«Το Εγώ μου σε Χώμα και Μοίρα. Ματώνω». Από τη στήλη «Σωφέρ» της Ζωής Ταυλαρίδου.
ΝΕΑ θεατρική ΣΤΗΛΗ 2016/17 – ΚΑΘΕ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΗΝ “Κ“
Γεννιόμαστε μόνοι. Μας κρατάνε σε μια αγκαλιά. Μας κουνάνε δεξιά κι αριστερά, να ησυχάσουμε, να γίνουμε ένα με τη Σιωπή. Συνηθίζουμε σε αυτό το πέρα δώθε, το αγαπάμε, εξαρτώμαστε. Και αυτό το θεωρούμε Αγάπη. Το πέρα δώθε και αυτή τη συνήθεια. Αισθανόμαστε ασφάλεια στο σπίτι μας και φιλάμε το χώμα μας με πάθος. Σαν μισά κατρακυλάμε διαρκώς, αλλά δεν εφαπτόμαστε με κανέναν. Δεν κουμπώνουμε πουθενά, αν και το ψάξιμο καλά κρατεί. Διαβάζουμε τη μοίρα μας στα περιοδικά και συχνάζουμε στα δήθεν. Χορός, ποτό και βλέμματα διασταυρώνονται. Ματαιότητα, γιατί οι γωνίες μας παραμένουν αιχμηρές και τα αγκάθια μας σε μια επιφάνεια άγνωστη. Σιωπούμε λοιπόν, χωρίς να μιλάμε με τη σιωπή αυτή. Μιλάμε, χωρίς να αναγνωρίζουμε τη σιωπή ως διαμάντι. Δεν καταλαβαίνουμε την αγάπη. Και το πιο σημαντικό: Δε βιώνουμε τον Έρωτα στην ουσία και την απεραντότητά του.
Αν είμαστε τυχεροί, κάτι φαίνεται υποδόρια να χτυπά δυνατά κι απύθμενα. Κοιτάζουμε με έκπληξη το στήθος μας, αυτό με τις γωνίες και τα αγκάθια. Αρχίζει να λειαίνει το ρυτιδιασμένο από την κακή χρήση δέρμα μας. Μήπως βάλαμε μυαλό; Απαντούμε αρνητικά, γιατί δε μας λείπει αυτό. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να κοχλάσει της καρδιάς το αίμα. Να τσαλακωθούμε και να ματώσουμε. Να κατρακυλήσουμε, μέχρι να γίνουμε κύκλοι, ολόκληροι κι ωραίοι. Ματώνουμε. Η μυρωδιά του χώματος μάς διεγείρει την όραση και ανακαλύπτουμε. Ο διαμελισμός και το διασκόρπισμα γίνονται ολότητα, μιαν Ένωση. Ξεχνάμε ποιοι και πού είμαστε. Διαφεύγουμε από τα λάθη μας, αυτά που μας υπαγόρευσαν οι Άλλοι. Ατρόμητοι κι εγωιστές, ερωτευόμαστε. Γειωνόμαστε τόσο πολύ, που η Μάνα μας χάνει την αξία της. Κι ακολουθούμε τη Μοίρα μας, που φλερτάρει με τον θάνατο. Γιατί όντως στον Έρωτα και στον θάνατο είμαστε έρμαια σαν ζώα, κυνηγοί και κυνηγημένοι. Είναι γήινος και ζωώδης ο Έρωτας, ειδικά ο μη καθαρμένος, ο μη εκτονωμένος, ο απαγορευμένος. Γιατί αγκαλιάζει εκείνη τη σιωπή, της μήτρας. Η μήτρα μας περιθάλπει ξανά.
Μέχρι τουλάχιστον να έλθει ως αναπόδραστη συνθήκη: το μαχαίρι, τόσο στην κυριολεκτική όσο και στη μεταφορική του διάσταση. Το μαχαίρι διακόπτει τις ουτοπικές σχέσεις με έναν απόλυτα αυστηρό και τρυφερά απάνθρωπο τρόπο.
·Στο έργο “Χωρίς Ανάσα” του Ιάκωβου Μυλωνά σε σκηνοθεσία του Γιάννη Λαζαρίδη στο Θέατρο Άρατος, ο Έρωτας μετακινείται σθεναρά μεταξύ ουρανού και γης, στροβιλίζεται ανάμεσα στην αλήθεια και την πλάνη, αποδεικνύεται ανώτερος της ίδιας της ύπαρξης, τουλάχιστον έτσι όπως έχουμε μάθει να την αποδεχόμαστε και να την ορίζουμε. Η ζωή διαρκεί “όσο ένα ανοιγοκλείσιμο ματιών”, δεν καθορίζεται χωροχρονικά σε καμία περίπτωση. Το αρχικό σκηνικό της δράσης καθίσταται ολοένα και πιο αφαιρετικό μέσα από την εσωτερικότητα και υπευθυνότητα της αλληλεπίδρασης δύο τραγικών προσώπων. Δύο εραστές, που ανέκαθεν αγαπιούνται σε διαισθητικό επίπεδο, συναγωνίζονται με απόλυτο το Εγώ τους για το ποιος αγαπάει πιο πολύ τον άλλο. Γίνονται ένα με τον ουρανό και με το χώμα, υπερίπτανται κι εκμηδενίζονται. Τα σώματα και οι ψυχές τους αιωρούνται και ματώνουν μέσα από ένα παιχνίδι ρόλων. Αισθάνονται την μοναδικότητα της ύπαρξής τους μόνο μέσα από το σχετίζεσθαι και το αγαπάν. Βλέπουν τον εαυτό τους ο ένας στα μάτια του άλλου, παγιδεύονται, αποκτούν την ψευδαίσθηση της σχέσης, ταξιδεύουν την δική τους Ιθάκη: “Ποτέ δεν ταξίδεψα πιο μακριά από σένα”. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η μοναξιά και η θλίψη περιβάλλουν τον Έρωτά τους σαν φλούδα: “Θλιβερό να είσαι μόνος σου και ν’αγαπά… Η αγάπη είναι μια ψευδαίσθηση του πόσο μόνοι είμαστε”. Ως ολοκλήρωση του δραματικού και μεταφυσικού αυτού έργου, η ερώτηση “Θα με αγαπάς μέχρι να πεθάνω;” βρίσκει την καλύτερη απάντηση: “Θα σ’αγαπώ μέχρι να πεθάνω εγώ”. Ματώνουν και οι δύο.Γιατί ο Έρωτας συγχρονίζεται άρρηκτα, αληθινά και αμετάκλητα τόσο με τη ζωή και όσο και με τον θάνατο, όχι μόνο της δικής μας ύπαρξης αλλά και του Άλλου.
·Στο έργο “Ματωμένος Γάμος” του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα από το Θέατρο του Άλλοτε σε σκηνοθεσία της Βαρβάρας Δουμανίδου στο Θέατρο Αυλαία, ο Έρωτας αναδεικνύεται ως αρχέγονο και αυτοκαταστροφικό ένστικτο, σχεδόν ζωώδες κι απάνθρωπο. Ανθρώπινα ζωόμορφα στοιχειά αλληλεπιδρούν με στοιχειά της φύσης σε ένα εξαιρετικό σκηνικό δάσους, υποβλητικής και επιβλητικής ομορφιάς, επιχειρώντας να δαμάσουν τη φωτιά της καρδιάς. Ουτοπία: πώς να δαμάσεις μια φωτιά που κρύβεται μέσα στα στήθη; Οι εραστές αγωνίζονται με την πιο αδάμαστη θέληση του Ανθρώπου να διατηρήσει μέσα του το πάθος και την αγνότητα, την αλήθεια του, την ακεραιότητά του, το συναίσθημά του. Κοντράρονται με τη λογική της κοινωνίας, των πολλών, των ανδρείκελων. Ανταγωνίζονται την υποκρισία και την αναπόδραστη ανοησία των κοινωνικών συμβάσεων και θεσμών της εποχής τους και προστατεύουν τη φωτιά τους υποδαυλίζοντάς την. “Πάμε να βρούμε μια γωνιά όπου θα σ’ αγαπώ για πάντα, και δε με νοιάζουν οι άνθρωποι με το φαρμάκι που χύνουν”. Όσο πιο γήινος και καθαρός είναι ο Έρωτας, τόσο περισσότερο αυξάνεται η ωμότητα των Άλλων και λειαίνεται η λεπίδα του μαχαιριού αναζητώντας τη ζεστασιά. “Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει στον αέρα, καρτεράει στο μολύβι πόνος, διψάει να γίνει μες στο αίμα. Αφήστε με να μπω! … Κρυώνω! … Μια καρδιά θέλω! Ζεστή! Να πλημμυρίσει αίμα τα στήθια μου, τα βουνά τα παγωμένα”. Δυστυχώς, το μαχαίρι ανήκει σε αυτούς που υποτίθεται ότι μας αγαπάνε περισσότερο, στους γύρω μας. Η προδοσία επέρχεται πάντοτε από το χώμα πάνω στο οποίο πατάμε, για να στηριχτούμε. Και είναι γλυκιά και τρυφερή, σαν ένα φιλί στο μέτωπο, άδολο και προστατευτικό. Μας το παραδίδουν λοιπόν το μαχαίρι οι Άλλοι και μας σπρώχνουν με τον πιο αναπόδραστο τρόπο στην υπέρτατη θυσία: στον Έρωτα.
Κι έτσι ανακαλύπτουμε, λίγο πριν το τέλος, την αξία της Σιωπής.
Αντί Επιλόγου: Σας παραθέτω: α) απόσπασμα από την ταινία «Ματωμένος Γάμος» (La Novia – 2105) της Πάουλα Ορτίθ, που αποτελεί μια ελεύθερη απόδοση του ομώνυμου θεατρικού κειμένου του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
β) τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάνου όπως ερμηνεύτηκε από τον Νίκο Ξυλούρη, αναμένοντας με ανυπομονησία τα σχόλιά σας.
Στίχοι: Βιτσέντζος Κορνάρος
Μουσική: Παραδοσιακό
Eκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Ήκουσες Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα;
ο Κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα.
Τέσσερεις μέρες μοναχά μου ‘δωκε ν’ ανιμένω,
κι αποκείς να ξενιτευτώ, πολλά μακριά να πηαίνω.
Και πώς να σ’ αποχωριστώ και πώς να σου μακρύνω
και πώς να ζήσω δίχως σου τον ξωρισμόν εκείνο;
Εσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Κερά μου,
στα ξένα πως μ’ εθάψασι, κι εκεί ‘ν’ τα κόκκαλά μου.
Κατέχω το κι ο Κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύγει.
Κι ουδέ μπορείς ν’ αντισταθείς στα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσσει η όρεξή σου.
Μια χάρη Αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω:
Την ώρα π’ αρραβωνιαστείς, να βαριαναστενάξεις
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις.
Ν’ αναδακρυώσεις και να πεις: “Ρωτόκριτε καημένε,
τα σου ‘ταξα λησμόνησα, τα ‘θελες πλιο δεν έναι”.
Και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου,
λόγιασε τα ‘παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Και πιάσε και τη ζωγραφιά που ‘ναι στ’ αρμάρι μέσα
και τα τραγούδια που ‘λεγα οπού πολύ σ’ αρέσα.
Και διάβαζέ τα, θώρειε τα κι αναθυμού κι εμένα,
πως μ’ εξορίσανε για σε πολλά μακριά στα ξένα.
Κι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε
και τα τραγούδια που ‘βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, κι ότι καιρόν που ζήσω,
τάσσω σου άλλη να µη δω, µουδέ ν’ αναντρανίσω.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ’ είδα ποτέ µου,
ένα κερί-ν αφτούµενον εκράτουν, κ’ ήσβησέ µου.
Kάλλιά’χω εσέ µε Θάνατον, παρ’ άλλη µε ζωή µου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσµον το κορµί µου.
Φωτογραφικό υλικό