Στα πλαίσια των διαδικτυακών προβολών του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, παρακολουθήσαμε το Σάββατο 27 Μαρτίου (Παγκόσμια ημέρα θεάτρου) το «Ελεύθερο Ζευγάρι» του Ντάριο Φο, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Σιώνα.
Πρόκειται για την ιστορία ενός ζευγαριού που ζει παγιδευμένο εδώ και χρόνια σε μια άρρωστη και ψυχοφθόρα σχέση.Ο άνδρας απατά συστηματικάτη σύζυγό του, την υποτιμά, την εξευτελίζει, παραμένει όμως στο γάμο τους και δεν την εγκαταλείπει. Η γυναίκα, από την άλλη, δείχνει να τον αγαπά και να θέλει να διατηρήσει την όποια σχέση υπάρχει μεταξύ τους. Προσπαθεί απελπισμένα να τον φέρει κοντά της ακόμη και με απόπειρες αυτοκτονίας, ακόμη και όταν ευθαρσώς της δηλώνει ότι την αγαπά «όπως την μάνα του». Εκείνος την παροτρύνει να ζήσουν ως «Ελεύθερο ζευγάρι, ανοιχτό, πολιτισμένο…» κόντρα σε κοινωνικές επιταγές και στερεότυπα. Κι ενώ η ιδέα την αηδιάζει, εκείνη δέχεται να βρει εραστή, ως μια ύστατη προσπάθεια να σώσουν το γάμο τους. Κατά πόσο όμως είναι αυτό εφικτό; Μπορεί πραγματικά να επιζήσει μια τόσο ανοιχτή σχέση; Ποια θα είναι η κατάληξη μιας τέτοιας «ελεύθερης» επιλογής;
Στα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης συγκαταλέγεται αναμφισβήτητα το κείμενο, γραμμένο το 1983 από τον Ντάριο Φο και την σύζυγό του Φράνκα Ράμε. Ένα ζευγάρι δημιουργών που ξεχώρισαν και βραβεύτηκαν για τα έργα τους, για το προοδευτικό τους πνεύμα, για τον αγώνα τους απέναντι στο κατεστημένο και σε κάθε μορφή καταπίεσης. Το «Ελεύθερο ζευγάρι» ή «Ανοιχτό ζευγάρι» όπως ήταν αρχικά ο τίτλος, διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα έργα του Ντάριο Φο καθώς δεν έχει αμιγώς πολιτικό και αντιεξουσιαστικό περιεχόμενο. Εντούτοις εκφράζει τις γενικότερα φιλελεύθερες αντιλήψεις του συγγραφέα σχετικά με τον θεσμό του γάμου, τον οποίο αντιλαμβάνεται ως έναν ακόμη κοινωνικό θεσμό περιορισμού της ανθρώπινης ελευθερίας. Και δεν έχει και άδικο… Στον γάμο το παιχνίδι της εξουσίας πλέον παίζεται ανάμεσα στους συζύγους, που υποβάλουν τους εαυτούς τους στα αόρατα δεσμά του. Οι θεσμοθετημένες και προκαθορισμένες ενδογαμικές συμπεριφορές και οι όποιοι σεξουαλικοί ή μη καταναγκασμοί που τις συνοδεύουν, πλήττουν αναπόφευκτα τις ατομικές ελευθερίες των συζύγων, τις οποίες αργά ή γρήγορα ικανοποιούν, ως επί το πλείστον, μέσα από την απιστία. Το πολύ σοβαρό αυτό ζήτημα της ύπαρξης ή όχι προσωπικής ελευθερίας μέσα στο γάμο, του αμοιβαίου σεβασμού των ατομικών αναγκών, της αποδοχής ή όχι της απιστίας αντιμετωπίζεται στο πολύ ευφυές αυτό κείμενο με χιούμορ αλλά και με καυστική ταυτόχρονα διάθεση. Ο συγγραφέας αναδεικνύει με ωμό ρεαλισμό τους δύο χαρακτήρες και τα προβλήματα τους και επιτυγχάνει να εκφράσει μέσα από τους σκληρούς διαλόγους τους τον πληγωμένο ψυχισμό τους. Κυρίαρχα στοιχεία του όλου έργου η απιστία, το ψέμα, η προδοσία, το προφανές αδιέξοδο, περίτεχνα αναμεμειγμένα όμως με ίχνη αγάπης, συντροφικότητας και αδιόρατες αχτίδες ελπίδας για επανασύνδεση….
Η παράσταση έχει ανέβει επανειλημμένα, δοσμένη κάθε φορά μέσα από τη διαφορετική οπτική του εκάστοτε σκηνοθέτη. Άλλες παραστάσεις τόνισαν το κωμικό στοιχείο του έργου και άλλες εμβάθυναν στο κοινωνικό κομμάτι του. Με μια περισσότερο κοινωνική και λιγότερο χιουμοριστική προσέγγιση θεωρώ ότι αντιμετώπισε το κείμενο ο Μιχάλης Σιώνας, που με την σκηνοθεσία του αναμφίβολα παρουσίασε ένα καλοδουλεμένο ψυχογράφημα των δύο ηρώων και μια εις βάθος ανάλυση της μεταξύ τους σχέσης. Οι σκηνοθετικές επιλογές του πολύ επιτυχημένα απέδωσαν μια παράσταση με ροή, με συνέχεια, με απίστευτο ρεαλισμό, που κρατούσε αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή σε όλη τη διάρκειά της. Επιλέγοντας να εμφανίσει τους δύο πρωταγωνιστές επί σκηνής χωρίς σκηνικά, χωρίς φωτισμό, κατέστησε εμφανή την πρόθεση του να εστιάσει στο κείμενο και να δουλέψει με μόνο όπλο το ταλέντο των δύο ηθοποιών, την ερμηνεία και την έκφραση τους. Ο διάλογος είναι πολύ δυνατός από το πρώτο λεπτό. Η σύγκρουση, η έντονη αντιπαράθεση και τα υβριστικά σχόλια κυριαρχούν σε όλη τη διάρκεια, καθιστώντας τον θεατή μάρτυρα της τελευταίας πράξης μιας σχέσης που ψυχορραγεί και βαδίζει προς το θάνατο…
Η παράσταση παίχτηκε στο, κενό από θεατές, μικρό θέατρο της Μονής Λαζαριστών, με μόνο σκηνικό τις άδειες καρέκλες του σε μονόχρωμο, μουντό φόντο. Οι δύο πρωταγωνιστές, μόνοι στην σκηνή, ανοίγουν τις ψυχές τους, μπροστά στην κάμερα που τους καταγράφει χωρίς καμία διακοπή. Μαζί τους ένα κασετόφωνο παρατημένο στο πάτωμα, στο οποίο νευρικά κατά διαστήματα αλλάζουν κασέτες. Οι ήχοι που ακούγονται, η μουσική, η γνώμη του παιδιού τους από την φωνή του Σέργιου Σωτηρούδη, εμπλουτίζουν την παράσταση και σπάζουν την συνεχόμενη αντιπαράθεση τους. Ηχητικές επιλογές του Χρήστου Γούσιου που πολύ λειτουργικά προωθούν την εξέλιξη της υπόθεσης προσθέτοντας στοιχεία του παρελθόντος αλλά και του παρόντος του ζευγαριού που αγγίζουν ιδιαίτερα ευαίσθητες χορδές του.
Πολύ καλή η ερμηνεία του Γιάννη Σαμψαλάκη στο ρόλο του άπιστου άνδρα. Αποδίδει με πειστικότητα τον χυδαίο σύζυγο που ζητά τόσο απλά αλλά και τόσο ξεδιάντροπα από την γυναίκα του να παραμείνουν στον γάμο τους ενώ έχουν ερωτικές σχέσεις και με άλλους συντρόφους. Στο πρόσωπο του ζωντανεύει ένας εντελώς αντιπαθής χαρακτήρας, τον οποίο με μαεστρία και επαγγελματισμό υποδύεται, αν και έχει δηλώσει ότι οι απόψεις του δεν τον εκφράζουν στο παραμικρό. Μέσα από τις προσεγμένες κινήσεις, το ύφος και τις εκφράσεις του επιδεικνύει με ιδιαίτερα ρεαλιστικό τρόπο αδιαφορία μπροστά στον ψυχικό πόνο της γυναίκας του, απίστευτο θράσος και αλλά και τεράστια αποθέματα εγωισμού. Εξαιρετική η απόδοση της ψυχολογικής μεταστροφής του ήρωα όταν ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του βρήκε τελικά νέο σύντροφο. Το φαινομενικά κυρίαρχο αρσενικό, χάνοντας την αγάπη της πιστής συντρόφου του και την σιγουριά που αυτή του πρόσφερε, απλά …καταρρέει.
Η Λίλα Βλαχοπούλου στο ρόλο της συζύγου είναι εξαιρετική. Απλή, αληθινή, υποδύεται με ρεαλισμό την πληγωμένη, συμβιβασμένη γυναίκα που κάνει τα πάντα για να σώσει την σχέση της. Ζει τον ρόλο της και αποδίδει όλο το εύρος του πόνου και της απελπισίας της. Με συνεχή, νευρική κίνηση αλλά και τεράστια ψυχική ένταση που φαίνεται στο πρόσωπο της σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, επικοινωνεί στο έπακρον τα συναισθήματα της κερδίζοντας από την πρώτη στιγμή την συμπάθεια του κοινού. Είναι το θύμα της υπόθεσης, αυτή που αναγκάζεται να κάνει κάτι που την αηδιάζει μόνο και μόνο για να αποδείξει την αγάπη της. Μια γυναίκα που υποκύπτει και συμβιβάζεται στις επιθυμίες του συζύγου της, ώσπου βρίσκει διέξοδο στον έρωτα ενός άλλου άνδρα.
Και ενώ όλη η παράσταση κτίζεται γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές, λίγο πριν το τέλος ένα τρίτο πρόσωπο κάνει την εμφάνισή του. «…Άργησα! Συγνώμη! Είναι εδώ ο άντρας σου».
Και ενώ όλη η παράσταση κτίζεται γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές, λίγο πριν το τέλος ένα τρίτο πρόσωπο κάνει την εμφάνισή του. «…Άργησα! Συγνώμη! Είναι εδώ ο άντρας σου».
Στα αρνητικά της παράστασης (-), ο Στέφανος Πίττας εισβάλλει στην σκηνή, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη του εραστή, την οποία λίγο πριν η ίδια η σύζυγος είχε αμφισβητήσει ισχυριζόμενη πώς ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Ένας πολύ σύντομος αλλά καθοριστικός ρόλος, καθώς η παρουσία του σημαίνει την αρχή του τέλους, τον οποίο όμως υποδύεται κάπως άνευρα και επιδερμικά σε μια κατά τα άλλα δραματικότατη σκηνή.
Επιπλέον, η παντελής έλλειψη σκηνικού, αλλά και η αποσπασματική μόνο, μέσω των κασετών, μουσική επένδυση της παράστασης. Θεωρώ πως και τα σκηνικά και πολύ περισσότερο η μουσική αποτελούν στοιχεία που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην δραματική απογείωση των ήδη έντονων συναισθηματικά σκηνών.
Καταλήγοντας (=), το «Ελεύθερο Ζευγάρι» που παρακολουθήσαμε δεν ήταν η ξεκαρδιστική κωμωδία που περιμέναμε, αλλά μια θλιβερή ιστορία δύο ανθρώπων που είδαν το γάμο τους να εξελίσσεται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Τα ελάχιστα χιουμοριστικά στοιχεία δεν ελάφρυναν το βαρύ κλίμα, ούτε βέβαια το τέλος που κάθε άλλο παρά κωμικό ήταν. Σίγουρα όμως ήταν μια παράσταση βασισμένη σε ένα εξαιρετικό κείμενο και με πολύ καλές ερμηνείες από τους δύο πρωταγωνιστές, που αξίζει να παρακολουθήσει κανείς. Μια παράσταση για την θλιβερή πλευρά της αγάπης…
Βαθμολογία
6,2/10
Πληροφορίες για τη παράσταση, εδώ
Φωτογραφικό υλικό