Το ξεχείλωμα «κατάπιε» τα καλά του «ΔΡΑΚΟΥ beta» από τη θεατρική ομάδα «Επιπόλαιος Φρεντ»… Είδαμε και σχολιάζουμε…
«Δράκος beta», σαν να λέμε «Δράκος – δοκιμαστικός». Άλλωστε, όπως μας ενημέρωσε στην έναρξη ο σκηνοθέτης «θεωρούμε ότι ένα έργο δεν ολοκληρώνεται πριν παρουσιαστεί στο κοινό, συνεχίζει να εξελίσσεται, οπότε κρατείστε το εισιτήριό σας για να ξαναδείτε με το ίδιο την παράσταση όποτε ανεβεί μελλοντικά». Θα μας συγχωρέσει, σεβόμαστε την άποψή του αλλά διαφωνούμε ριζικά. Διότι αν δεχτούμε ότι ένα έργο εξελίσσεται με τη συμμετοχή ενός διαφορετικού κοινού κάθε φορά, σημαίνει ότι το έργο… ΔΕΝ θα ολοκληρωθεί ποτέ όσο παρουσιάζεται! Και για ποιο λόγο ένας δημιουργός να εκθέτει και να «πουλά» ένα μη ολοκληρωμένο έργο έχοντας συνείδηση του γεγονότος; Μιλάμε για την παράσταση «Δράκος beta» στο θέατρο ΑΝΕΤΟΝ του ρώσου συγγραφέα Ευγκένι Σβάρτς από τη θεατρική ομάδα «Επιπόλαιος Φρεντ», σε σκηνοθεσία Γιώργη Σφυρή.
Πρόκειται στην ουσία για ένα «αλληγορικό παραμύθι» με τον… αναμενόμενο Δράκο του. Ο οποίος κατέχει την πόλη για 400 χρόνια, τρομοκρατεί και κάθε χρόνο παίρνει στη σπηλιά του μια όμορφη κοπέλα που τώρα είναι σειρά της Έλσας. Ο ιππότης Λανσελότος έρχεται με σκοπό να τον σκοτώσει και να ελευθερώσει την πόλη αλλά παράλληλα ερωτεύεται την άτυχη Έλσα και συναντά την αντίσταση των κατοίκων και του φαιδρού δημάρχου – βολεμένων στην κατάσταση του υπόδουλου και φοβούμενων την όποια ανατροπή. Εντούτοις, παρά τα εμπόδια, θα παλέψει μαζί του και θα τον νικήσει… Για να διαπιστώσει όμως μέσα από λογής «διαπλοκές» ότι τελικά τη θέση του σκοτωμένου Δράκου θα πάρουν οι υποτακτικοί του γιατί έτσι έμαθαν να ζουν… Με τελικό θριαμβευτή τον έρωτα και την πίστη ότι το καλό μπορεί να νικήσει το κακό όταν θανατωθούν οι «μέσα μας δράκοι»…
Ένα θέμα αναμφίβολα ενδιαφέρον και επίκαιρο, έστω κι αν πραγματεύεται τα αυτονόητα με την αφέλεια ενός παραμυθιού. Ομολογούμε ότι το δελτίο τύπου μας προϊδέασε για κάτι βαθύτερο εστιάζοντας στο ερώτημα «γιατί ο υποταγμένος αντιστέκεται στην απελευθέρωσή του και θέλει να παραμένει υποταγμένος;» τη στιγμή που οι απαντήσεις είναι προφανείς και ακούν στο όνομα «βόλεμα» ή «φόβο του άγνωστου, της ανατροπής των κατεστημένων». Οπότε περιμέναμε μια περαιτέρω αναζήτηση, μια εμβάθυνση πέραν τούτων, που δεν ήρθε μέσα από το κείμενο, περιοριζόμενο σε αναμενόμενες αλληγορίες μεταξύ του καλού και του κακού.
Αναλύοντας επιμέρους στοιχεία της παράστασης, ξεκινούμε από τα θετικά της (+):
– Ένα έργο με θεατρική δομή, πλοκή και δράση, αρκετές εναλλαγές, εκφρασμένο μέσα από κείμενο ενδιαφέρον. Που σε στιγμές χαρακτηριζόταν από ποιητικό/ λυρικό λόγο, ενώ δεν του έλειπαν το χιούμορ, η φαντασία και τα στοιχεία παρωδίας, δίνοντας επιπλέον ζωντάνια. Οι ενστάσεις αφορούν στην απόδοση του θέματος και θα δοθούν στη συνέχεια.
– Υπήρξαν στιγμές (μεμονωμένες) της σκηνοθεσίας εμπνευσμένες, με κάποια πρωτότυπα ευρήματα και επιτυχημένη κινησιολογία, αναδεικνύοντας σε σημεία τη σωματικότητα των ηθοποιών, όπως η εξαιρετική κίνηση του «γάτου» ή του «Χένρυ», όπως η ευρηματική σκηνή της μάχης μεταξύ Δράκου και Ιππότη. Επίσης δόθηκαν εύστοχα κάποιοι συμβολισμοί με διαρκές παιχνίδι μεταξύ ρεαλισμού – σουρεαλισμού και η ατμόσφαιρα ενός παραμυθιού «σκοτεινού» με ήρωες – καρικατούρες παραπέμποντας σε κόμικ, με σωστούς φωτισμούς και εναλλαγές φωτός/ σκότους. Ενδιαφέροντα επίσης τα περάσματα των ηθοποιών ακαριαία σε διαφορετικούς ρόλους, ενώ δεν θα λέγαμε το ίδιο για την ερμηνεία ανδρικών ρόλων από γυναίκες, με μόνο άνδρα επί σκηνής τον Ιππότη, εν μέσω επτά γυναικών.
– Όσον αφορά στην υποκριτική, μέσα σε ένα μετριότατο σύνολο, ξεχώρισαν εμφανώς ο φύλακας/ γιος του δημάρχου «Χένρυ» με αυθεντικό ταλέντο, εκφραστικότητα, εξαιρετική κινησιολογία και άψογη απόδοση ενός σύνθετου ρόλου και ο «γάτος» με την έντονη, επιτυχημένη σωματικότητα ως «αιλουροειδές».
– Στα θετικά θα καταχωρίσουμε τα κοστούμια και κατάλληλα υφάσματα που ανέδειξαν τους ιδιαίτερους – κόμικ χαρακτήρες με τρόπο αφαιρετικό, ενώ όσον αφορά στα σκηνικά, πέραν ενός τραπεζιού, αυτό που κυριαρχούσε στη σκηνή ήταν ένας «θρόνος εξουσίας» φτιαγμένος από παλέτες, που ωστόσο εξυπηρέτησε εύστοχα – ιδιαίτερα με το κυμαινόμενο ύψος του – τη σημειολογία του έργου.
Ερχόμενοι στις σοβαρές ενστάσεις, έχουμε να καταλογίσουμε σημαντικά αρνητικά (-):
– Κατ’ αρχήν όσον αφορά στη διαπραγμάτευση ενός κορυφαίου θέματος μέσα από το έργο, που περιορίστηκε σε μια επίπεδη ανάγνωση χωρίς ιδιαίτερο βάθος, στα όρια του παιδικού ή αφελούς και τελικά δεν απέφυγε τον διδακτισμό. Όπου στην κατάληξη του «ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα», ακούσαμε με μορφή σχολικής απαγγελίας το «ηθικό δίδαγμα», γεγονός που αναπόφευκτα φτηναίνει οτιδήποτε καλλιτεχνικό. Επιπλέον υπήρξε πλεονασμός και σύγχυση μηνυμάτων, καθιστώντας θολό το κυρίαρχο.
– Παρά τις μεμονωμένες εμπνευσμένες στιγμές, η σκηνοθεσία στο σύνολό της δυστυχώς ατύχησε, προκαλώντας κούραση με το τεράστιο ξεχείλωμα της παράστασης! Γιατί χαρακτηρίστηκε από ένα ρυθμό βασανιστικά αργό και όχι μόνο. Αδικαιολόγητα αργές, νωχελικές μετακινήσεις των ηθοποιών ιδιαίτερα στη μεταφορά των σκηνικών, δημιουργώντας αμήχανη αναμονή και χάσματα, χωρίς ίχνος πιθανής τελετουργίας. Πλατειασμοί κι ανούσιες επαναλήψεις σε σημεία του κειμένου και της δράσης που θα μπορούσαν να περικοπούν για σφιχτό/ πυκνό αποτέλεσμα, κυρίως στις σκηνές των βαρετών ερωτικών εξομολογήσεων και της «ηθικολογίας» που το ξεχείλωμα οδήγησε σε χασμουρητό, συνδυασμένο με τη βραδύτητα και ακινησία αυτών των στιγμών. Είναι απορίας άξιο, πώς ένας σκηνοθέτης που φαίνεται να διαθέτει ταλέντο, ιδέες και όραμα, ΔΕΝ εντόπισε αυτή τη σοβαρότατη αδυναμία στον ρυθμό, αδικώντας όλο το σύνολο!
– Μιλώντας για υποκριτική, πέραν των προαναφερθέντων δύο φωτεινών εξαιρέσεων και εν μέρει της ηθοποιού που υποδύθηκε αρκετά επιτυχημένα τον Δράκο, οι υπόλοιποι πέντε υπήρξαν μετριότατοι σε επίπεδο ερασιτεχνισμού και με προβλήματα εκφοράς λόγου και άρθρωσης. Είναι αλήθεια ότι όλοι επιφορτίστηκαν με αλλαγές πολλαπλών ρόλων, όμως το ταλέντο ό, τι κι αν κληθεί να αντιμετωπίσει… δεν κρύβεται! Και εν προκειμένω έλειπε, παραχωρώντας τη θέση του σε φιλότιμη προσπάθεια, ωστόσο άτεχνη. Απογοητευτικοί οι δύο πρωταγωνιστές Λανσελότος και Έλσα, παγωμένοι, ανέκφραστοι, ακίνητοι, αμέτοχοι, ως ηθοποιοί σχολικής παράστασης που απλά έλεγαν τα λόγια τους σε ρυθμό απαγγελίας, χωρίς συναίσθημα. Ο υπερβολικός δήμαρχος, απλά περιορίστηκε στις πιασάρικες ευκολίες της καρικατούρας για πρόκληση χάχανου, χωρίς να πείθει στο ελάχιστο για τον ουσιαστικό συμβολισμό του, όπως και οι άλλες δύο γυναίκες της ομάδας σε περιφερειακούς ρόλους που πάσχιζαν να βρουν στίγμα…
– Επίσης αυτή που… έλαμψε με την πλήρη απουσία της ήταν η μουσική! Ένα αδιάφορο μοτίβο δευτερολέπτων στην αρχή και ελάχιστο ακορντεόν στο κλείσιμο ήταν όλη κι όλη η μουσική επένδυση! Σε ένα έργο που «κραύγαζε» για ατμοσφαιρική μουσική – έστω για να «ντύσει» τα αμήχανα, βουβά χάσματα – την στερήθηκε παντελώς, φτωχαίνοντας καθοριστικά το αποτέλεσμα.
Καταλήγοντας (=) θα πούμε ότι ενώ απολαύσαμε κάποιες εμπνευσμένες στιγμές πάνω σε ένα θέμα δοσμένο με «παραμυθένιο» τρόπο, εντούτοις η κούραση από το ξεχείλωμα μας νίκησε… και εμάς και τον Δράκο. Θεωρούμε όμως ότι ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης παρά τις αστοχίες έχει σίγουρα να δώσει ενδιαφέροντα πράγματα στο μέλλον…
.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
4,5 στα 10
Φωτογραφικό υλικό