περιοριστικά καλούπια που την αναιρούν, οπότε ο όρος πχ. «αντικειμενικότητα» δεν την αφορά άμεσα, με την αυτονόητη προϋπόθεση βέβαια ότι ΔΕΝ διαστρεβλώνονται πραγματικά γεγονότα… Ωστόσο ο δημιουργός, σεβόμενος εκ προοιμίου την αλήθεια, έχει την ευχέρεια να την φωτίσει με όποια οπτική ο ίδιος επιλέγει ακολουθώντας συγκεκριμένο στόχο ή ακόμα να την εμπλουτίσει με στοιχεία μυθοπλασίας για τη θεατρικότητακαι φυσικά θα κριθεί για το αποτέλεσμα…Διότι αν αναπαράγει τα ντοκουμέντα επί σκηνής αφαιρώντας από το εγχείρημα την καλλιτεχνική διάσταση που προσδίδουν τα σκηνοθετικά ευρήματα, οι ερμηνείες, η ποιότητα του κειμένου, η κορύφωση μιας πλοκής, το σκηνογραφικό περιβάλλον, οι ήχοι, οι μουσικές, οι φωτισμοί κλπ, ως αυτόνομη δημιουργία τέχνης, απλά ΔΕΝ κάνει θέατρο και το βαφτίζει ως τέτοιο παραπλανητικά…
Εδώ όμως εντοπίζεται ένα κρίσιμο- κομβικό σημείο,όσον αφορά στην οπτική με την οποία φωτίζονται αληθινά γεγονότα και πού ακριβώς στοχεύει η συγκεκριμένη επιλογή… Αν ας πούμε ο δημιουργός τα εκθέτει με τρόπο ώστε να επηρεάσει το θυμικό και να κατευθύνει στη σκέψη του θεατή σε μια «προδιαγεγραμμένη, μονοδιάστατη πορεία» επιλεγμένη εκ των προτέρων από τον ίδιο, μπορεί μεν να κάνει θέατρο εφόσον ακολουθεί τις θεατρικές, καλλιτεχνικές συμβάσεις, όμως ΔΕΝ πρόκειται για θέατρο- ντοκουμέντο, αλλά για στρατευμένη προπαγάνδα σε οποιοδήποτε πεδίο! Εν ολίγοις χρησιμοποιεί αθέμιτα ως όχημα έναν σπουδαίο χώρο τέχνης παραπλανώντας τον θεατή που φυσικά πληρώνει, για να του μεταφέρει εντέχνως (ή ατέχνως) μέσω πραγματικών γεγονότων, δικά του μηνύματα, απόψεις, ιδεοληψίες, καταγγελίες, εμμονές κλπ. έχοντας καλυμμένα τα νώτα με την πρόφαση «μα είπα την αλήθεια!» Παριστάνοντας δήθεν τον ανίδεο ότι η ίδια αλήθεια έχει άπειρους τρόπους να ειπωθεί και ότι κρίσιμο ζητούμενο είναι το ΠΩΣ ειπώνεται κάθε φορά, «προσαρμοσμένη» στις εκάστοτε επιδιώξεις ή σκοπιμότητες…
Και φυσικά δεν έχει καμιά σημασία αν η προπαγάνδα μέσω (και) του θεάτρου, είναι θετική ή αρνητική, αν δηλαδή επηρεάζει υπέρ θεμιτού και αποδεκτού σκοπού ή υπέρ κατακριτέου… Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, δεν ενδιαφέρει επί της ουσίας αν προωθεί πχ. τη δημοκρατική αντίληψη, την κοινωνική δικαιοσύνη, την καταπολέμηση της βίας, την πολιτική ορθότητα, τα υγιή πρότυπα ή αντίθετα τη μισαλλοδοξία, τον ρατσισμό, τις ταξικές διακρίσεις, τη θρησκοληψία, τον σκοταδισμό και γενικώς οτιδήποτε μισητό κι απορριπτέο, καθότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για «καπέλωμα»… Αυτό που ενδιαφέρει ως βαθύς, ουσιαστικός στόχος παρόμοιων εγχειρημάτων είναι να δοθεί στον θεατή με τρόπο προσεκτικά μελετημένο και μέσα από τη δύναμη της τέχνης και των υπέροχων μέσων που προσφέρει όπως η αλληγορία, ο υπαινιγμός, ο συμβολισμός κλπ. το κατάλληλο ερέθισμα ώστε να αφυπνιστεί, να επεξεργαστεί την πρόσληψη, να οξύνει την κρίση του, να διαμορφώσει ΔΙΚΗ του άποψη και ΌΧΙ να ασπασθεί την πιθανώς αμφιλεγόμενη ή διαπλεκόμενη ή λαϊκίστικη ή αφελή κλπ. του όποιου σκηνοθέτη, σερβιρισμένη στο πιάτο προς εύπεπτη κατανάλωση…
Σαφώς εκτιμούμε τον δημιουργό με άποψη η οποία εννοείται θα αξιολογηθεί, αλλά όχι να την υποβάλλει ή επιβάλλει στον αποδέκτη «αφ’ υψηλού» ευνουχίζοντας τη δική του κρίση… Βέβαια πρόκειται για ακροβασία δεξιοτέχνη χωρίς δίχτυ «ασφαλείας», όμως στα δύσκολα κρίνεται η αξιοσύνη! Το να στήνει κανείς «παράσταση- ντοκουμέντο» αναμασώντας χιλιοειπωμένες ιστορίες με τρόπο άτεχνο, επίπεδο, ερασιτεχνικό, στεγνό καλλιτεχνίας, καταγγέλλοντας γραφικά τα αυτονόητα, ανήκει στα εύκολα που μετέρχονται τυχαίοι ανέμπνευστοι για άκοπο παραδάκι, έχοντας έτοιμη πρώτη ύλη με δεδομένη απήχηση…Το θέατρο- ντοκουμέντο είναι πολύ σοβαρή υπόθεση με κοινωνική αποστολή για να αναλώνεται σε μετριότητες ατάλαντων ή σκοπιμότητες «επιδέξιων»…