Γράφει ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Λεβαντής.
«Θα ήθελα να σας δω να μου κάνετε μία σταγόνα λάδι που στάζει απ΄το κιούπι»… Αυτό μου ζήτησαν κάποτε σε μία από τις πρώτες ακροάσεις που πήγα. Ο πολύ γνωστός και απαιτητικός σκηνοθέτης ζήτησε κάτι πολύ περίεργο για μένα τότε. Τον ρώτησα «Αυτή με το ένα χερούλι ή με τα δύο;» Μου απάντησε με τα δύο… του είπα ότι ξέρω μόνοα αυτή με το ένα κι έφυγα… Μετά από χρόνια κατάλαβα γιατί ζήτησε τον συγκεκριμένο (κι άλλους εξίσου «συγκεκριμένους» σε φίλους ηθοποιούς) αυτοσχεδιασμό…
Η διαδικασία της ακρόασης για τον ηθοποιό είναι από τις χειρότερες διαδικασίες που περνάει στην δουλειά του και την περνάει συνέχεια, η εν πάση περιπτώσει όταν τύχει να γίνει κάποια ακρόαση ή να μάθει για αυτήν. Ή για να γίνω πιο ακριβής, την περνάει πριν καν γίνει ηθοποιός, όταν σε λίγα λεπτά μπροστά σε μία επιτροπή προσπαθεί να κάνει πράγματα τα οποία δεν έχει διδαχθεί, προκειμένου να ψυχανεμιστούν αν ενδεχομένως μπορεί να τα κάνει στο μέλλον… Σαφώς και πρέπει πριν δώσεις σε μία δραματική ή στο υπουργείο να σε δουν και να σου πούνε την γνώμη τους για το αν κάνεις ή όχι, αλλά σε άλλο πλάισιο χρόνου, όχι τόσο γρήγορα.
Τον κοινό θνητό θα τον ακροαστεί ο γιατρός, τον ηθοποιό ο σκηνοθέτης (και αναλόγως της παραγωγής, ο μουσικός, ο χορογράφος, ο κινησιολόγος και λοιποί συντελεστές, ένα καλλιτεχνικό-εκπαιδευτικό νοσοκομείο ένα πράγμα…). Ο κοινός θνητός όταν θα πάει να διεκδικήσει μια δουλειά, θα πάει το βιογραφικό του, θα περάσει μία συνέντευξη και σαφώς θα του είναι δύσκολο, αλλά το «τσεκάρισμα» μένει εκεί. Ο ηθοποιός, πρέπει να πάει ξέροντας εκ των προτέρων πως θα κριθεί παντιοτρόπως. Πώς είναι η μούρη του, η στάση του, η φωνή του, η άρθρωσή του, το πώς μπορεί να βλέπει κάποιος κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, αν έχει μαλλιά, γιατί έχει μουστάκι, καλύτερα να μην είχε εκείνη την ελιά, γιατί έχει αυτό το βάρος, πώς δείχνει ηλικιακά για την συγκεκριμένη δουλειά, είναι μικρός, δείχνει γέρος, λίγο κοντός, πολύ χοντρός… τα πάντα στο μικροσκόπιο κι από εκεί σε έναν προτζέκτορα με οθόνη που το κάθε τι που εξετάζεται να είναι ορατό κι από το διάστημα. Και μετά από αυτά, σαφώς πρέπει να κριθούν και οι ικανότητές του, αν καλώς εχόντων φτάσεις σ’ αυτό το επίπεδο. Παίζει; Χορεύει; Τραγουδάει; Όλα ανάλογα με τις απαιτήσεις του ρόλου για τον οποίο δοκιμάζεται. Και όχι, δεν αποδοκιμάζω το ότι πρέπει να σε εγκρίνει τόσος κόσμος και σε τόσα επίπεδα, επαγγελματικά ή προσωπικά ή το ότι πρέπει να δέχεσαι την απόρριψη αν δεν ταιριάζεις…
Για όσους δεν είναι του χώρου, να πω πως πλέον η πλειοψηφία των ακροάσεων δεν γίνονται όπως παλιά. Πρώτα στέλνεις βιογραφικό και φωτογραφίες και μετά από επιλογή σε καλούν από κοντά. Σαφώς και δεν είναι εύκολο να δεις από κοντά 500 άτομα που μπορεί να εκδηλώσουν ενδιαφέρον. Το θέμα είναι όμως πως πολλές φορές (σποντούλα για συναδέλφους) τα βιογραφικά δεν είναι απολύτως αληθή και οι φωτογραφίες ακόμα χειρότερα… Πέφτει πολλές φορές τόσο Photoshop και επεξεργασία ή είναι τόσο παλιές, που βλέπεις κάποιον μπροστά σου και δεν πιστεύεις με τίποτα πως είναι ο άνθρωπος της φωτογραφίας… Όχι σε αυτή τη ζωή, όχι σε κανονική/ρεαλιστική ανάλυση…
Με νευριάζει λοιπόν, το ότι η ακρόαση, η κατάθεσή σου και η προσπάθειά σου εκείνη την στιγμή να ξεχωρίσεις και να κερδίσεις μια δουλειά, δεν είναι πάντα σεβαστή από τον άλλο. Στις ακροάσεις, εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι, δεν πας πάντα με ραντεβού, αυτό γίνεται σπάνια (και φυσικά όταν σκάσει ο γνωστός βίσμας περιμένεις λίγο ακόμα…). Το πιο σύνηθες είναι να πας την ώρα που λένε, να πάρεις σειρά προτεραιότητας και να μπεις μετά από μία, δύο, πέντε, οκτώ ώρες… Ή την επόμενη μέρα, αν ξαναδούν άτομα… Τονίζω πως από την σειρά προτεραιότητας, εξαιρούνται όσοι γνωρίζουν τον σκηνοθέτη ή κάποιον από το crew, ημίγνωστοι τηλεαστέρες και λοιπά ελληνικά… Μπαίνεις λοιπόν και πρέπει να κάνεις μια αυτο-λοβοτομή και να ξεχάσεις τα νεύρα από την αναμονή (αν δεν μπήκες στην αρχή, βρε παιδί μου), να κάνεις ένα reset και να αποδώσεις τα μέγιστα…
Και τι αντιμετωπίζεις εκεί… Σε μία ακρόαση κάποτε, πήγα, περίμενα επτά ώρες, τις περισσότερες κάτω από μία ομπρέλα και μέσα στον ψόφο, είχε πάαααααρα πολύ κόσμο και δεν είχαμε ραντεβού, μέχρι που την άρπαξα τελικά, σήκωσα πυρετό κι έφυγα… Έχω αναλάβει κι έχω οργανώσει τρεις ακροάσεις σε αυτή τη ζωή. Όλες με ραντεβού. Κανείς δεν ταλαιπωρήθηκε, κανείς δεν κουράστηκε περιμένοντας, όλοι μπήκαν στην ώρα τους. Αν το κατάφερα εγώ, μπορείς κι εσύ κύριε (μεγαλο)παραγωγέ να έχεις γραμματιακή υποστήριξη και να μην παιδεύεις κόσμο…
.

Σε μιαν άλλη ακρόαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο «σκηνοθέτης» (σκηνοθέτης… λέμε τώρα… «Παραγωγός» καθημερινής σειράς ήταν, μην πω περισσότερα…) μιλούσε όλη την ώρα στο τηλέφωνο. Η βοηθός του μου είπε σε κάποια φάση πως θα με ειδοποιήσουν και είπα πως δεν φεύγω αν δε με ακούσει εκείνος. Κλείνει νευριασμένος το τηλέφωνο και μου λέει «Έχεις να μου δείξεις κάτι τόσο σπουδαίο;» Του είπα πως θα ήθελα αυτό το κάτι που είχα να το δει και να το κρίνει πριν το απορρίψει (κακώς…). Λέω το κείμενο που μου έδωσαν να αποστηθίσω σε μισή ώρα. Μου λέει μετά «Φίλε, δεν σου το ‘χα». Του απάντησα πως δεν πειράζει, το ‘χω εγώ και το κρατάω για μένα…
Ένα άλλο πράγμα που με ενοχλεί πολύ (και πάρα πολλούς συναδέλφους-φίλους που τα συζητάμε) είναι το ότι στην άκρα πλειοψηφία των ακροάσεων που πάμε, πάμε στα τυφλά. Το ποιο είναι το έργο, πού και πότε θα παιχτεί, ακόμα και το ποιος το σκηνοθετεί, είναι λεπτομέρειες που συνήθως δεν γνωρίζουμε, κάποιο είδος επτασφράγιστων μυστικών που πρέπει να διαφυλαχτούν από τους ενδιαφερόμενους. Στέλνουμε (αναγκαστικά) τα βιογραφικά μας και περνάμε όλη την διαδικασία έτσι, στο πουθενά, επειδή κάποιοι θεωρούν πως δεν είναι ανάγκη να ξέρουμε κάτι από πριν μιας και θεωρούν πως αν εμείς τους κάνουμε, τότε μας κάνουν κι αυτοί. Αυτό είναι κάτι που μου κάθεται πολύ, βρε αναγνώστη, αλήθεια. Το ότι ο άλλος έχει δεδομένο το ότι ο οποιοσδήποτε είναι διατεθειμένος να κάνει οτιδήποτε, πως δεν έχουμε ούτε άποψη, ούτε θέλω, ούτε κριτήρια επιλογής, ούτε τίποτα…
Κι αφού τα περνάς όλα αυτά λοιπόν, σου έχω και καλύτερο. Παίζει και το αν η ακρόαση γίνεται για να πάρουν όντως κάποιον. Ναι, αθώοι μου μη-ηθοποιοί, γίνονται κι αυτά. Μια ακρόαση μπορεί να γίνει χωρίς να υπάρχει σκοπός να πάρουν κάποιον. Το γιατί είναι ψιλά γράμματα… Όλα αυτά τα λέω, επειδή πολύς κόσμος θεωρεί πως οι δουλειές στην δουλειά μας κλείνονται εύκολα, κάτι που για τους περισσότερους ηθοποιούς δεν ισχύει. Ναι, κάποια στιγμή έχεις τις προτάσεις σου, αλλά για πάρα πολλά χρόνια οι συνθήκες είναι πάνω-κάτω αυτές που περιέγραψα. Και δεν είναι πως θέλουμε να μας κεράσουν φοντανάκι-λικεράκι, μια πιο ανθρώπινη διαδικασία μόνο…
Αφοριστικός δε μου αρέσει να είμαι. Σαφώς και υπάρχουν και αξιοπρεπείς ακροάσεις, από αξιοπρεπείς ανθρώπους με αξιοπρεπείς συνθήκες κι έχω βρεθεί και σε τέτοιες. Αλλά είναι πολύ λίγες. Πάρα πολύ λίγες.
Δεν θα το κλείσω όμως στενόχωρα. Κάνω μία βλακειούλα στις ακροάσεις, απλώς γιατί προσπαθώ να σπάω τον πάγο και να κάνω εγώ την διαδικασία λίγο πιο φιλική. Όταν με ρωτάνε ποιο τραγούδι θα πω, λέω «Δεν μπορώ». Συνήθως ψαρώνουν, ρωτάνε γιατί δεν μπορώ, για να απαντήσω μετά: το «Δεν μπορώ», του Ιωαννίδη. Εδώ, γραπτά δεν είναι τόσο αστείο, αλλά τον σκοπό του τον πετυχαίνει πάντα (συνάδελφε, μην πας να το κάνεις κι εσύ, το έχω πατεντάρει…)
.

Το άρθρο γράφτηκε ακούγοντας:
Φωνές συναδέλφων στο κεφάλι μου να συμφωνούν μαζί μου… – Την ατάκα «Ευχαριστούμε πολύ, θα σας ειδοποιήσουμε» (χωρίς καμία συνέχεια…)
Φωτογραφικό υλικό