7135
Φωτογραφία Ἐπικεφαλίδας – Λεζάντα:
«Μπροσούρα ἀπὸ τὸ βιβλίου τοῦ Βίλχεμ Ράιχ «Ἄκου Ἀνθρωπάκο» (Πρωτότυπος τίτλος: «Rede an den kleinen Mann». Στὴν λεζάντα διαβάζουμε: «Κατὰ καιροῦς σηκώνεις τὸ κεφάλι σου ἀπὸ τὸν βοῦρκο γιὰ νὰ φωνάξεις κάποιο “ζήτω”»»
Ἄκου ἠθοποιάκο!
Σὲ ὀνόμασαν ἠθοποιὸ, καὶ ἀγόρασαν τὴν ψυχὴ σοῦ μὲ ἔνα χαρτὶ ἢ μιὰ ταμπέλα. Νόμιζες ὅτι θὰ φέρεις φῶς, μὰ ἀντἀυτοῦ κουβαλὰς τὸ ἐρεβώδες κὶ ἄραχνο πέπλο τοῦ τίποτα στὸ πρόσωπό σου, ὄταν κυκλοφορεῖς στοῦς συμβατικοῦς δρόμους τῆς πόλης που στοιβάχτηκες γιὰ νὰ «πιάσεις τὸ ὅνειρο». Ἔνα ὅνειρο που σου πούλησαν οἱ ἰδιοι που σὲ ὁνόμασαν ἠθοποιό καὶ που σου φόρτωσαν τὴν ἐπαγγελματικὴ καρικατούρα στὸ σαμαράκι σου σὰν σὲ ἱππάριο. Ποιοῖ; Ἐκείνοι που παρακαλὰς γιὰ «δουλίτσα»καὶ που ὁνειρεύεσαι νὰ σὲ ἀνεβάσουν στα μεγάλα παλκοσένικα, νὰ γεμίσουν τὸν τόπο με τὴν φάτσα σου καὶ νὰ σὲ εξυμνήσουν στὸν ἀνήλιαγο τύπο τῶν μηχανοκίνητων πολιτειῶν. Ἐκείνοι που ἐξυπηρετεῖς, δίχως νὰ σκέφτεσαι τὸ παλιὸ σου ἰδανικὸ -ἄραγε εἴχες ποτὲ;- γιὰτὶ πρέπει νὰ ζήσεις καὶ σὺ καὶ νὰ φὰς καὶ νὰ ἐπιβιώσεις ὅπως ὄλος ὁ κόσμος, γιὰ τὸ δικαὶωμά σου στὴν ἐπιβίωση καὶ στὰ συμβατικὰ.
Τὸ δικαίωμά σου, στὸ καλό διαμέρισμα, στὴ θέρμανση, στὸ αυτοκίνητο, στὸ μπάρ, στὴν βραδινὴ ταινία, στὸ σαλόνι, στὸν καναπὲ, στὴν ταβέρνα, στὸ ἐξοχικὸ, στὸν λογαριασμὸ, στὴν ρουτίνα, στοὺς φόρους καὶ στο ὅτι κάνει ὅλος ὁ κόσμος βρε ἀδερφὲ.
Μὰ ξέχασες, ὅταν διάλεγες αὐτὸ τὸ ἀντισυμβατικὸ ἐπάγγελμα, ὅτι ἀναλάμβανες τὴν ὑποχρέωση νὰ περιφρονεῖς τὸ δοτὸ, τὸ συμβατικὸ πλαίσιο τοῦ ἐφευρημένου μέσου ὅρου, στὸ ὄνομα τῆς αὺθεντικότητας, τῆς ελεύθερης βούλησης καὶ τῆς ποίησης τοῦ ἥθους. Ὅτι, ἐπέλεξες νὰ ὁρίζεις τὸν τρόπο ὑπαρξής σου σύμφωνά μὲ τὰ δικά σου ἱδανικὰ, ὅχι, γιὰ ἱδιον ὅφελος, μὰ γιὰ νὰ φωτίσεις, διὰ του παραδείγματὸς σου, τὶς ρέστες ψυχὲς που μασουλάνε τὸν παππά τῆς φυσιολογικότητας.
Ἡ ἀθωότητα σου ἡθοποιάκο, τελείωσε ὁταν ἔμαθες νὰ διαχειρίζεσαι τὶς αντιδράσεις σου καὶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ἄλλων κατὰ τὸ δοκοῦν. Τελειώσανε γιὰ σένα τὰ συγχωροχάρτια, ὅταν αὐτὴν τὴν ἱκανότητα τὴν ἔσυρες στὴν μιζέρια τοὺ νὰ πετύχεις ἔνα διάλλειμα ἀκὸμη, ἔνα καλὸ ραντεβοῦ , μιὰ διαφημισοῦλα, μιὰ καλή γνωριμία. Ἀντὶ νὰ μεγαλώσεις τὸν ἐαυτὸ σου κρύφτηκες στὶς ἀγκάλες «πατερούληδων», ἀκόλουθος εὐκαιριακὸς, ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸ ἄπιστος, ἔνας λακὲς τοὺ αἴσχιστου εἴδους.
Θέλησες, ἠθοποιάκο, νὰ ἔχεις καὶ τὴν πίτα ὁλόκληρη καὶ τὸν σκύλο χορτάτο, ὅταν ἔστησες τὴν ζωούλα σου μὲ ὑλικὰ τῆς σειρὰς καὶ καρμπὸν καὶ κότσαρὲς τὴν ταμπὲλα τοῦ ἐπαγγελματία στὸ κούτελὸ σου γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ ὑπάρχεις σὲ θεατρικὲς, διαφημιστικὲς καὶ κινηματογραφικὲς δομὲς, σὰν ἀναλώσιμος χαρτογιακὰς τοῦ τίποτα. Ζεὶς σὰν ἔνα ἀκόμη γρανὰζι στὴν κιμαδομηχανὴ καὶ ὅτι σου μένει ἀκόμη τὸ σέρνεις πάνω στὴν σκηνὴ ἢ στὸ στούντιο, νὰ ἀλαλάξει μὲ λυγμοῦς τὸ καταπιεσμένο του δράμα.
Κριτικάρεις ἀσύστολα κάθε τὶ που δὲν ἀντιλαμβάνεσαι, κάθε τὶ που περιλαμβάνει 100% ἔμπλοκὴ, 100% ἀφιέρωση καὶ θυσία του ἐαυτοὺ. Σωστὰ. Ἄλλωστε ἠ τέχνη θέλει ἔρωτα κὶ ἡ ἀφιέρωση εἶναι ἐρασιτεχνισμὸς, μπροστὰ στὸ ψυχρὸ κατακερματισμένο, ἀποστασιοποιημένο ἐπαγγελματιμὸ. Ἐὰν αὐτὸ εἶναι τὸ μέτρο ἡθοποιάκο τότε χίλιες φορὲς ἐρασιτέχνης – σύρε τῶρα νὰ τὰ ψάλλεις αὐτὰ τὰ περὶ ὰπαγγελματισμοῦ σου στὸν Ντανιελ Ντέι τὸν Λούις.
Ξέχασες ἡθοποιάκο, πως ὁ πρώτος χαρακτήρας, ὁ πρώτος ἄνθρωπος που πρέπει νὰ πλάσεις εἴναι ὁ ἐαυτὸς σου; Ξέχασες πως διάλεξες τὸν δρόμο του ἐπαναστάτη; Τὸν δρόμο τοῦ ἀνθρώπου; Ξέχασες πως ἡ πρώτη σκηνὴ που πρέπει νὰ καταχτίσεις εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ;
Βλέπω πως στραβομουτσούνιασες καὶ δὲν σου ἀρέσουν τὰ λόγια μου. Ποιὸς εἶμἐγῶ που θὰ σου κάνω κήρυγμα, ἐσένα που ἐφτυσες αἴμα γιὰ νὰ εἶσαι ὅπου εἶσαι; Βλέπεις ἠθοποιάκο, δὲν εἶναι ἡ δικὴ μου τιποτένια φύση που σὲ ἐκνευρίζει, μὰ ἡ φωνὴ του αἰμοπτύσματὸς σου, που ουρλιάζει γιὰ τὴν ψυχὴ σου που τὴν ξοδεύεις καὶ τὴν σκλαβώνεις, ἐξευτελίζοντας τὸ αἴμα που θυσίασες, ἐξαγνίζοντὰς τὸ. Αὐτὸ τὸ αἴμα φοβάσαι καὶ κοφεύεις, ὅχι, τὰ διάφορα ἄρθράκια που σου τὴν λένε. Γιατὶ ὄταν κάτι τὸ θυσιάζεις, πρέπει νὰ τὸ σεβαστεὶς σὲ κάθε μελλοντικὴ πράξη σου, ἀλλιῶς ἡ θυσία γίνεται ἀπὸ φῶς, βραχνὰς, χλεύη, ματαιότητα, βρωμιὰ, μίασμα, βόθρος καὶ φόνος.
Ἀχ, ἠθοποιάκο, ποὺ πήγε ὁ ἡρωισμὸς σου; Ποὺ πήγε ὁ πρωταγωνιστὴς τὴ ζωὴς σου; Μήπως τὸν ἔχασες μεταξῦ σκηνῶν καὶ ὑπογεῖων;
Δὲν τὸ βλέπεις πῶς τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν ζητοῦν ἀνθρῶπους καὶ ἥρωες; Δὲν τὸ βλέπεις πως διψάει ὁ τὸπος γιὰ σὲνα ἔξω ἀπ’τὴν σκηνὴ καὶ τὸ φατσοβιβλίο; Μακριὰ ἀπ’τὴν ταινὶα, τὴν διαφήμιση καὶ τὸ γιουτούμπε; Δὲν ἔχεις πιὰ κανέναν ἄνθρωπο νὰ προσφέρεις στὸν τόπο; Ἀλλὰ ξέχασα. Ἐσὺ εἶσαι ἐπαγγελματίας -ἐκτελεῖς αὐτὸ που σου λένε στὴν σκηνὴ (που καὶ που βγάζεις καὶ λίγο ἐαυτὸ) καὶ κατὰ τὰ ἀλλὰ ἡ καθημερινότητα κυλὰ στὴν ἀνέμελη μιζέρια τῆς.
Δὲν ντρέπεσαι που ἔνα παπουδάκι 92 χρονῶν ἔχει μεγαλύτερους ὅρχεις ἀπὸ σἔνα, στὸ νὰ γίνει αὐτὸ που πρέπει, αὐτὸ που ἔχει ἀνάγκη ὁ τόπος; ἥρωας ὄχι, μόνο στὰ λόγια, ἄλλὰ καὶ στὶς πράξεις;
Μιὰ παλιὰ κινέζικη παροιμία λέει: «ἀν δὲν εἶσαι εὐχαριστημένος ἀπὸ τὰ πράγματα ὅπως εἶναι, ἄλλαξέ τὰ». Ἐσὺ τα βρίσκεις ὅλα καλὰ; Τότε γιατῖ γκρινιάζεις για ὅλα; Γιὰ τὸν τόπο, γιὰ τὴν φτῶχια, γιὰ τὸ ἐπίπεδο, γιὰ τὰ λεφτὰ, γιὰ τὴν περιοδεῖα, γιὰ τὸ ὅρντινο, γιὰ τὰ κοστούμια, γιὰ τὸ κλίμα, γιὰ τὸν ἄλλον που ρισκάρει, γιὰ τὴν ζέστὴ, το κρύο, γιὰ τὸ σύμπαν τὸ ἵδιο;
ἜΣΥ ΤΙ ἘΚΑΝΕΣ;
Ἐκτὸς ἀπ’τὸ νὰ γκρινιάζεις καὶ νὰ τὰ περιμένεις ὅλα ἔτοιμα ἀπὸ κάποιον ἄλλο; Παραγωγὸ, σκηνοθέτη, ἐργοδότη, θέατρο, δήμο, ἐκκλησία, κράτος;
ἜΣΥ ΤΙ ἘΚΑΝΕΣ;
Ἐκτὸς ἀπ’τὸ νὰ ζητὰς νᾶ παίξεις τὸ νηπιαγωγίο;
ἜΣΥ ΤΙ ἘΚΑΝΕΣ;
Γιὰ τὸν τόπο αὐτὸν, γιὰ τους ἐπόμενους, γιὰ τὴν ζωὴ που ζητὰς καὶ διεκδικεῖς; Τὶ ἀλλαξες;
Δὲν ὑπάρχει νίκη χωρὶς ἄγῶνα καὶ πάντα πολεμα κανεῖς γιὰ νὰ δρέψουν οἱ ἐπόμενοι τοὺς καρποῦς τῆς μάχης, τους καρποῦς μιὰς πραγματικότητας μὲ καλύτερες συνθήκες.
ΠΙΑΣΑΜΕ ΠΑΤΟ ΗΘΟΠΟΙΑΚΟ!!!
Τὶ περιμένεις γιὰ να καταλάβεις πως ἡ ἀνέχεια εἶναι γιὰ σένα μία ἡ ἄλλη;
Τὶ περιμένεις γιὰ νὰ σηκώσεις τἄρματα καὶ νὰ ποιήσεις τὸ νέο ἥθος; Νὰ γίνεις τὸ αὔριο σήμερα; Χῶρὶς νὰ περιμένεις κάτι ἀπὸ τὸν τάδε ἢ τὸν δεῖνα, νὰ φτιὰξεις τὸν τέλειο ἄνθρωπο σου, τὸ μέγιστο ἔργο σου;
Α, ναὶ. Ξέχασα. Ἔχεις τὴν ζωούλα σου ἡθοποιάκο μου, καὶ τὰ κονσερβόνειρὰ σου που τὰ κρατὰς σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιὰ σου.
Καλὸ κατευόδιο λοιπὸν.
Στὴν ἀρένα τῆς ζωὴς μόνον τὰ λιοντάρια βγαίνουν χορτασμένα, ἰδοῦ ἡ ρόδος, ἰδοῦ καὶ τὸ πήδημα.
Ἠ θὰ ζήσεις πεθαίνοντας γιὰ μιὰν ἐπανάσταση του πνεύματος τὴν ὁποῖα θὰ χαροῦν ἄλλοι, ἡ θὰ πεθαὶνεις ζῶντας ἀρτηριοσκληρωτικά σὰν ἀκαδημαϊκὸς που φοβάται τὴν πράξη καὶ τὴν σκιὰ τῆς δημιουργίας, κλεισμένος στὸ κάστρο τῆς αὐθεντὶας καὶ τοῦ ἐπαγγελματισμοῦ.
Καληνύχτα ἠθοποιάκο. Ὁνειρέψου τὸν ἠθοποιὸ. Μἄν ξυπνήσεις.. γίνε ἄσε τὶς ταμπέλες. Γίνε ἄνθρωπος.
7 /2/2018
Μέχρι τὸ ἐπόμενο δεκαήμερο
Dημήτριος Χατζηθεοδοσίου
Φωτογραφικό υλικό


