Ἐντελῶς ἀνυποψίαστος, ὁ διαβάτης, μὲ κεκτημένη ταχύτητα, φτάνει στο σημεῖο τῆς περιφορὰς, ἀπὅπου πέρασε ἄλλες χίλιες φορὲς. Μιὰ συνταρακτικὴ ἀλήθεια, που του καρφώνει τὸ πόδι, σὲ μιὰν ὁλότελα φυσικὴ, βίαιη στάση, στὸ κοινόχρηστο μονοπάτι, που κυκλοφορεῖ τὶς ροὲς· ὁρδὲς· σοδιὲς· τῶν διαβατῶν.
Καρφωμένος στὸ χιλιοπάτητο σημεῖο, γίνεται σημεῖο, στιγμὴ· σὰν κουκίδα στὸ ἐπίπεδο·
ἡ ὕπαρξὴ του ἐξαχνώνεται· ἡ παρουσία του χάνει τὴν ἐκφορὰ της· μένει· μόνο·ν· το βλέμμα. Ψηλῶνει. Ἀνεβαίνει ψηλὰ σὰν σὲ φυλάκιο παρατήρησης ἢ σὲ θαμπὸ φάρο, καὶ ρεμβάζει ὁ παλιὸς διαβάτης-που τῶρα εἶναι σταμάτης καὶ ρεμβαστὴς- τὶς ἄλλες σκόρπιες ψυχὲς που τὸν προσπερνοῦν.
Ναυτία κυριεύει τὸν στόμαχο (τῆς ἀλλαγῆς τὸν πρόμαχο), ναυτία καὶ ζάλη ἀπὸ τὴν ἀπότομη ἀλλαγὴ στὴν στάθμη. Στοχασμοὶ, καρδιὲς, στομάχια· φαντασίες, ὁνειρώξεις -ἐμμονὲς· ὅλα ἀναδεύονται καὶ γεμίζουν τὸ ὕψος, σὰν σέϊκερ καφὲ που ἀφρίζει, ἔτοιμο νὰ ξεχειλίσει.
«Swans Reflecting Elephants, 1937, Salvador Dali.»
Σπασμοδικὰ, ἀνάμεσα ἀπὸ κραυγὲς καὶ δάκρυα, ὁ ρεμβαστὴς –που ἦταν διαβάτης καὶ τῶρα εἶναι ἀναδευτῆς-ζητὰ καταφύγιο στὴν χῶρα τῶν ἀριθμῶν, κὶ ἀρχιζει τοὺς ἀξιωματικοῦς στοχασμοῦς, γιὰ νὰ σταματήσει τὶς ἀναταράξεις τῆς γενικευμένης κατολίσθησης μὲ τρόπους πλωτοῦς.
1=1 ταυτότητα Ἀρχή δράσης καὶ ὕπαρξης
1+1=2 σύζευξις Δημιουργικὴ ἔνωσις ταυτοτήτων σὲ σύνθεση νέου. Στοιχεῖα ἐξίσωσης: τρία [1,1,2] : Ἀγία Τριὰς
Παραφθορὰ:1=2 Ταυτότητα μέσω σύζευξης
Μεταγραφὴ: 1=(1+1) =>
=>> 1=1+1 =>
=>> 1-1=1 =>
=>> 1=0
Ἄρα: τὸ 1 δὲν εἶναι μόνο του στὸ 1=2, μὰ δὲν εἶναι πιὰ 1
καὶ ἀφοῦ 0+0=0
καὶ αφοῦ 0=2 ἀδύνατο => ἐλλειψη ταυτότητας, δέν ὑπάρχει σύζευξη.
«Στάσου!» φωνάζει μιὰ φωνῆ στὴν ἐν τῷ κρανῖῳ τρικυμία, «ὁ ἐρωτας, εἶναι ἔνα φιλί, μιὰ κοῦπα καφὲς καὶ ἀγωνὶα, θάνατος κὶ ἀναγέννηση μαζὶ. »
…
[στιγμιαῖα σιωπὴ]
ἵσως τότε 2=1 νέα ταυτότητα
=>> 0+1=1 ὁρθὸ νέα μονάδα, ὁλόκληρη, ὅχι μισὴ.. Μονάδα.. δίχως σύζευξη.
Χρόνος πέρασε πολὺς
ἀκαθόριστος
καὶ τὸ εἰδωλο τοῦ κόσμου ἄλλαξε,
ἡ ρευστὴ μορφολογία κοντοστάθηκε ἀφρῶδεις σἔνα νέο τοπίο, χάρτινο·
ὁ στοχαστὴς –που ἦταν ἀναδευτὴς, ρεμβαστὴς καὶ διαβάτης-τὸ κοιτὰ μὲ λαιμαργώδη ἀπάθεια. Τραβὰ τὴν σπασμένη πυξίδα καὶ ἐν τέλῃ τὴν πετὰ, μαζὶ μὲ τὰ χαρτιὰ, τὰ γράμματα καὶ τὶς τρυπτοφανοῦχες σοκολάτες. Φτάνει τὸ σαλιωμένο δάχτυλο στὸν ζωηρὸ ἄνεμο, γιὰ νὰ γίνει ταξιδευτῆς -ὁ στοχαστὴς που ἦταν ἀναδευτὴς καὶ ρεμβαστὴς καὶ διαβάτης-.
Πρὶν ἀντιληφθεῖ τὸ ταξίδι,
Πύραυλοι ξύνουν τὴν μύτη του,
ἐνῷ ἐκεῖ ψηλὰ τὸ βλέμμα του του ταξίδευε,
τὸ θέατρο κεῖ κάτου ἀποτυγχάνει, σὰν παρωδία μπεκετικῆς μπλόφας, παρακμάζει τὴν δημόσια σκηνὴ καὶ οἱ ταλαντοῦχοι τῆς ζωῆς ψάχνουν τὸ νόημα, μὰ μόλις τὸ βρίσκουν, νὰ σοῦ οἱ λειψοὶ σκηνοθέτες τῶν καιρῶν, μπερδεῦουν τὰ κείμενα καὶ ἡ κακὴ σκηνοθεσία, ἀντὶ γιὰ κακὸ χειροκρότημα ἡ γιούχα, δημιουργεῖ ἀναταράξεις στὶς ζωὲς,
μὲ θύματα,
μὲ μνήματα,
μὲ σπαράγματα
Στὸ θέατρο τέτοια παράληψη δεν θα γινόταν ἀνεκτὴ
-καὶ γράφει ὁ τοίχος: «ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΝΩΘΕΙΤΕ» –
[καὶ πάλι σιωπὴ]
«Μονομάχοι ἐναντίον θηρίων, Jean-Léon Gérôme (1902)»
Κάπως κάθισαν οἱ καπνοὶ
Καὶ ἀνάμεσα στὸ πλήθος κάτω,
διακρίνει το βλέμμα (του) τὸν ἐαυτὸ του. Μοιάζει μὲ τοὺς ἀλλους που περπατοὺν, μὰ εἶναι ακίνητος. Ἡ ὅψη τῆς σάρκας του σὰν φαρδὺ κοστούμι· ἐτοιμος νὰ ξεφλουδίσει.
Ἀνάμεσα στὸ παλιὸ καὶ στὸ νέο δέρμα ἡ χαροῦμενη θλίψη τῆς ἀλλαγῆς,
ἐνταφιάζει τὰ περιττὰ,
μὲ τὸ μοιρολόι νὰ λέει πως ἡ ζωῆ εἶναι ὅ,τι μένει στὸ μεταίχμιο ἀνάμεσα σὲ ὅσα δὲν θέλεις καὶ σὲ ὅσα ἡ ζωῆ σου δεῖχνει ὄτι δὲν μπορεῖς νὰ ἔχεις.
Καὶ ξαφνικὰ, λίγο πρὶν συγκεντρωθεῖ ὁ χρόνος, τὸ ἵδιο μοιρολόι εἶναι ἔνα μὴ-ρολόι που τραγουδὰ ξέφρενα τὸν θριαμβευτικὸ ρυθμὸ, ὕμνο στὸ πανηγύρι τῆς ζωῆς.
Χριστὸς Ἀνέστη.
17/04/2018
Μὲχρι τὸ ἐπόμενοδεκαἡμερο
Κήρυξ ἐπιφυλλίδι
Φωτογραφικό υλικό