Η Βάιολετ προτιμά να κρατά στο μυαλό της το γιο της σαν το πλάσμα που της είχε #αφοσιωθεί περνώντας μαζί της όλα τα καλοκαίρια της #ζωής του. Όλα εκτός από το περσινό.
Γράφει η Νέλη Βυζαντιάδου για την Κουλτουρόσουπα.
Το ζέσταμα
Αν και είχα ακούσει ξανά για αυτήν την παράσταση, δεν την είχα παρακολουθήσει οπότε πήγαινα με τον ενθουσιασμό του θεατή που πρόκειται να δει κάτι για πρώτη φορά. Προτίμησα μάλιστα να μη διαβάσω τίποτα σχετικό με την υπόθεση και να αφεθώ σε αυτά που θα διαδραματιζόντουσαν επί σκηνής και θα παρακολουθούσα.
Φανταζόμουν να δω λοιπόν ένα έργο στο οποίο το περσινό καλοκαίρι θα είχε ένα σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη. Κι όχι μόνο το περσινό καλοκαίρι αλλά αυτό που συνέβη ξαφνικά το περσινό καλοκαίρι.
Η δράση
Από την πρώτη κιόλας σκηνή του έργου έγινε παραπάνω από ξεκάθαρη η εμμονική σχέση της πρωταγωνίστριας με το νεκρό γιο της και η αδυναμία που είχε να διαχωρίσει τη δική της ζωή από τη δική του ζωή έτσι όπως γίνεται με κάθε τοξική και ακατάλληλη μητέρα που ζει μέσα από το παιδί της λες και αυτό είναι προορισμένο να μένει για πάντα πιστό στην ίδια και τις ανάγκες της. Αυταρχική και σχεδόν άκαρδη γυναίκα η Βάιολετ Βέναμπλ προσπαθεί να πείσει το νεαρό γιατρό Τζον Κιούκροβιτς να κάνει λοβοτομή στην ανιψιά της Κάθριν προκειμένου να σταματήσει η τελευταία να διαδίδει ψευτιές για το γιο της.
Μια μητέρα, σκέφτομαι, που αρνείται να δει ξεκάθαρα ποιος ήταν ο γιος της και τι έκανε στη ζωή του. Σε αυτόν επιμένει να βλέπει μόνο φως έτσι όπως κάνουν οι περισσότεροι για τους δικούς τους ανθρώπους. Ακόμα κι αν όλοι οι υπόλοιποι βλέπουν το σκοτάδι, εκείνοι αρνούνται πεισματικά να συμφωνήσουν πως υπάρχει σκοτάδι μόνο και μόνο για να διατηρούν εξιδανικευμένους τους αγαπημένους τους ανθρώπους. Κι αυτό συμβαίνει όχι μόνο με μια μητέρα και το γιο της αλλά και σε άλλες στενές σχέσεις.
Για αυτήν τη μητέρα λοιπόν, τη Βάιολετ, ήταν προτιμότερο να σταματήσουν να ακούγονται φήμες για το γιο της παρά να ανοίξει τα αυτιά της και να μάθει την αλήθεια. Δεν ήθελε να μάθει ποιος ήταν πραγματικά ο γιος της. Προτιμούσε να τον κρατά στο μυαλό της σαν ένα αθώο πλάσμα που της είχε αφοσιωθεί και που επέλεγε να περνά μαζί της όλα τα καλοκαίρια της ζωής του. Όλα εκτός από το περσινό που ήταν και το τελευταίο του. Και φυσικά η ανάγκη της να ρίξει κάπου την ευθύνη για το θάνατο του γιου της, την κάνει να στραφεί εναντίον της ανιψιάς της την οποία μετατρέπει εύκολα σε θύμα και δεν δείχνει την παραμικρή ευαισθησία για την ψυχική της υγεία. Κι είναι τότε που έρχονται στο μυαλό μου τα λόγια του Πρίμο Λέβι: ‘Με εκπλήσσει συνεχώς η απανθρωπιά του ανθρώπου προς τον άνθρωπο’.
Κι όσο δυνατότερα φωνάζει η Κάθριν προκειμένου να εξηγήσει πώς έχασε τη ζωή του ο ξάδελφός της, τόσο περισσότερο η μητέρα του κλείνει τα αυτιά της και εύχεται να βρεθεί κάποιος να της κλείσει το στόμα. Κι όλο αυτό γιατί δεν πρέπει να ακουστεί η αλήθεια. Κι όλο αυτό γιατί κάποιοι άνθρωποι προτιμούν να μένουν στο σκοτάδι για να μη χρειαστεί να παραδεχτούν τα λάθη τους ή να πονέσουν για τα λάθη των άλλων. Κι όλο αυτό γιατί ακόμα και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που αναρωτιούνται αν πρέπει να βλέπουμε πέρα από το προφανές και αν έχει νόημα τελικά να συζητάμε σε βάθος και να αναλύουμε έννοιες. Γιατί για αυτούς τους ανθρώπους το ασφαλές είναι το σκοτάδι. Το γνώριμο είναι το σκοτάδι. Το επιθυμητό είναι το σκοτάδι. Γιατί για αυτούς τους ανθρώπους το φως είναι ξένο. Το φως είναι απειλητικό. Το φως είναι εχθρός τους.
Η σκηνή που ξεχώρισα ήταν η σκηνή στην οποία άρχισε να περιγράφει λεπτομερώς η Κάθριν τις συνθήκες του θανάτου του Σεμπάστιαν, του γιου της Βάιολετ. Η γλαφυρή της περιγραφή με έκανε να δω κυριολεκτικά την εικόνα που ήθελε να μας δείξει. Και μέσα από την εικόνα που ήθελε να μας δείξει και κατάφερα να δω, διέκρινα την ασχήμια του Σεμπάστιαν και την ασχήμια της μητέρας του που ακόμα και την ύστατη στιγμή αρνιόταν να πιστέψει ότι ο γιος της ήταν αυτός που ήταν και όχι αυτός που εκείνη ήθελε να είναι. Αν και κάτι μέσα μου δεν πείστηκε ότι αυτή η γυναίκα δεν ήξερε στην πραγματικότητα ποιος ήταν ο γιος της. Όλοι ξέρουν ποιος είναι ο άνθρωπος που έχουν δίπλα τους. Όλοι ξέρουν αλλά λίγοι είναι πρόθυμοι να δουν κατάματα την αλήθεια και να κάνουν κάτι για αυτήν. Γι’ αυτό και επιλέγουν να τη διαστρεβλώνουν, να την κουκουλώνουν ή να τη θάβουν.
Η σκηνή που με προβλημάτισε ήταν η σκηνή στην οποία ο γιατρός συζητούσε με τη Βάιολετ τους όρους της μεταξύ τους συνεργασίας. Αν έκανε αυτό που του είχε ζητήσει, θα δεχόταν μια διόλου ευκαταφρόνητη δωρεά για να ενισχύσει το επιστημονικό του έργο. Ηθικά διλήμματα στα οποία κάθε ένας στέκεται αναλόγως της προσωπικής του ηθικής. Πόσο έντιμο θα ήταν άραγε να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις του προξενώντας ζημιά σε μια αθώα κοπέλα για να επανδρώσει μια νέα πτέρυγα ή να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του; Κι όμως πολύ φοβάμαι ότι είναι πολλοί αυτοί που θυσιάζουν στο βωμό της επιτυχίας αθώα θύματα χωρίς να κάνουν δεύτερες σκέψεις ή να έχουν τύψεις.
Η ατάκα που θα θυμάμαι ήτανη εξής: ‘Όλοι χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλον κι αυτό το λέμε αγάπη’. Τι μεγάλη αλήθεια! Εδώ και καιρό υποστηρίζω ότι η αγάπη εμπεριέχει το πάρε – δώσε, σκέφτηκα για να ακούσω μια άλλη διάσταση αυτού που πίστευα ως εκείνη τη στιγμή. Δεν είναι μόνο πάρε – δώσε αλλά και χρησιμοποίηση. Ο ένας χρησιμοποιεί τον άλλον για τους δικούς του σκοπούς. Καλύπτει τις δικές του ανάγκες. Ικανοποιεί τα δικά του θέλω. Κι αυτή η συναλλαγή βαφτίζεται αγάπη.
Ο ρόλος που με συγκίνησε ήταν αυτός της νεαρής Κάθριν που προσπαθούσε να ακουστεί η φωνή της και μαζί με τη φωνή της να ακουστεί και η αλήθειά της. Μια αλήθεια που δεν άντεχαν να ακούσουν. Έτσι όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές με μια αλήθεια που δυσαρεστεί, μια αλήθεια που καθρεφτίζει πίσω αυτό που υπάρχει, μια αλήθεια που ξεβολεύει, μια αλήθεια που αναδεικνύει την ασχήμια αυτού που προσπαθεί να παρουσιαστεί προς τα έξω σαν όμορφο.Κι όμως αυτή η αλήθεια, που παίρνει τη μορφή μιας ιστορίας, πρέπει να ξεριζωθεί. Αυτό προστάζει η οργισμένη Βάιολετ ελπίζοντας να διατηρηθεί αμόλυντη η ανάμνηση του γιου της. ‘Ξεριζώστε αυτή τη χυδαία ιστορία από το μυαλό της’. Αυτά είναι τα τελευταία της λόγια. Με αυτά τα λόγια τελειώνουν όλα.
Το κλείσιμο
Όσο κι αν θέλουν κάποιοι να μείνουν βυθισμένοι στα σκοτάδια τους, θα υπάρχουν πάντα κι εκείνοι που θα ανάβουν το φως γιατί δεν αντέχουν τα σκοτάδια των γύρω τους. Από τα σκοτάδια των γύρω τους θα θέλουν να προστατευτούν γιατί τα δικά τους τα γνωρίζουν ήδη. Με αυτές τις σκέψεις βγήκα από το ArtBox (πρώην Φαργκάνη). Με αυτές τις σκέψεις κατευθύνθηκα προς το σπίτι μου. Με αυτές τις σκέψεις έγραψα αυτό το άρθρο.
Η αίσθηση με την οποία έμεινα ήταν ανάμεικτη. Λύπη για αυτούς που αρνούνται να δουν την πραγματικότητα. Θαυμασμό για τους άλλους που επιμένουν να βλέπουν καθαρά.
ΦΑΡΓΚΑΝΗ
«Ξαφνικά Πέρσι το Καλοκαίρι» του Τένεσι Ουίλιαμς
Η πλούσια και αυταρχική κυρία Βέναμπλ λάτρευε παθολογικά τον ποιητή γιο της Σεμπάστιαν και κάθε καλοκαίρι οι δυο τους ταξίδευαν μαζί. Το περσινό όμως καλοκαίρι, για πρώτη φορά δεν τον συνόδεψε εκείνη στις διακοπές του, αλλά η νεαρή ξαδέρφη του Κάθριν που επωμίστηκε τον ρόλο που κατείχε εκείνη μονοπωλιακά ως τότε. Εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι όμως ο Σεμπάστιαν πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ. Ερμηνεύουν: Φιλαρέτη Κομνηνού, Aναστασία Παντούση, Δημήτρης Τσίκλης, Λίλλυ Μελεμέ.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 19:00 & 21.30, Σάββατο 18:30 & 21.00, Κυριακή 18.30 & 21:00 (10 – 19 Μαΐου.)
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ