Την παράσταση «O Κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης παρακολουθήσαμε στο θέατρο Κήπου.
Το έργο αποτελεί μια φάρσα του Μολιέρου, το κύκνειο άσμα του, που πρωτοπαίχτηκε στο θέατρο Παλαί Ρουαγιάλ το 1673 με τον ίδιο στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Αργκάν. Κατά τον προσφιλή του τρόπο ο Μολιέρος διακωμωδεί και καυτηριάζει καταστάσεις, χαρακτήρες και κοινωνικές δομές της εποχής του, επηρεασμένος από την comedia delarte. Στην προκειμένη περίπτωση «θύματα» του οι γιατροί ,που παίρνοντας το ρόλο του αυθεντία αντί να ασκούν ευσυνείδητα το λειτούργημα τους συγκρούονται με τις ανθρώπινες ανάγκες, τις εκμεταλλεύονται επιδεικνύοντας δογματισμό.
Η υπόθεση αφορά τις περιπέτειες του σπαγκοραμμένου, πλούσιου Αργκάν, που είναι κατά φαντασία άρρωστος. Πιστεύει ότι νοσεί βαριά από αναρίθμητες ασθένειες. Είναι παντρεμένος με την πολύ νεότερη του Μπελίν και έχει δύο κόρες από τον πρώτο του γάμο, την Ανζελίκ και τη Λουιζόν. Ο Αργκάν θέλει συνέχεια γιατρούς να μπαινοβγαίνουν σπίτι του για να τον κουράρουν με αποτέλεσμα να πέφτει θύμα εκμετάλλευσης επιτηδείων γιατρών ενώ και η γυναίκα του τον απατά και εποφθαλμιά την περιουσία του. Όταν ο Αργκάν αποφασίζει να παντρέψει τη μεγάλη του κόρη με τον γιο του γιατρού Ντιαφουαρίς τότε η πιστή του υπηρέτρια Τουανέτ κι ο αδερφός του στήνουν μια «μηχανή» για να ξεσκεπάσουν τους συνωμότες και να βοηθήσουν τη νεαρή κοπέλα να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της.

Στα θετικά(+)...
Θα μπορούσε να είναι ένα αδιάφορο και ξεπερασμένο έργο, μια βαρετή φάρσα, με όλο τον σεβασμό στον αγαπητό Μολιέρο. Εδώ όμως έρχεται ο Κώστας Γάκης που με μεράκι, φαντασία, πολλή δουλειά και βαθιά αγάπη για το θέατρο το μεταμόρφωσε με τη διασκευή και την εμπνευσμένη σκηνοθεσία του. Είχε τη φαϊνή ιδέα να δημιουργήσει και να διηγηθεί μια ακόμα ιστορία σε παράλληλη δράση με την ιστορία του Μολιέρου. Θέατρο μέσα στο θέατρο. Έτσι λοιπόν ο κορμός της παράστασης είναι η ιστορία του οικογενειακού θιάσου του Φαμπρίζ Μπεζάρ που απαρτίζεται από τον ίδιο, τη γυναίκα του, τις κόρες του, τον σωματοφύλακά του και τον ιππότη της Μοντένας. Ο θίασος κυνηγημένος από τον Λουδοβίκο αποφασίζει να πάει περιοδεία σε όλη τη Γαλλία με το ημιτελές έργο ενός νέου συγγραφέα, του Μολιέρου που τους ακολουθεί με την ιδιότητα και του ηθοποιού. Βλέπουμε λοιπόν τους ήρωες να παίζουν το έργο του Μολιέρου στη σκηνή και παράλληλα γινόμαστε θεατές και της παρασκηνιακής τους ζωής. Με τη βοήθεια του περιστρεφόμενου σκηνικού η πραγματικότητα εναλλάσσεται με το θέατρο, ενώ αρωγός σ’ αυτήν την εναλλαγή είναι ο ρόλος του αφηγητή που δημιούργησε ο Γάκης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μπεζάρ και η οικογένεια του ήταν υπαρκτά πρόσωπα με τα οποία ο Μολιέρος συνεργάστηκε στην όχι και τόσο επιτυχημένη πρώτη θεατρική του περίοδο. Ενώ ο Γάκης βασίστηκε σε μελετητές και βιογράφους του Μολιέρου για να συνθέσει το κείμενο του, παρουσιάζοντας την πορεία του μεγάλου Γάλλου δημιουργού.

Η διασκευή λοιπόν του Κώστα Γάκη είναι άκρως επιτυχημένη. Ένα κείμενο φρέσκο, δυναμικό με διακριτικές αναφορές στο σήμερα, ωραίο λόγο, αστεία που πέρασαν στους θεατές. Φρόντισε να υπάρχει ομοιογένεια στο ύφος του με του Μολιέρου. Ενσωμάτωσε με τόση μαεστρία τα εμβόλιμο, πρωτότυπα κείμενα που αν κάποιος θεατής δε γνώριζε το έργου θα νόμιζε ότι η δομή και το θέμα ήταν εξαρχής γραμμένα έτσι από τον συγγραφέα.
Η σκηνοθεσία του ίδιου, εμπνευσμένη, με αρμονικές εναλλαγές σκηνών ,με ρυθμό, με άψογη χρήση ήχων, με σωστή καθοδήγηση των ηθοποιών του. Δημιούργησε μια παράσταση με ταυτότητα, διασκεδαστική, σπιρτόζα, μια πραγματική φάρσα δοσμένη όμως με μια σύγχρονη ματιά που δεν παγιδεύτηκε σε πεπατημένες. Πραγματικά ο Κώστας Γάκης με ότι καταπιάνεται ευτυχεί στα χέρια του.
Πέρα από όλα τα άλλα θετικά αξίζει να δει κανείς την παράσταση για τις εξαιρετικές ερμηνείες. Πεντακάθαρη εκφορά λόγου και αυτοσχεδιασμοί με σεβασμό στο κείμενο.

Ξεκινώντας με τον θιασάρχη κύριο Μπεζάν που ερμήνευσε και τον ρόλο του φιλάργυρου και ψευτοάρρωστου Αρντάν θα πούμε πως ο Θανάσης Τσαλταμπάσης ήταν σαρωτικός. Με το πηγαίο κωμικό του τάλαντο, με το εκφραστικό του πρόσωπο, αεικίνητος κυριολεκτικά όργωσε τη σκηνή κι ήταν απολαυστικός και στους δύο ρόλους του. Μπρίο, ζωντάνια, αμεσότητα, φυσικότητα είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της ερμηνείας του.
Εντύπωση προκάλεσαν με την απόδοση τους ο Ορφέας Παπαδόπουλος ως Κλεάντ και κυρίως ως ιππότης της Μοντένας και ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης ως Μολιέρος και κυρίως ως υιός Ντιαφουαρύς. Ο μεν πρώτος ως ιππότης με επιτηδευμένα στημένη στάση σώματος και την κατάλληλη εκφορά λόγου ήταν τόσο χαριτωμένα και αβίαστα κωμικός που κέρδιζε τον θεατή αμά τη εμφανίσει. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν περιμέναμε μια τόσο καλή απόδοση. Ο Παπαδόπουλος ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Ο δε δεύτερος ήταν μία «βόμβα» γέλιου. Η κωμωδία θέλει ρυθμό και ακρίβεια κι ο Ζουριδάκης τα είχε και τα δύο.
Η έμπειρη Νικολέττα Βλαβιανού στο ρόλο της κυρίας Αρντάν και της υπηρέτριας Τουανέτ απέδωσε με πειστικότητα της ηρωίδες της. Τις στόλισε με το ταμπεραμέντο της ειδικά ως καπάτσα, πονηρή και καταφερτζού Τουανέτ σίγουρα έπεισε.
Ο Νίκος Ορφανός, καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης, έκανε ωραίες εναλλαγές και στους τρεις ρόλους του( αφηγητής, Σεβαλιέ γιατρός Ντιαφουαρίς)
Ο Δημήτρης Καλαντζής (Μπεράλντ, αδερφός του Αργκάν και Φιλίπ σωματοφύλακας του Μπεζάρ) ήταν ικανοποιητικός.
Ενώ η Αγοραστή Αρβανίτη (Μπελίν, μεγάλη κόρη του Μπεζάρ), Νάστια Βραχάτη (Ανζελίκ, δεύτερη κόρη του Μπεζάρ) και η Στεφανία Καλομοίρη (Λουιζόν, Τρίτη κόρη του Μπεζάρ) ήταν αποδοτικές στους ρόλους τους και γέμισαν με τη φρεσκάδα τους τη σκηνή.

Τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Ζαμάνη αν και λιτά ήταν λειτουργικότατα αφου εξυπηρέτησαν ακριβώς τη δράση με την περιστρεφόμενη κατασκευή που από τη μία πλευρά είχε το ψηλό «κρέβατι του πόνου» του Αργκάν κι από την άλλη το σκηνικό που «φιλοξενούσε» σκηνές από τη ζωή του πλανόδιου θιάσου. Τα κοστούμια, του ίδιου, ήταν εξίσου επιτυχημένα.
Καθοριστική για το άρτιο αποτέλεσμα ήταν η συνδρομή του ταλαντούχου μουσικού Κώστα Λώλου που έπαιξε ζωντανά πιάνο και έντυσε την παράσταση με ήχους που της έδωσαν ξεχωριστό ύφος.
Η Στέλλα Κάλτσου φώτισε την παράσταση χωρίς βέβαια να έχει και πολύ δύσκολο έργο, αφού δεν υπήρξαν πολλές εναλλαγές στους φωτισμούς.

Στα αρνητικά(-)…
Αν θα θέλαμε να διυλίσουμε τον κώνωπα θα λέγαμε πως σε κάποια σημεία ίσως υπήρξε μια υπερβολή σε ότι αφορά , ένα δύο αστεία. Όμως αυτό ήταν πταίσμα μπροστά στη χαρά και τη διασκέδαση που προσέφερε η παράσταση.
Συνοψίζοντας (=): Μια εξαιρετική φάρσα με φροντισμένη σκηνοθεσία, εξαιρετικές ερμηνείες, ωραίες μουσικές και εικόνες. Οι θεατές διασκέδασαν κι έφυγαν σίγουρα πιο «ανάλαφροι» από το θέατρο. Η παράσταση του Κώστα Γάκη δείχνει ότι όταν υπάρχει έμπνευση, όρεξη και γνώση, προκύπτουν μικρά διαμαντάκια. Το να αντιλαμβάνεται κανείς ότι πιάστηκε στις άβολες θέσεις, μόνο μετά το τέλος της παράστασης αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη της επιτυχίας της. Θα μπορούσε να λέγεται και « Ο Μολιέρος…αλλιώς».
Βαθμoλογία:
7,1
Υπόκλιση από τη πρεμιέρα στον Κήπο (η παράσταση ξανάρχεται Θεσσαλονίκη, 23 Αυγούστου στο Ανοικτό Θέατρο Συκεών «Μάνος Κατράκης»)
.
Δείτε & αυτά:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ: Θέατρο Δάσους & Γης - Φεστιβάλ Καλοκαιριού Θεσσαλονίκης
ΜΟΥΣΙΚΗ: Καλοκαίρι στο Μέγαρο Μουσικής
ΣΙΝΕΜΑ: Οι νέες ταινίες της εβδομάδας