Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω τις πολλές χιλιάδες θεατών που αναφέρει το δελτίο ότι παρακολούθησαν την παράσταση, καθώς το θέμα της για την ιστορία του ρεμπέτικου στα χρόνια του μεσοπολέμου και τα αγαπημένα της τραγούδια που σημάδεψαν γενιές, αγγίζουν την ελληνική ψυχή και είναι λογικό να προσελκύσουν θεατές… Αμφισβητώ όμως ευθέως μετά τη θέαση, την «ενθουσιώδη υποδοχή της παράστασης από κοινό και κριτικούς» (!) που επίσης αναφέρει το εν λόγω δελτίο, αναμασώντας το γνωστό κλισέ για λόγους προώθησης, άνευ πραγματικού αντικρίσματος…
Πρόκειται για την παράσταση «Μινόρε» σε θεατρική διασκευή Δημήτρη Χαλιώτη και σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αριστοτέλειον, κι ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά…

Πειραιάς τη δεκαετία του ΄30 κι ενώ η χώρα μαζεύει τα κομμάτια της μετά τη μικρασιατική τραγωδία και την υποδοχή της προσφυγιάς, στη ταβέρνα όπου παίζουν τρεις ρεμπέτες κι έχουν κάνει «κατάσταση» με τις πενιές τους, καταφτάνει ένας ξάδελφος- προσφυγάκι από τη Σύρο με το μπουζούκι του και φτιάχνουν την ιστορική (και υπαρκτή) «Αγία Τετράδα» που άφησε εποχή… Καθένας από τους τέσσερεις κουβαλά τη δική του ιστορία με τους δικούς του καημούς και νταλγκάδες, μπλέκοντας με αδιέξοδους έρωτες, με φιλοδοξίες για επιτυχία, με τον υπόκοσμο της Τρούμπας, με την πρέζα και το ποτό, με φυλακές και εξορίες, με χαφιέδες και νταβατζήδες, όλα όσα συνθέτουν το βαρύ σκηνικό μιας ταραγμένης μεταβατικής εποχής με φόντο τον προπολεμικό Πειραιά και τις σκληρές ιστορίες του λιμανιού του… ακολουθώντας παράλληλα την πορεία του απαγορευμένου ρεμπέτικου που πασχίζει από τα φτηνά καταγώγια και το κυνηγητό, να κερδίσει την καταξίωση στα «σαλόνια»… Πρόκειται για τη θεατρική μεταφορά της παλιάς τηλεοπτικής σειράς «Το μινόρε της αυγής», που κατόπιν της διασκευής του Δ. Χαλιώτη συμπτύχθηκε δραστικά- παρά τη διάρκεια των 2,5 ωρών- για να παρουσιάσει επί της ουσίας μια ηθογραφία εποχής με αφορμή και πυρήνα το ρεμπέτικο τραγούδι…

Ωστόσο η παράσταση (-) παρά τα όποια καλά της στοιχεία που θα αναφερθούν στη συνέχεια, πολύ γρήγορα έχασε το ενδιαφέρον της ως συνολική αίσθηση… κι αυτό γιατί τα μέρη της πρόζας με τις ιστορίες των ηρώων και στιγμιότυπα από τις ζωές τους, επαναλαμβάνονταν μονότονα πάνω στα γνωστά ήθη και στερεότυπα της εποχής, με εξελίξεις εντελώς προβλέψιμες που σχεδόν μάντευες και τους διαλόγους, με χαρακτήρες επίπεδους και μονοδιάστατους στην υπηρεσία συγκεκριμένης μανιέρας που υπαγόρευαν η μαγκιά της Τρούμπας, η εξάρτηση από την πρέζα, η καψούρα του έρωτα, τα λογής ψυχικά, κοινωνικά, πολιτικά αδιέξοδα… καμιά κορύφωση ή ανατροπή στις δραματοποιημένες παράλληλες «αφηγήσεις», που με λόγο στεγνά ρεαλιστικό παρουσίασαν διεκπεραιωτικά καταστάσεις ευρέως γνωστές αναμασώντας τα ίδια μοτίβα, χωρίς έστω υποτυπωδώς αυτό το λογοτεχνίζον ή φιλοσοφικό ή βαθύτερο «κάτι» που να αιτιολογεί τον όρο «τέχνη»… παρακολουθώντας μια επίπεδη, γραμμική, επιδερμική καταγραφή γεγονότων που μετά το πρώτο μισάωρο έμοιαζαν πλέον αδιάφορα…
Και χωρίς η σκηνοθετική διαχείριση του Τάκη Τζαμαργιά να καταφέρει να δώσει «πνοή ζωής» στο ανιαρό εγχείρημα, παρότι με λίγη φαντασία και έμπνευση μπορούσαν να γίνουν μέχρι και θαύματα, απολαμβάνοντας μια εντελώς διαφορετική παράσταση! Καθώς οι παρεμβάσεις του περιορίστηκαν αποκλειστικά στην «χωροταξία» των ηθοποιών… πώς θα στηθούν, πώς θα κινηθούν, από που θα μπουν και θα βγουν, πού θα καθίσουν, με ποια σειρά θα «δράσουν» στα αντικρινά κρεβάτια, αν τηρηθεί αυστηρά το πρόγραμμα τραγούδι- πρόζα- τραγούδι –πρόζα κλπ… Κι όλα τούτα με έναν νωχελικό ρυθμό (ίσως ένεκα… πειραιώτικης μαγκιάς, καθότι «βαριά κι ασήκωτη») να ξεχειλώνει περαιτέρω το ήδη μονότονο, μακρόσυρτο αποτέλεσμα, σε μια ατμόσφαιρα «λειψή» που της έλειπε η ενέργεια… Κανένα παίδεμα για στοιχειώδη έμπνευση, κάποιο έξυπνο εύρημα που θα πρόσφερε σκηνική ζωντάνια και σύγχρονη οπτική σε ένα πολυπαιγμένο θέμα, επιλέγοντας συμβατικά τη βολική, αδιάφορη διεκπεραίωση διάρκειας 2,5 ωρών που φάνηκαν πολλαπλάσιες…

Εντούτοις στα θετικά (+) της σκηνοθεσίας οφείλουμε να αναφέρουμε την εύστοχη αξιοποίηση της σκηνής, η οποία χωρίστηκε νοερά με τη βοήθεια αφαιρετικού αλλά λειτουργικού σκηνικού σε «τεμάχια», με το καθένα να φιλοξενεί τα επιμέρους δρώμενα… ένα πλαϊνό για την ταβέρνα-στέκι των ρεμπετών, παραδίπλα η κρεβατοκάμαρα της χήρας τραγουδίστριας, στο βάθος το πάλκο των μουσικών, στο άλλο πλαϊνό το δωμάτιο ξενοδοχείου που στέγασε λογής έρωτες και στο κέντρο το πεδίο δράσης γενικώς, όπου λάμβαναν χώρα οι συναντήσεις, οι καυγάδες, οι συναλλαγές, οι συλλήψεις… Και ένα δεύτερο σημείο που αξίζει να τονιστεί είναι η εξαιρετική αληθοφάνεια στις δουλεμένες σκηνές με τους ξυλοδαρμούς που έπειθαν απόλυτα με τον ρεαλισμό τους… όπως επίσης ότι το δέσιμο μεταξύ των σκηνών ακολούθησε ομαλή, συνεχή ροή χωρίς χάσματα, ανεξαρτήτως νωχελικού ρυθμού συνολικά, ενώ τα πολλά και εύστοχα κοστούμια, καθώς και οι φροντισμένοι φωτισμοί βοήθησαν το κατά δύναμη…
Όσον αφορά στις ερμηνείες των ηθοποιών του πολυπληθούς θιάσου, έχουμε να πούμε τα καλύτερα, καθώς ανταποκρίθηκαν επάξια στις ανάγκες των ρόλων, μεταφέροντας πειστικά το πνεύμα, το κλίμα, τα ιδιαίτερα ήθη μιας χαρακτηριστικής εποχής αλλά και περιοχής, έστω κι αν η σκηνοθετική καθοδήγηση δεν προστάτεψε κάποιους από την επανάληψη ή την υπερβολή… με πλέον εμφανές δείγμα τον καλό ηθοποιό Σταύρο Σβήγκο που κυκλοφορούσε μόνιμα μαστουρωμένος σε σημείο κουραστικό, παρότι υποκριτικά στήριξε αληθοφανώς τον χαρακτήρα του…

Πιο ισορροπημένος από όλους ο πάντα εξαιρετικός-απολαυστικός Ιεροκλής Μηχαηλίδης, πειστικός και ταιριαστός στο ρόλο ο έμπειρος Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, υπέροχη η Μαρία Παπαφωτίου και με θαυμάσια φωνή, καλοδουλεμένη κι εκφραστική η Μαριάνα Πολυχρονίδη, εξαιρετική και φυσικότατη η Μαρία Τσιμά, αλλά και οι πιο άπειροι ή νεότεροι ηθοποιοί (Κώστας Κοράκης, Κυριάκος Σαλής, Άρης Αντωνόπουλος, Κατερίνα Παπανδρέου, Γιάννης Εγγλέζος, Όλγα Σκιαδαρέση) υπήρξαν ταλαντούχοι με άνεση, επαγγελματισμό, αποτελεσματικότητα…

Ωστόσο το μεγάλο συν της παράστασης, αυτό που δικαίωσε εν μέρει το στόχο της και πρόσφερε ανάσες ευεργετικές και πολύτιμες, ήταν τα αγαπημένα ρεμπέτικα τραγούδια, παιγμένα και τραγουδισμένα άψογα από τους μουσικούς Αντώνη και Θόδωρο Ξηντάρη… Μεταφέροντας μέσα από τις πασίγνωστες μελωδίες τους όλη την αυθεντικότητα, τη συλλογική μνήμη, τους καημούς μιας βασανισμένης γενιάς κι αγγίζοντας καταλυτικά τις βαθύτερες ευαίσθητες χορδές μας…Τα μουσικά μέρη που περιμέναμε με λαχτάρα κι ευτυχώς εισπράξαμε σε αφθονία, λειτούργησαν τελικά ως σωτήριο σωσίβιο γλιτώνοντας την παράσταση από το ναυάγιο…
Εν κατακλείδι (=) από τις 2,5 ώρες, η μνήμη ασυνείδητα απωθεί οτιδήποτε αδιάφορο από μια συμβατική, ανέμπνευστη, παλιακή σκηνοθεσία που χάθηκε στη μονότονη επανάληψη και κρατά τις καλές ερμηνείες και τις ακόμα καλύτερες μουσικές στιγμές…
.
Βαθμολογία:
5,4/10
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2023 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 12α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2023
.
Δείτε & αυτά:
-Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
-Οι νέες ταινίες της εβδομάδας, κλικ εδώ.
.
-Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
-Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
-Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
-Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
-Κερδίστε προσκλήσεις - Βιβλία, κλικ εδώ.