Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.

Στο πλαίσιο της παρουσίασης των «Μερκούρειων 2022» έλαβε χώρα στο ανοιχτό θέατρο Συκεών «Μάνος Κατράκης» η παράσταση «Το Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη από το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου. Η συγκεκριμένη παράσταση καταπιάνεται με ένα διαχρονικό ζήτημα για την Ελλάδα, και συγκεκριμένα την ελληνική κουτοπονηριά και την ανάγκη για γρήγορο και εύκολο χρήμα.
Μέσα από μία κομπίνα την οποία επιδιώκουν να στήσουν δύο φίλοι σε ένα καφενείο αποτυπώνεται η ηθογραφία της εποχής που γράφτηκε το έργο, αλλά και μία έντονη σύνδεση με την σημερινή εποχή. Τα ζητήματα του κειμένου παραμένουν διαχρονικά με το ύφος του να κινείται σε κωμικό επίπεδο, όντας διαμορφωμένο πάνω στη στιχομυθία των δύο ηρώων. Μέσα από αυτήν τη συζήτηση μεταξύ των φίλων αποκαλύπτονται διάφορα ζητήματα για τον χαρακτήρα και την αντίληψη του καθενός, και κυρίως η άποψη που έχει ο ένας για τον άλλον. Δεν λείπουν οι στιγμές έντασης καθώς και οι συγκινησιακά φορτισμένες στιγμές που εμφανίζονται σε διάφορα σημεία του κειμένου, χωρίς όμως να αλλοιώνεται το κεντρικό του χαρακτηριστικό.

Η παράσταση στη συντριπτική πλειοψηφία των στοιχείων της κινήθηκε σε αρνητικά επίπεδα (–).
Ως προς το κείμενο, ακριβώς επειδή διαμορφώνεται σε μία τέτοια απλοϊκή συζήτηση, σε πολλά σημεία μοιάζει χωρίς ειρμό. Απαιτεί, συνεπώς, μία πολύ προσεκτική αποτύπωση από την σκηνοθεσία. Η σκηνοθεσία της Δανάης Σπηλιώτη δυστυχώς δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε στο ελάχιστο τη δυναμική -αλλά δύσκολη- αφετηρία του κειμένου. Οι επιλογές θύμιζαν μία καθαρά ερασιτεχνική παράσταση με προχειροφτιαγμένη διαμόρφωση στα σπάργανά της. Σε πολλά σημεία νιώσαμε σαν να βλέπουμε μπροστά μας τις πρόβες αυτής, και όχι μία ολοκληρωμένη παρουσίαση. Η σκηνοθεσία δεν κατάφερε να αναδείξει τα λεπτά σημεία του κειμένου, προσφεύγοντας στην εύκολη λύση τις καρικατουρίστικης απόδοσης των ηρώων. Οι επαναλήψεις ήταν πάρα πολύ συχνές χωρίς να δίνουν πνοή στο κείμενο. Δεν είναι τυχαίο που παρά το κωμικό στοιχείο της παράστασης, οι θεατές λίγες φορές γέλασαν. Η ίδια η στατικότητα, την οποία αποδίδει το κείμενο στους ήρωες, έπρεπε να αναπληρωθεί με κάποια σκηνοθετικά ευρήματα. Αυτά δεν υπήρξανσε κανένα σημείο.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της παράστασης και παρά την ύπαρξη τριών μικροφώνων μπροστά στη σκηνή οι ηθοποιοί δεν ακουγόταν καθόλου καλά. Οι ίδιοι δεν κατάφεραν να αυξήσουν την ένταση της φωνής τους, αλλά αντίθετα πολλές φορές έκοβαν τις λέξεις με τέτοιο τρόπο που δεν έβγαινε κανένα νόημα ως προς το τι λένε. Ήταν σαν να μιλούν μεταξύ τους καθόλη τη διάρκεια της παράστασης και όλοι οι υπόλοιποι να προσπαθούν με δυσκολία να τους ακούσουν, κάτι που δυστυχώς δεν κατάφεραν.
Οι ηθοποιοί Θοδωρής Σκυφτούλης και Ντίνος Ποντικόπουλος στερούνταν ορθοφωνίας που θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα το ίδιο το κείμενο. Το κοφτό του λόγου τους, καθώς και η μεταξύ τους οικειότητα κατατάσσονται στα θετικά στοιχεία, τα οποία «πνίγηκαν» σε έναν ωκεανό αρνητικών. Η απόδοση κινήθηκε σε υπερβολικά σημεία χωρίς παλμό και ροή.
Στα ελάχιστα θετικά στοιχεία (+) της παράστασης εντάσσονται το σκηνικό, το οποίο αποτελούνταν από ένα τραπέζι με 2 καρέκλες στο μπροστινό μέρος και αναποδογυρισμένες άλλες στο πίσω μέρος της σκηνής, διαμορφώνοντας μία όμορφη εικόνα. Ωστόσο, σε μία γενικότερη παρατήρηση είναι απορίας άξιον πόσες αναποδογυρισμένες καρέκλες έχουν μεταμορφωθεί στο κλασικότερο σκηνικό της φετινής θεατρικής χρονιάς… Πάντως εδώ ταίριαξε.
Πέραν αυτού τα φώτα του Γιάννη Τσάμπου ήταν αρκετά ικανοποιητικά ακολουθώντας τη γραμμή του κειμένου χωρίς υπερβολές και φανφάρες.
Συνολικά θα λέγαμε πως η παράσταση ήταν απογοητευτική. Έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στη διαμόρφωση αυτής πριν βγει και παρουσιαστεί στο κοινό, το οποίο επιζητά σε μία τόσο δύσκολη εποχή τα χρήματά του να πιάσουν τόπο, διασκεδάζοντας, και όχι χάνοντας το χρόνο του, προσπαθώντας να ακούσει τι λένε οι ηθοποιοί.
Βαθμολογία:
1,5/10
Δείτε & αυτά:
Φωτογραφικό υλικό