Είδε η Ανια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Στην σκηνή Σωκράτης Καραντινός της Μονής Λαζαριστών, ξεκίνησε τις παραστάσεις της η Βαβυλωνία του Δημήτρη Βυζάντιου, σε σκηνοθεσία Τάκη Χρυσικάκουαπό το ΚΘΒΕ. Μια παράσταση που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2020, για τέσσερις μόνο παραστάσεις, πριν το οριστικό κλείσιμο των θεάτρων λόγω κορονοϊού. Με αυστηρή τήρηση των μέτρων και έλεγχο για τη χρήση μασκών ακόμα και κατά τη διάρκεια της παράστασης, ο κόσμος του θεάτρου στέλνει το μήνυμα ότι το θέατρο είναι απόλυτα ασφαλές, ίσως ο πιο ασφαλής τρόπος διασκέδασης και ψυχαγωγίας της εποχής μας.

Το έργο
Η Βαβυλωνία γράφτηκε το 1836, από τον Δημήτριο Κωνσταντίνου Χατζη-Ασλάνη ή Δημήτριο Βυζάντιο, σε μια εποχή που στην Ελλάδα το θέατρο βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Παίχτηκε για πρώτη φορά την αμέσως επόμενη χρονιά (1837) και ξανατυπώθηκε σε οριστική μορφή το 1840. Έκτοτε παρουσιάστηκε στο θέατρο κατ’ επανάληψη, έγινε κινηματογραφική ταινία (1970) και παρουσιάστηκε και στο ραδιόφωνο. Πρόκειται για ένα σημαντικό έργο, με αναμφισβήτητη διαχρονική αξία, ένα έργο «λαϊκό»,που το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του είναι η αλήθεια και η αυθεντικότητά του. Η πλοκή του προσομοιάζει με κωμωδία παρεξηγήσεων, με έντονα όμως ηθογραφικά στοιχεία, καθώς ο δημιουργός «ζωγραφίζει» με εξαιρετικά διεισδυτική και ποιητική ματιά, αλλά και με εντυπωσιακά ολοκληρωμένο τρόπο τους χαρακτήρες των ηρώων του. Η πηγαία κωμική διάθεση που το χαρακτηρίζει αντλείται κατά βάση από τους ζωηρούς διαλόγους στους οποίους προβάλλεται (ίσως και με μια τάση υπερβολής) η δυσκολία επικοινωνίας λόγω των διαφορετικών τοπικών διαλέκτων. Στόχος του συγγραφέα ήταν να αναδείξει τις δυσκολίες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα λόγω του γλωσσικού ζητήματος και να συμβάλει στην διόρθωση της κατάστασης, καθιστώντας σαφή την ανάγκη για εκπαίδευση του ταλαιπωρημένου λαού και καθιέρωση μιας κοινά αποδεκτής γλώσσας.

Η υπόθεση του ιδιαίτερα αγαπητού αυτού έργου πλέκεται στο Ναύπλιο το 1827. Μόλις έχει γίνει γνωστή η νίκη των συμμαχικών δυνάμεων στο Ναυαρίνο και το κλίμα είναι χαρούμενο και γιορταστικό. Επτά Έλληνες από διάφορες γεωγραφικές περιοχές, συναντώνται σε μια λοκάντα (ταβέρνα) και γιορτάζουν μαζί την απελευθέρωση της χώρας. Τρώνε, πίνουν, χορεύουν και τραγουδούν τραγούδια του τόπου τους, παρ’ όλο που η διαφορά των διαλέκτων που χρησιμοποιούν καθιστά δύσκολη την μεταξύ τους επικοινωνία. Η παρεξήγηση δεν αργεί να δημιουργηθεί και η κατάσταση ξεφεύγει, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Κρητικού της παρέας. Μετά από επέμβαση της αστυνομίας η ετερόκλητη ομάδα συνδαιτυμόνων καταλήγει στην χάψη (φυλακή), αναμένοντας την απόφαση των αρχών που θα καθορίσει την τύχη της…
Η σκηνοθεσία της Βαβυλωνίας από τον Τάκη Χρυσικάκο, ο οποίος ανέλαβε και την δραματουργική επεξεργασία του κειμένου, ανήκει αναμφίβολα στα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης. Ο σκηνοθέτης μεταφέρει επιτυχημένα επί σκηνής την απλότητα και την λαϊκότητά του κειμένου, καθιστώντας ταυτόχρονα σαφή τα γλωσσικά ζητήματα που θέτει ο συγγραφέας. Στήνει επί σκηνής μια παραδοσιακή γιορτή, με φαγοπότι και μουσική (στοιχεία που ανέκαθεν ένωναν τους ανθρώπους και εξάλειφαν τις όποιες διαφορές) και προβάλει μέσα από την εξέλιξη της πλοκήςτην ανάγκη για ενότητα και ομόνοια που θα στηρίζεται σε βάσεις ουσιαστικής επικοινωνίας και όχι μόνο επ’ ευκαιρία της εφήμερης διασκέδασης.Το γεγονός ότι ούτε οι θεατές αντιλαμβάνονται πλήρως τα λεγόμενα καθιστά ακόμη πιο σαφή τα νοήματα του έργου.

Επιπλέον, διαχειρίζεται επιτυχημένα το πλήθος των ηθοποιών και αφήνει να ξεδιπλωθούν σταδιακά οι χαρακτήρες, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους μέσα από τους διαλόγους και τις αυθόρμητες αντιδράσεις μεταξύ αγνώστων. Χωρίς επιτήδευση και χωρίς ιδιαίτερα σκηνοθετικά ευρήματα δημιουργεί μια εύθυμη ατμόσφαιρα στηριζόμενος στη δύναμη του λόγου, κατορθώνοντας να χαρίσει αυθόρμητο και πηγαίο γέλιο στους θεατές. Πολύ ενδιαφέρουσα η χρήση κινησιολογίας που παραπέμπει στην φιγούρα του Καραγκιόζη,σε διάφορα σημεία της παράστασης και κυρίως στο εξαιρετικό σημείο όπου ένας-ένας οι ήρωες συλλαμβάνονται και οδηγούνται στην φυλακή σχεδόν με χορευτικές κινήσεις, με μουσική υπόκρουση ξεχωριστή για κάθε έναν καισυμβατή με την καταγωγή του.
Στη διάθεση του σκηνοθέτη ένας πραγματικά αξιοθαύμαστος θίασος ηθοποιών, απόλυτα ανδροκρατούμενος, με τόσο διαφορετικούς αλλά τόσο αρμονικά δεμένους μεταξύ τους χαρακτήρες. Ο καθένας τους ανέδειξε τον ρόλο του με μαεστρία, επαγγελματισμό και φυσικότητα και συνέβαλε τα μάλα στην επιτυχία της παράστασης.
Εξαιρετικός στον ρόλο του, καταρχάς, ο Τάκης Χρυσικάκος στον ρόλο του πλούσιου Ανατολίτη. Με πολύ καλή προφορά, καθαρό και γεμάτο λόγο, σταθερότητα και συνοχή στην έκφραση και την εν γένει σκηνική του παρουσία, απέδωσε επιτυχημένα τον χαρακτήρα του πλούσιου Καππαδόκη που διεκδικεί την ελληνικότητα και την ορθόδοξη ταυτότητά του.

Απολαυστικός ο Κοσμάς Ζαχάρωφ στο ρόλο του Αστυνόμου (Αστρονόμου όπως τον αποκαλούν), ο οποίος ενσάρκωσε με πιστότητα τον χαρακτήρα του επτανήσιου αξιωματούχου που χωρίς ιδιαίτερη παιδεία προσπαθεί να τηρεί τις τυπικότητες του συστήματος όπως τις αντιλαμβάνεται μέσα από την απλότητα και τη λαϊκότητα του. Η αφέλεια των γρήγορων αποφάσεων και η επιτηδευμένη ανωτερότητά του, τον καθιστάακόμη πιο κωμικό. Το μόνο που του έλειπε ήταν η χαρακτηριστική μελωδική προφορά των επτανήσιων, η οποία θα αποθέωνε την ερμηνεία του.
Ο Νικόλας Μαραγκόπουλος στον ρόλο του Λογιό τα του ήταν επίσης εξαιρετικός. Η άνεση με την οποία χρησιμοποιούσε την καθαρεύουσα, η συστολή και ευγένεια που εξέπεμπε, η ιδιαιτερότητα στις κινήσεις του και γενικά η όλη σκηνική του παρουσία ήταν αξιοθαύμαστη. Από τους πιο κωμικούς χαρακτήρες της παράστασης, σε μια συγκροτημένη, άκρως επαγγελματική εμφάνιση.

Στον ρόλο του Πελοποννήσιου, ο Κώστας Ίτσιος έφερε τον αέρα της ελληνικής υπαίθρου στην παράσταση. Επιβλητική παρουσία, με ωραία κίνηση και καθαρό λόγο, άφησε το δικό του στίγμα.
Η πιο γλυκιά παρουσία του έργου, ο Ηλίας Μπερμπέρης, ως Χιώτης, απέδωσε τόσο φυσικά και πειστικά τον ρόλο του ευαίσθητου, ανοιχτόκαρδου και εξωστρεφή νησιώτη. Με μια εξαιρετική, πολύχρωμη στολή και ένα ψηλό καπέλο που τον έκανε να ξεχωρίζει, τραγούδησε, χόρεψε με την καρδιά του, έδωσε ψυχή και παλμό στην σκηνή. Ιδιαίτερα κωμικές οι στιγμές που έχανε την ψυχραιμία του και φώναζε υστερικά, διατηρώντας εντούτοις τον έλεγχο της ερμηνείας του.

Επίσης πολύ καλός ερμηνευτικά ο Δημήτρης Παλαιοχωρίτης ως Λοκαντιέρης. Ξεκάθαρος και αποφασιστικός τόσο στον λόγο όσο και στις κινήσεις του, απέδωσε με πειστικότητα τον φιλόξενο ταβερνιάρη που έμπλεξε άθελά του και βρέθηκε ακόμη και στην φυλακή.
Ποιος περισσότερο ταιριαστός για τον ρόλο του Αρβανίτη από τον Αλέξανδρο Μούκανο,που μέσα στην φουστανέλα του ήταν σαν να ταξίδεψε από το 1827 στο σήμερα και ζωντάνεψε στην σκηνή έναν υπερήφανο, ατόφιο Έλληνα που δεν θα δίσταζε να τραβήξει το όπλο του αν ένιωθε ότι θίγονταν η υπερηφάνεια του.

Ο Κωνσταντίνος Χατζησάββας, με πολύ καλή προφορά και σκηνική παρουσία, απέδωσε επίσης επιτυχημένα τον Κρητικό. Ταιριαστός στον χαρακτήρα που υποδύονταν (και λόγω σωματότυπου), ως γνήσιος «κρητικός λεβέντης» τραγούδησε μαντινάδες, χόρεψε παραδοσιακούς κρητικούς χορούς και «εύκολα» έμπλεξε σε παρεξήγηση λόγω των ιδιαίτερων γλωσσικών ιδιωμάτων του τόπου του.
Ως Κύπριος ο Βασίλης Παπαδόπουλος, σε έναν όχι από τους πλέον πρωταγωνιστικούς ρόλους, απέδωσε επιτυχημένα τον υποτιθέμενο γιατρό της παρέας, με ορισμένες πολύ καλές κωμικές στιγμές και εντυπωσιακές επιδόσεις στους κρητικούς χορούς.Μια πιο έντονη κυπριακή προφορά θα καθιστούσε ακόμη πιο χαρακτηριστική την εμφάνισή του.
Από τις πιο κωμικές παρουσίες ο Λευτέρης Λιθαρής, ο σπουδαγμένος Γραμματέας του αστυνόμου, ο οποίος αν και είχε από τους μικρότερους ρόλους έκανε ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του με την εκλεπτυσμένη εμφάνιση, την κόμμωση… αλά Αινστάιν και τις χορευτικές φιγούρες μπαλέτου που μας χάρισε.
Πολύ καλός και ο Γιώργος Σφυρίδης στον ρόλο του στρατιώτη, με εξαιρετική κίνηση και εκφραστικότητα. Βγαλμένος λες από πίνακα της επανάστασης με το τουφέκι του στο χέρι ήταν από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές της παράστασης και ίσως αυτός που χρησιμοποιούσε την πιο κατανοητή για τους θεατές γλώσσα.

Το σκηνικό του Σάββα Πασχαλίδη, λιτό αλλά λειτουργικό ήταν απόλυτα συμβατό με το ύφος της παράστασης. Διαχώριζε βασικά τη σκηνή σε δύο μέρη. Από τη μεριά παρουσίαζε το εσωτερικό μιας ταβέρνας (λοκάντας) και από την άλλη την όψη μιας φυλακής (χάψης) στην οποία κάποια στιγμή καταλήγουν όλοι οι ήρωες. Ένα χαμηλό τραπέζι με καθίσματα, ένας πάγκος και μια ψηλή, εντυπωσιακή κατασκευή με πολλά ράφια, με κάθε είδους κανάτια και είδη ταβερνείου, που τραβούσαν την προσοχή, ολοκλήρωναν την λοκάντα, ενώ από την άλλη πλευρά μερικά ψηλά κάγκελα σχηματοποιούσαν το εξωτερικό της φυλακής. Ως φόντο επιλέχθηκε ένας τεράστιος χάρτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, που προσέδιδε εθνικό χαρακτήρα στο έργο αλλά και ξυπνούσε συναισθήματα του ηρωικού παρελθόντος στους θεατές.
Τα εξαιρετικά κοστούμια του Σάββα Πασχαλίδη, προσέδωσαν ποικιλία, πολυχρωμία και έδωσαν αέρα ελληνικής παράδοσης στην παράσταση. Οι τοπικές ενδυμασίες που επιλέχθηκαν, φανερά ποιοτικές και λεπτομερώς φροντισμένες τόνισαν τις ιδιαιτερότητες του κάθε χαρακτήρα που άμεσα συνδέονταν με την καταγωγή του. Μια θαυμαστή οπτικά προσπάθεια που ανέδειξε σημαντικά το τελικό αποτέλεσμα.

Αναμφίβολη η συμβολή της μουσικής του Δημήτρη Λάγιου που μεταμόρφωσε την παράσταση σε ένα ελληνικό λαϊκό πανηγύρι, με ακούσματα διάφορων τοπικών προελεύσεων, που χάρισαν κέφι, ζωντάνια και εθνικό χαρακτήρα στο έργο. Αξιοσημείωτες επίσης οι φωνητικές και χορευτικές επιδόσεις των ηθοποιών, οι οποίοι με την καθοδήγηση του Παναγιώτη Μπάρλα που ανέλαβε την μουσική διδασκαλία και του Γιώργου Σοφιανίδη ως χορογράφου, τραγούδησαν και χόρεψαν εξαιρετικά.
Οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου, τέλος, ανέδειξαν επιτυχημένα τη συναισθηματική έκφραση των χαρακτήρων, κατεύθυναν την προσοχή του κοινού και χάρισαν ένταση και όγκο στο σκηνικό.
Στα αρνητικά (-) της παράστασης, πέρα από κάποια πταίσματα στις ερμηνείες τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν μειώνουν το τελικό θετικότατο αποτέλεσμα, θα αναφέραμε ότι για ένα χρονικό διάστημα στην αρχή, δεν ακούγονταν καθαρά οι διάλογοι, ίσως λόγω κάποιου τεχνικού θέματος στον ήχο. Ευτυχώς σύντομα βελτιώθηκε, καθώς σε μια παράσταση με τόση ποικιλία γλωσσικών ιδιωμάτων, στην οποία πάρα πολλές λέξεις ήταν εντελώς άγνωστες στο κοινό(και ο καθένας προσπαθούσε με όσες γνώσεις αρχαίων είχε και ό,τι είδους ακούσματα είχε βάσει της καταγωγής του να κατανοήσει τι λέγεται), το να μην ακούγονται οι διάλογοι ήταν όντως βασανιστικό.

Συμπερασματικά (=), η Βαβυλωνία του Τάκη Χρυσικάκου, ήταν μια εξαιρετικά ευχάριστη μουσικοχορευτική παράσταση με πολύ δυνατές ερμηνείες από το σύνολο των ηθοποιών που συμμετείχαν, με εκλεκτή μουσική και εντυπωσιακά κοστούμια. Μια παράσταση που έφερε έναν αέρα Ελλάδας, μια αίσθηση αυθεντικότητας και αποτέλεσε μια ένεση αισιοδοξίας και ψυχικής ανάτασης στην δύσκολη περίοδο που διανύουμε. Αν μη τι άλλο αυτό που μπορούμε να κρατήσουμε ως θεατές πέρα από το δίωρο της ποιοτικής διασκέδασης που μας πρόσφερε, είναι η αίσθηση ότι ως Έλληνες παρόλη την ασυνεννοησία που μας διακρίνει, την οξυθυμία και την αντιδραστικότητα, με κάποιο τρόπο στο τέλος πάντα τα καταφέρνουμε…

Βαθμολογία
7/10
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ
.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022 – Πληροφορίες ΕΔΩ
.
Δείτε & αυτά:
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε
.
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media