Είδε η 

και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Η Θεσσαλονίκη αγαπά το θέατρο και το απέδειξε για άλλη μια φορά κατακλύζοντας το ανοικτό θέατρο Συκεών (δείτε εδώ), στην παράσταση Μήδεια του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια.
Ένα από τα σημαντικότερα έργα του τραγικού ποιητή που πραγματεύεται την προδοσία στον έρωτα και τις ολέθριες συνέπειες της στον ψυχισμό της πληγωμένης γυναίκας.
Βαθιά και αγιάτρευτη πληγή το μίσος της αγάπης… λέει ο ποιητής και ως θεατές το νιώσαμε καλά στο πετσί μας…
Η υπόθεση του έργου είναι γνωστή.
Η Μήδεια προδομένη από τον αγαπημένο της Ιάσωνα, που την εγκαταλείπει για να παντρευτεί την κόρη του Κρέοντα, διώκεται μαζί με τα παιδιά της από την πόλη. Αφού πείθει τον βασιλιάνα της δώσει μια μέρα ακόμη πριν εγκαταλείψει το σπιτικό της, καταστρώνει ένα καταχθόνιο σχέδιο. Στέλνει δηλητηριασμένα δώρα στην νέα σύζυγο του Ιάσωνα και της «χαρίζει» έναν φρικτό θάνατο. «Κι αν η γυναίκα με φόβο στέκεται μπροστά στα όπλα και στον πόλεμο, όταν της γίνει στο γάμο αδικία, πιο φονική ψυχή δε γίνεται να υπάρχει».Η μανία της δεν σταματά εκεί. Ολοκληρώνει την εκδίκησή της με τον πιο ανήκουστο τρόπο. Σκοτώνει τα παιδιά της με τα ίδια της τα χέρια, για να φέρει τον αλαζόνα και καιροσκόπο Ιάσωνα αντιμέτωπο με τις συνέπειες των επιλογών του…

Όταν η Μήδεια διδάχθηκε στην Αθήνα το 431 πΧ, μαζί με τις τραγωδίες Φιλοκτήτης, Δίκτυς και το σατυρικό δράμα Θερισταί, η εν λόγω τετραλογία τερμάτισε τρίτη. Οι μελετητές αποδίδουν την αποτυχία αυτή του Ευριπίδη στο γεγονός τηςπαρουσίασης της Μήδειας ως δολοφόνου, καθώς οι Αθηναίοι αποδέχονταν την εκδοχή του Κρεώφυλου, ότι δηλαδή η Μήδεια σκότωσε τον βασιλιά της Κορίνθου και οι Κορίνθιοι για εκδίκηση σκότωσαν τα παιδιά της και διέδωσαν ότι φονιάς ήταν η μάνα τους. Για το θέμα αυτό υπάρχουν πολλές εκδοχές, πέραν όμως των μελετητών των αρχαίων τραγωδιών πολύ λίγοι τις γνωρίζουν. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η Μήδεια έμεινε γνωστή στους αιώνες ως η γυναίκα που τυφλωμένη από την προδοσία και την μανία της για εκδίκηση σκότωσε τα παιδιά της.
Για το αειθαλές κείμενο του Ευριπίδη δεν χρειάζονται λόγια. Ο λογοτεχνικός πλούτος του έργου, η βαρύτητα των νοημάτων του, η θαυμαστή ψυχανάλυση του διαλυμένου γυναικείου μυαλού που σταδιακά καταγράφεται στους στίχους του, οι ευαισθησίες, οι συγκινήσεις, η αγριότητα και το μίσος που πηγάζουν από τον προδομένο έρωτα, αποδίδονται με τρόπο μοναδικό για την εποχή του και γοητεύουν ακόμη και σήμερα. Το έργο πέρα από την σκιαγράφηση των βασικών πρωταγωνιστικών χαρακτήρων, θίγει σημαντικά ζητήματα για τα ήθη και τις αντιλήψεις της εποχήςσχετικά με την θέση της γυναίκας απέναντι στην εξουσία και την κοινωνία γενικότερα. Ζητήματα που γεννούν σε κάθε ανάγνωση καινούριους προβληματισμούς και δίνουν τροφή για νέες σκηνοθετικές προσεγγίσεις και σύγχρονες αναγνώσεις όπως αυτή που παρακολουθήσαμε.

Στα θετικά (+) της παράστασης σημειώνουμε...
Οι Αιμίλιος Χειλάκης και Μανώλης Δούνιας παρουσίασαν επί σκηνής το αρχαίο δράμα με μια σύγχρονη, διαφορετική οπτική, διατηρώντας στο έπακρον το μεγαλείο του. Διαχειρίστηκαν με σεβασμό το πρωτότυπο κείμενο, δίχως να διστάσουν να τονίσουν-καταδικάσουν σχόλια υποτιμητικά για το «αδύναμο» φύλο και μετέτρεψαν την όλη παράσταση σε έναν ύμνο για την γυναίκα, για τα δικαιώματα, τις ανάγκες, την ευαισθησία, την οδύνη της. Μέσω της εμπνευσμένης και ευφάνταστης σκηνοθεσίας τους απέδωσαν την υπόθεση ως μια ιστορία απιστίας χωρίς χρονικό ή τοπικό προσδιορισμό που οποτεδήποτε κι αν τοποθετείται χρονικά δημιουργεί τα ίδια συναισθήματα. Σε μια εποχή μάλιστα που οι γυναικοκτονίες τείνουν να γίνουν ανασπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς και η υπόνοια της παιδοκτονίας στην υπόθεση της Πάτρας αναστατώνει την σύγχρονη κοινωνία, η Μήδεια που παρακολουθήσαμε έρχεται να αναλύσει, να επεξηγήσει, να αιτιολογήσει την απόγνωση και τον πόνο (της αγάπης) που μπορούν να οδηγήσουν σε εγκληματικές ακρότητες. Εξαιρετικά δραματική η εισαγωγή της παράστασης με τις κραυγές της Μήδειας να σχίζουν την βραδινή σιωπή, η εμφάνιση της κάτω από τον σωρό που δημιουργούσαν οι ριγμένες σκάλες, η προσπάθεια της να αγκαλιάσει και να κρατηθεί από τον άνδρα που την πρόδωσε, αλλά και άλλες σκηνές γεμάτες εσωτερικότητα και συναισθήματα που αβίαστα μεταδίδονταν στο κοινό. Η δε κινησιολογία και η μουσική επένδυση της παράστασης διατήρησαν ένα επίπεδο άγχους και αγωνίας που ακολούθησε πιστά την εξέλιξη της υπόθεσης μέχρι την δραματική κορύφωση.
Σύμμαχος της σκηνοθετικής προσέγγισης, η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα που απέδωσε την ποιητικότητα και την λογοτεχνική αξία του πρωτότυπου κειμένου, καθιστώντας το παράλληλα σύγχρονο και απίστευτα προσιτό.

Οι ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών ανέδειξαν σημαντικά την παράσταση.
Η Αθηνά Μαξίμου αναμετρήθηκε με έναν από τους πιο δύσκολους γυναικείους ρόλους της αρχαίας τραγωδίας και έδωσε τον καλύτερο της εαυτό. Δεν υποδύθηκε απλά, αλλά ενσάρκωσε την πληγωμένη Μήδεια, μεταφέροντας επί σκηνής όλη την απόγνωση της γυναίκας που διαλυμένη από την προδοσία του αγαπημένου της φτάνει στην πιο ειδεχθή εγκληματική πράξη. Με καθαρό και στιβαρό λόγο, απαράμιλλη εκφραστικότητα και ερμηνευτική αρτιότητα, απέδωσε όλες τις πλευρές της προσωπικότητας της Μήδειας και όλες τις συναισθηματικές μεταπτώσεις της, από την ευαισθησία, την συναισθηματική εξαθλίωση και τον πόνο της προδοσίας, ως την οργή, την αποφασιστικότητα και την μανία για εκδίκηση. Πολύ καλή η εμφάνιση της και από κινησιολογική άποψη, σε έναν ρόλο ιδιαίτερα απαιτητικό, με διαρκείς σπασμωδικές κινήσεις καθ’ όλη σχεδόν την διάρκεια της παράστασης, που απέδειξαν τον επαγγελματισμό και την αφοσίωση της. Μια εξαιρετική ερμηνεία που κέρδισεεπάξια τον θαυμασμό του κοινού μαζί με ένα θερμότατο χειροκρότημα.

Ο Αιμίλιος Χειλάκης στον ρόλο του βασιλιά Κρέοντα αλλά και του άπιστου Ιάσωνα, απέδειξε για άλλη μια φορά το υποκριτικό του ταλέντο. Στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και ερμήνευσε με την δέουσα σοβαρότητα και συνέπεια τους δύο σημαντικότερους ανδρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους του έργου. Επιφυλακτικός και αυστηρός ως βασιλιάς ενσαρκώνει την έννοια της εξουσίας που επιβάλλεται στην «κατώτερη» γυναίκα, χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές. Ως Ιάσωνας, ως ένας εντελώς διαφορετικός ηθοποιός, υποδύεται με πειστικότητα τον καιροσκόπο και προδότη άνδραπου προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Με έναν απίστευτο αέρα υπεροψίας και αλαζονείας στέκεται επιβλητικός στη σκηνή και με υποκριτική δεινότητα αποδίδει εξαίσια τον ρόλο του στον ρητορικό αγώνα μεταξύ των δύο συντρόφων.
Ο δε Αναστάσης Ροϊλός, ο τρίτος των πρωταγωνιστών, υποδύθηκε με αφοσίωση και επαγγελματισμό τους χαρακτήρες του Αιγέα, της Τροφού αλλά και του Αγγελιοφόρου. Και στους τρεις ρόλους είχε μια αξιόλογη εμφάνιση, που ξεχώρισε για την εκφραστικότητα και την ιδιαίτερα δύσκολη κινησιολογία στην οποία ανταποκρίθηκε άριστα. Κορυφαία του στιγμή όταν ως Άγγελος ανακοινώνει τον θάνατο του Κρέοντα και της κόρης του, σκηνή στην οποία, ερμηνευτικά, ήταν… απλά συγκλονιστικός.

Ενδιαφέρουσα σκηνοθετική επιλογή αποτελεί ο διαχωρισμός του ρόλου του Κορυφαίου του Χορού σε δύο επιμέρους τμήματα, αφηγηματικό και λυρικό, τα οποία απέδωσαν επί σκηνής δύο διαφορετικά πρόσωπα. Η Μυρτώ Αλικάκη ανέλαβε το αφηγηματικό μέρος, το οποίο υποστήριξε με σταθερή, ξεκάθαρη φωνή, σοβαρότητα, συγκίνηση (όταν έπρεπε) και χωρίς εκφραστικές υπερβολές, ενώ το λυρικό μέρος ανέλαβε η Γιώτα Νέγκα - ερμηνευτικά ανταποκρίθηκε αξιοπρεπέστατα στον ρόλο της – που χάρισε υπέροχες μελωδικές στιγμές στο κοινό, καθώς η ποιότητα της φωνής και του τραγουδίσματός της ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα, σαν να… «ακούγαμε δίσκο».
Πολύ καλές ερμηνείες και από τα μέλη του χορού, Πετρίνα Γιαννάκου, Μάιρα Γραβάνη, Αλεξάνδρα Δρανδάκη, Γιώργο Ζυγούρη, Ελευθερία Κοντογεώργη, Εριέττα Μανούρη, Βασίλη Μπούτσικο, Γιώργο Νούση και Δάφνη Σταθάτου, πουως ένα δεμένο και απόλυτα συντονισμένο σύνολο, πλαισίωσαν αρμονικά τους τρεις πρωταγωνιστές και έδωσαν κίνηση και ζωντάνια στην σκηνή συμμετέχοντας ουσιαστικά στο δράμα των πρωταγωνιστών.
Το σκηνικό της Εύας Νάθενα απολαυστικά ευρηματικό μέσα στη λιτότητά του, συνέδραμε λειτουργικά με την ευελιξία και την πλαστικότητά του τις σκηνοθετικές επιλογές καθ’ολη την διάρκεια της παράστασης. Οι ξύλινες σκάλες, ως μόνα αντικείμενα επί σκηνής, με συνεχείς και εναλλασσόμενους συμβολισμούς, χρησιμοποιήθηκαν με πολλαπλούς τρόπους από τα μέλη του χορού αλλά και από τους πρωταγωνιστές, προσφέροντας ένα αξιοθαύμαστο εικαστικό αποτέλεσμα. Γυναίκες του χορού σκαρφαλωμένες στις σκάλες που οι άνδρες τις ρίχνουν στο έδαφος, ο Αιγέας που ανεβοκατεβαίνει συνομιλώντας με την Μήδεια, ο Αγγελιοφόρος που παραπατά σε έναν δρόμο φτιαγμένο από ξύλινα σκαλοπάτια για να φέρει τα νέα της θανάτωσης του Κρέοντα και της κόρης του, η αφ’ υψηλού αντιμετώπιση της Μήδειας από τον Ιάσωνα, σκηνές, όπως και πολλές άλλες, άρρηκτα συνδεδεμένες με το ευφυές σκηνικό που έπαιξε τον δικό του πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.

Τα κοστούμια, επίσης από την Εύα Νάθενα, σύγχρονα και ανατρεπτικά, έδωσαν χαρακτήρα και προσωπικότητα στην σκηνοθετική προσέγγιση. Η επιλογή ανδρικών κοστουμιών σε μια παράσταση που στηλιτεύει την υποτίμηση της γυναίκας και την ψυχική κακοποίηση της από τον «κυρίαρχο» άνδρα εντείνει τον προσανατολισμό του έργου. Η δε επιλογή να φορεθούν τα κοστούμια ανάποδα τονίζει ακόμη περισσότερο τον παραλογισμό των επιλογών της πρωταγωνίστριας κάτω από το ψυχικό βάρος της προδοσίας που την διαλύει.
Η πρωτότυπη μουσική επένδυση της παράστασης από τον Δημήτρη Καμαρωτό συνδυάστηκε απόλυτα με τις σκηνοθετικές επιλογές. Σύγχρονα ακούσματα συνυπήρξαν αρμονικά με το αρχαίο κείμενο, το οποίο έντυσαν μουσικά με την δέουσα συνέπεια και τον απαιτούμενο σεβασμό.Θετικότατη η επί σκηνής παρουσία του δημιουργού που συνόδευσε μελωδικά την παράσταση με διάφορα κρουστά και μη όργανα,προσφέροντας στο κοινό ένα άρτιο ηχητικά αποτέλεσμα, με την συνδρομή της άριστης ηχοληψίας της παράστασης γενικότερα.

Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, τέλος, λειτούργησαν επίσης θετικά, προσδίδοντας ένταση σε κρίσιμες στιγμές του δράματος. Χαρακτηριστικές οι επιμήκεις σκιές που αφήναν οι σκάλες επί της σκηνής μετατρέποντας την σε ένα ταμπλό αντιθέσεων, εμποδίων αλλά και προσφερόμενων εναλλακτικών.
Μικρή αδυναμία (-) της παράστασης, που δεν μειώνει το τελικό θετικότατο αποτέλεσμα, αποτελεί η υπερβολή της κινησιολογικής προσέγγισης της, η οποία ενώ αρχικά δίνει την εντύπωση ότι εναρμονίζεται με τον όλο χαρακτήρα του έργου, εντούτοις σε κάποια σημεία φθάνει να γίνεται ακατάληπτη και υπέρ του δέοντος σπασμωδική.
Εν κατακλείδι (=) θα λέγαμε ότι η Μήδεια των Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια με μια τολμηρή και εμπνευσμένη ανάγνωση του πρωτότυπου κειμένου, απέδωσε με αριστοτεχνικό τρόπο το αρχαίο δράμα, προσδίδοντας του έναν αέρα σύγχρονο, ξεκάθαρο και άκρως συγκλονιστικό…
Βαθμολογία
7,9/10
.
Δείτε και αυτά:
Η Αθηνά Μαξίμου μιλά για την Μήδεια ζωντανά στην Κουλτουρόσουπα| Interview

.
Υπόκλιση θέατρο Συκεών
.
.
Δείτε & αυτά:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ: Θέατρο Δάσους & Γης - Φεστιβάλ Καλοκαιριού Θεσσαλονίκης
ΜΟΥΣΙΚΗ: Καλοκαίρι στο Μέγαρο Μουσικής
ΣΙΝΕΜΑ: Οι νέες ταινίες της εβδομάδας