Γράφει η Σωφέρ Θεάτρου Ζωή Ταυλαρίδου για την Κουλτουρόσουπα
Ένας λευκός ξύλινος καναπές, ξεχωριστά καθίσματα. Μια στοίβα περιοδικών και μια ταινία ατάκτως τοποθετημένα ζητούν να μπουν σε μια σειρά.
Περιμένουν το 9.
Η οθόνη μπροστά μου καταπίνει κρασί, κάθε Σάββατο βράδυ θα πιω τον πόνο μου και θα έλθω σε επαφή. Τι σε νοιάζει με ποιον, τι με νοιάζει με ποιον. Αρκεί να έλθω σε επαφή.
Τρία χρόνια τώρα δεν με έχεις αγγίξει. Τρία χρόνια τώρα μια στολή με πνίγει. Ένα πιστόλι, μια ζώνη, η αλογοουρά μου είναι θηλιές. Χρόνια τώρα. Μαζεύω νεκρούς. Μαζεύω νεκρά ζώα, νεκρά παιδιά, μολυσμένους ανθρώπους, μολυσμένα όλα. Τους καίω. Και γυρνάω σπίτι μου. Πάνε χρόνια από το τελευταίο μας ταξίδι. Ήθελες να ξεκουράζεσαι τα σαββατοκύριακα, βλέπεις. Σε αυτόν τον ξύλινο καναπέ, που αργότερα χωρίστηκε στη μέση, καθόσουν ώρες. Ίσως και από πριν να ήταν έτσι. Δεν τον παρατήρησα ποτέ. Τον καναπέ. Δεν σε παρατήρησα ποτέ. Φορούσες ένα αστείο καπέλο κι απέφευγες τη μάνα μου. Πώς μπόρεσες να αποφύγεις την κοιλιά μου…αναρωτιέμαι. Αυτή ήταν εκεί, την έβλεπες να τριγυρνά, την άκουγες να θέλει να βγει, την ένιωθες, έκλεινες τα μάτια σου κι έστρεφες το κεφάλι σε κάθε θερμή της παρουσία, έκλεινες τα αυτιά, σερνόσουν στο πάτωμα, ήθελες να βουλιάξεις, να θάψεις στο υπόγειο τους φόβους σου, τη μάνα μου, την κοιλιά μου, το πιστόλι μου, εμένα. Άκουγες κι έβλεπες αυτό που ήταν μέσα μου. Εσύ ήσουν μέσα μου. Με ένιωθες, με έβλεπες, αλλά τα όνειρά μας κατήντησαν δύο τεράστιες μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Τα πρόσωπά μας, η έκφρασή μας, το χαμόγελό μας, οι φόβοι μας κατήντησαν πνιγηρές μαύρες κάλτσες, που περιχαράκωναν όλη μας την προσωπικότητα, τα θέλω και αυτό που δεν ζήσαμε.

Σε νιώθω. Σε καταλαβαίνω. Ήθελες κι εσύ να δεις εκείνη την κλασικά αριστουργηματική ταινία, του πώς τον λένε…Ζακ Κουστώ, Ζακ Κανώ. Δεν γνωρίζω, ένας Κοέλιο μόνο μού έχει απομείνει, να μου δίνει ζωή στο σκοτάδι του σπιτιού μας, ενός σπιτιού με πέντε άψογα κι ερμητικά κλεισμένους τοίχους, δίχως παράθυρα, μόνο με μια πόρτα που ποτέ δεν κλειδώνει, κι ένα κλειδωμένο υπόγειο θορύβων. Οποία αντίθεσις. Μα μέσα από τις αντιθέσεις, δημιουργήθηκαν άψογες συνθέσεις. Ήμαστε, εσύ κι εγώ, κλασική μουσική, υπέροχες εικόνες ανθρώπων, που σήκωσαν τα μανίκια τους, να δεχτούν βοήθεια, θα τελειώσει η αρρώστια -σού έλεγα, κι εσύ –ελπίζοντας- σχεδίαζες το επόμενό μας ταξίδι. Ξέρεις, αυτό που δεν ζήσαμε. Ταξιδεύουμε λοιπόν μπρος και πίσω στον Χρόνο. Καμία ουσιαστική αλλαγή. Ξεπέρασες τα 300 μέτρα ελευθερίας, όλοι τα ξεπερνούσαν άλλωστε, μέχρι που έγιναν 290. Ήθελες στα 400 μέτρα απόστασης από το σπίτι σου να κάνεις την επανάστασή σου. Με ημίμετρα και τέτοια σταθμά, σε 400 μέτρα από τον καναπέ σου, επανάσταση δεν γίνεται. Σε βλέπω μετά από 20 χρόνια, είσαι μόνος, έρημος, σε μια φυλακή, νοερή ή πραγματική, δεν γνωρίζω. Εγώ πήρα σε μια κόκκινη βαλίτσα την κοιλιά μου, αυτή που δεν αγκάλιασες ποτέ. Και έφυγα. Πήρα μαζί μου όλους τους θορύβους σου, τις παραισθήσεις, τις φοβίες, τις ζήλιες, τον άνεργο και παραπονιάρη εαυτό σου, τις τύψεις σου, τις λαχτάρες σου, το παιδί σου, το σκυλί σου και σε άφησα μόνο. Με άφησες να σε αφήσω. Γιατί, σε ένα σπίτι δίχως παράθυρα, μετρούσες πέντε τοίχους και 300 μέτρα.

Εκλιπαρείς τώρα για ένα παρελθόν που έχει ήδη φύγει. Έχεις ξυρίσει το κεφάλι σου, σαν τεντιμπόης του παρόντος, αναρχικός, αντιδραστικός, αλλά ακόμη αναποφάσιστος. Κι ενώ κατηγορείς τους άλλους, προσδοκάς κάτι διαφορετικό. Είσαι ωστόσο μόνος. Οι πολλοί καθορίζονται. Οι πολλοί έχουν συναινέσει. Καμία αλλαγή λοιπόν δε θα υπάρξει για εσένα. Η δύναμή σου ήταν στα μαλλιά σου.

Η παράσταση Covid-9, ένα έργο του Άνθιμου Κατιρτζόγλου, σε σκηνοθεσία του ιδίου στο Θέατρο Σοφούλη, πραγματεύεται με πολλή αλήθεια τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου που στέκεται αβοήθητος μπροστά σε αόρατες απειλές και τον ψυχολογικό πόλεμο της αποστασιοποίησης και της έλλειψης ανθρωπιάς και φιλίας των σύγχρονων κοινωνιών. Μπροστά στον φόβο του θανάτου, ο άνθρωπος αποκτηνώνεται, περιθωριοποιείται, αλλοτριώνεται. Ψάχνει να βρει βελόνες στα άχυρα, νοηματοδοτεί την ύπαρξή του εντελώς διαφορετικά, έχει την εντύπωση πως η απόστασή του από τους Άλλους χρειάζεται να καθορίζεται ‘’αναλόγως των συνθηκών’’. Πλέον, η ψυχολογία της μάζας ανάγεται σε απόλυτη επιστήμη και η διαφήμιση ή η δυσφήμιση αποκτούν σαθρή οριοθέτηση. Το παιχνίδι του μυαλού υπερισχύει της ψυχής.
Η παράσταση αυτή αποτελεί κόλαφο στην πολιτική οριοθέτησης της ανθρώπινης ύπαρξης κι επαφής. Έχει μια εσωτερική δυναμική. Οι χαρακτήρες διαπλέκονται με ένα πολύ ευαίσθητο τρόπο, διευρύνονται και αποκτούν την εμβάθυνση που επιδιώκουν. Η σκηνή γεμίζει με σιωπές, αργές και γρήγορες κινήσεις, βλέμματα, τραγικά πρόσωπα, ερωτηματικά και απαντήσεις. Η μουσική και τα κωμικά στοιχεία του έργου ανακουφίζουν προσωρινά. Γιατί, το έργο αυτό αποτελεί μια σύγχρονη τραγωδία, κι έχει πολλά να πει. Σας προτείνω ανεπιφύλακτα να απολαύσετε μιαν παράσταση που με συγκίνησε και με προβλημάτισε πολύ.
Τέλος, θα ήθελα, ως Σωφέρ Θεάτρου, να σας παρακαλέσω να στηρίξετε φέτος το θέατρο και τους ηθοποιούς της πόλης μας, που πέρυσι δεν δούλεψαν καθόλου. Αξίζει οι καλλιτέχνες μας να μπορούν να διαμορφώνουν το ήθος και να ψυχαγωγούν, δίχως να εξαρτώνται οικονομικά από εξωτερικούς παράγοντες και συνθήκες. Είναι οι καλύτεροί μας δάσκαλοι. Δεν είναι δυνατόν να παραπονιόμαστε για τα κλειστά θέατρα και να μην παρακολουθούμε παραστάσεις.
Ευχαριστούμε τον Άνθιμο Κατιρτζόγλου και το Θέατρο Σοφούλη που άνοιξε τις πύλες του για όλους όσοι αγαπούν το θέατρο, δίχως κανέναν διαχωρισμό και με μειωμένο το ποσοστό εισόδου θεατών σε αυτό.
Σας προτείνω και την ακόλουθη παράσταση από το Θέατρο της Δευτέρας:
.
Δείτε & αυτά:
.
-Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
..
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..