Δυο άνθρωποι που ξεκινούν βαθιά ερωτευμένοι και γοητευμένοι, καταλήγουν συχνά βαθιά προβληματισμένοι και αποξενωμένοι. Κι είναι τότε που διαπράττονται ‘μικρά συζυγικά εγκλήματα’.
Γράφει η Νέλη Βυζαντιάδου για την Κουλτουρόσουπα.
Το ζέσταμα
‘Μικρά συζυγικά εγκλήματα’. Από τη στιγμή που διάβασα τον τίτλο άρχισα να κάνω υποθέσεις για το τι θα υπήρχε πίσω από κάθε λέξη. Γιατί μικρά; Γιατί μικρά και όχι μεγάλα; Μήπως γιατί όταν είναι μικρά δεν τα αντιλαμβανόμαστε εύκολα; Ή μήπως γιατί τα αντέχουμε καλύτερα; Και γιατί συζυγικά; Εγκλήματα δεν συμβαίνουν σε συντροφικές σχέσεις εκτός γάμου; Είναι ο γάμος μόνο που εξωθεί σε ακραίες και επικίνδυνες συμπεριφορές; Και τελικά γιατί εγκλήματα; Ποιος εγκληματεί εις βάρος ποιου; Ο ένας εις βάρος του άλλου ή και οι δύο εις βάρος του αρχικού ονείρου τους;
Φανταζόμουν να δω λοιπόν ένα έργο που θα μου έδινε αρχικά κάποιες πρώτες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα και θα με γέμιζε με εικόνες τις οποίες θα έβαζα δίπλα στις εικόνες που έχω και συνεχίζω να μαζεύω από τα ζευγάρια που βλέπω στο γραφείο μου εδώ και χρόνια.
Η δράση
Οι γυρισμένες πλάτες των δύο πρωταγωνιστών μπορούσαν κάλλιστα να συμβολίζουν την πλάτη που θα χρειαζόταν να γυρίσουν στο παρελθόν προκειμένου να μείνουν μαζί. Στο παρελθόν που είχε πολλά λάθη και ακόμα περισσότερα μυστικά. Στο παρελθόν που ήταν ένοχο. Στο παρελθόν που ήταν ένοχο και σκοτεινό. Οι γυρισμένες πλάτες θα μπορούσαν να συμβολίζουν και κάτι άλλο. Την πλάτη που γύριζαν στο όνειρο που είχαν όταν πρωτοσυναντήθηκαν. Στο όνειρο που μοιράστηκαν όταν ένιωσε ο ένας για τον άλλον μια δυνατή έλξη. Στο όνειρο που δημιούργησαν μέχρι να το χαλάσουν.
Η έλξη μεταξύ των δυο τους είκοσι χρόνια πριν ήταν μια δυνατή φλόγα που αψηφούσε οτιδήποτε αρνητικό. Έτσι όπως γίνεται με κάθε ζευγάρι στην πρώτη φάση της σχέσης του. Ξεκινούν κι οι δυο βαθιά ερωτευμένοι και γοητευμένοι για να καταλήξουν βαθιά προβληματισμένοι και αποξενωμένοι. Όχι όλοι. Ευτυχώς όχι όλοι. Δυστυχώς όμως αρκετοί. Ίσως περισσότεροι από αρκετοί. Κι όταν οι δυο σύντροφοι διαπιστώνουν την αποξένωση που υπάρχει μεταξύ τους, χάνουν την εσωτερική σταθερότητα που είχαν ως εκείνη τη στιγμή και προσπαθούν να ανακτήσουν την ισορροπία τους με όποιον τρόπο διαθέτουν. Το ίδιο έκανε κι αυτό το ζευγάρι. Εκείνη έπινε, εκείνος φλέρταρε. Εκείνη έλεγε ψέματα, εκείνος απαντούσε με ψέματα στα δικά της ψέματα. Εκείνη επιχείρησε να τον καταστρέψει μέσα της, εκείνος επέτρεψε να συμβεί όλο αυτό ίσως γιατί την είχε καταστρέψει πρώτος. Κι όσο παρακολουθούσα τις διακυμάνσεις σε συναίσθημα και λόγο, σκεφτόμουν τις διαφορετικές φάσεις από τις οποίες περνά κάθε ζευγάρι μέχρι να καταλήξει κάπου.
Η σκηνή που ξεχώρισα ήταν στην οποία εκείνος αποκάλυψε την αλήθειά του χωρίς να φοβηθεί. Η στιγμή που θα μπορούσε να ερμηνευθεί σαν προδοσία. Ίσως έτσι να το ένιωσε εκείνη. Να ένιωσε ότι την πρόδωσε. Την ξεγέλασε. Την κορόιδεψε. Κι όταν κανείς μας προδίδει, πονάμε. Κι όταν πονάμε, αφήνουμε να βγει προς τα έξω η πιο σκοτεινή πλευρά μας. Κι όταν βγαίνει προς τα έξω η πιο σκοτεινή πλευρά μας, ντρεπόμαστε. Άλλωστε ο έρωτας μας μεταμορφώνει σε ανώριμα πλάσματα κι ας λένε ότι μας πραγματώνει. Πρώτα μας γυρίζει πίσω στην ανεπάρκεια και την ανωριμότητα της παιδικής μας ηλικίας και αργότερα μας εξελίσσει. Κι αυτοί οι δυο έκαναν σαν μικρά παιδιά που ήταν έτοιμα να πουν αλήθειες χωρίς να νοιάζονται αν θα πονέσουν τον άλλον. Κι αφού θα έλεγαν τις αλήθειές τους, θα έπρεπε μετά να κοιταχτούν στα μάτια και να αποφασίσουν αν θα παρέμεναν μαζί ή όχι. Δύσκολη απόφαση. Και κάθε απόφαση με το δικό της τίμημα. Αν θα έμεναν μαζί, θα πάλευαν με τους φόβους και τις ανασφάλειές τους. Αν θα χώριζαν, θα πάλευαν με την ανάγκη τους να επενδύσουν σε μια σχέση που κάποτε είχε νόημα. Ίσως να είχε ακόμη νόημα αλλά όχι αυτό που είχε στην αρχή.
Η σκηνή που με προβλημάτισε ήταν στην οποία εκείνη ήταν έτοιμη να τον αφήσει κι εκείνος δεν την άφηνε να τον αφήσει. Σχεδόν την παρακαλούσε να μείνει μαζί του. Σχεδόν της έκλεινε το δρόμο. Το δρόμο που διανύουν μαζί τα ζευγάρια μέχρι να φτάσουν στο νεκροταφείο, όπως είπε κάποια στιγμή εκείνη. Θλιβερή διαπίστωση, σκέφτηκα. Να μένεις με κάποιον μόνο και μόνο για να μη σε βρει ο θάνατος μόνη. Και με τον ψυχικό θάνατο που βιώνεις κάθε μέρα στη φυλακή ενός τέτοιου γάμου τι γίνεται; Γιατί να αποδιοργανώνεσαι στη σκέψη του χωρισμού αντί να επικεντρώνεσαι σε αυτά που χάνεις όσο μένεις σε ένα γάμο που δεν έχει ζωή; Κι όσο εκείνος την κρατούσε στα χέρια του, τόσο έφερνα στο μυαλό μου τη δύναμη της αγκαλιάς και του κρατήματος. Το ίδιο χέρι που μπορεί να σου δώσει ασφάλεια, το ίδιο χέρι μπορεί και να σου την πάρει. Το ίδιο χέρι που μπορεί να σου δώσει ζωή, το ίδιο χέρι μπορεί και να σου την αφαιρέσει. Το ίδιο χέρι που σε στηρίζει, το ίδιο χέρι μπορεί και να σε αδειάσει.
Η ατάκα που θα θυμάμαι ήταν η εξής: ‘Είσαι δίπλα μου αλλά δεν είσαι μαζί μου’. Της είπε αυτά τα λόγια για να της εξηγήσει το κενό που ένιωθε μέσα του. Δεν άντεχε άλλο να κρατά μέσα του μια αλήθεια από φόβο μήπως εκείνη θυμώσει ή πληγωθεί. Δεν άντεχε άλλο να προσποιείται ότι δεν ξέρει. Δεν άντεχε άλλο να κρύβει την αλήθεια για να μην κάνει ζημιά στη σχέση των δυο τους. Η ζημιά είχε γίνει έτσι κι αλλιώς. Κι ήταν στα χέρια και των δυο τους η αποκατάσταση αυτής της ζημιάς. Κι οι δυο έπρεπε να προσπαθήσουν. Κι οι δυο έπρεπε να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Κι οι δυο έπρεπε να δηλώσουν ένοχοι για να αθωωθούν. Κι οι δυο έπρεπε να αμφισβητήσουν για να πιστέψουν. Κι οι δυο έπρεπε να κατηγορήσουν για να μην κατηγορηθούν μόνο. Κι οι δυο έπρεπε να επιδιώξουν την ελευθερία τους για να μη παγιδευτούν. Κι οι δυο έπρεπε να εξαρτηθούν για να νιώσουν αυτόνομοι. Κι οι δυο έπρεπε να λύσουν τις παρεξηγήσεις για να επικοινωνήσουν καλύτερα.
Το κλείσιμο
Τελικά ποιο ήταν το μεγαλύτερο έγκλημα; Το δικό του ή το δικό της; Και ποια θα έπρεπε να είναι η δικαίωση; Αυτή που είδαμε στο τέλος ή κάτι άλλο; Και πώς τελειώνει μια ιστορία δυο ανθρώπων που κάποτε ένιωσαν μια δυνατή έλξη ο ένας για τον άλλον;
Η αίσθηση με την οποία έμεινα ήταν γεμάτη ηρεμία. Ένιωθα ήρεμη γιατί ήξερα πως κάθε ζευγάρι στο τέλος βρίσκει το δρόμο του. Ακόμα κι αν αυτός ο δρόμος δεν είναι ο καλύτερος. Βρίσκει όμως ένα δρόμο που με προσπάθεια τον κάνει δικό του δρόμο. Περπατώντας στην Τσιμισκή σκεφτόμουν ότι είναι πολλοί αυτοί που επινοούν λόγους για να μην είναι άλλο μαζί ενώ άλλοι δημιουργούν λόγους για να μην πάψουν ποτέ να είναι ζευγάρι. Και οι μεν και οι δε παλεύουν με τον εαυτό τους. Με εκείνον τον εαυτό που τους υπαγορεύει τι είναι καλύτερο ή τι φαίνεται καλύτερο τη δεδομένη στιγμή. Το σίγουρο είναι πως όταν δυο άνθρωποι αποφασίζουν να χωρίσουν, το κάνουν επειδή δεν τους αρέσει πλέον ο τρόπος με τον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία τους. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο Ρόμπερντ Στέρνμπεργκ όταν λέει πως αυτό που άρχισε κάποτε σαν μια ιστορία που μας άρεσε, έγινε τώρα μια ιστορία που δεν μας αρέσει.
Πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ