Το θύμα μαθαίνει να αναλαμβάνει τις ευθύνες των βίαιων πράξεων των θυτών του αλλά όταν γίνεται το ίδιο θύτης, αποδίδει τις ευθύνες των δικών του βίαιων πράξεων στα θύματά του.
Γράφει η Νέλη Βυζαντιάδου για την Κουλτουρόσουπα.
Το ζέσταμα
Ήθελα πολύ να δω τι θα μπορούσε να συμβολίσει αυτό το ‘χέρι’. Το χέρι που δίνει αγάπη, όπως θα έλεγε η πρωταγωνίστρια προς το τέλος ή μήπως το χέρι που σκορπίζει πόνο; Ποιος έχει τελικά το πάνω χέρι σε μια σχέση; Ποιος ελέγχει τον άλλον; Ποιος είναι ο κυρίαρχος και ποιος ο υποταγμένος; Είχα την ελπίδα να πάρω τροφή για σκέψη μετά το τέλος αυτής της παράστασης που θα έβλεπα στο Αθήναιον.
Η δράση
Αντικρίζοντας το ‘θύτη’ δεν είχα καμία απολύτως σκέψη. Περίμενα να δω πώς θα εξελισσόταν η ιστορία και κυρίως να ακούσω τι θα έλεγε. Αυτό άλλωστε οφείλει να κάνει ένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας κι εγώ εκείνη την ώρα ήμουν περισσότερο με το ρόλο της ψυχοθεραπεύτριας και λιγότερο με το ρόλο του θεατή. Κι είχε πολύ ενδιαφέρον γιατί και η ίδια η ηθοποιός, που υποδυόταν μια καθηγήτρια Ψυχιατρικής, μας είχε προσκαλέσει να φανταστούμε ότι είμαστε φοιτητές Ψυχιατρικής και παρακολουθούμε μια συνεδρία. Αν και οι προσομοιώσεις συνεδριών είναι αντικείμενό μου τόσο στις επιστημονικές μου δράσεις όσο και στις διαδραστικές ομιλίες που κάνω εδώ και χρόνια, είχε ενδιαφέρον να δω την προσέγγιση δυο ηθοποιών που την ίδια στιγμή σκηνοθετούσαν την παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούσαν.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά ο ‘θύτης’ άρχισε να αφηγείται την προσωπική του ιστορία ξεκινώντας από την οικογένεια καταγωγής του και φέρνοντας μπροστά μας εικόνες από τα παιδικά του χρόνια. Δύσκολα χρόνια τα παιδικά του χρόνια κι ας μην το καταλάβαινε. Χρόνια γεμάτα πόνο και βία. Βία που δεχόταν ο ίδιος αλλά και βία που έβλεπε ως αυτόπτης μάρτυρας. Κι όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον με βία, μαθαίνει χωρίς αμφιβολία τη βία σαν συμπεριφορά και αυξάνεται έτσι η πιθανότητα να γίνει κι αυτό ένας ενήλικας δράστης.
Ήταν χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο ‘θύτης’ δικαιολογούσε τη βία που δεχόταν για χρόνια από τους γονείς του λέγοντας κάθε λίγο ότι αυτοί ήξεραν καλύτερα και ό,τι έκαναν το έκαναν για το καλό του. Κι όσο τον άκουγα να δίνει άλλοθι στους δικούς του θύτες, τόσο σκεφτόμουν τη συναισθηματική εξάρτηση κάθε θύματος από το θύτη του που ξεπερνά σε μέγεθος και ένταση οποιαδήποτε άλλη μορφή εξάρτησης. Αυτό εξηγεί και γιατί το θύμα παραμένει σε μια κακοποιητική σχέση ακόμα κι όταν ενηλικιώνεται και θεωρητικά μπορεί να βγει από αυτήν ή έστω να θυμώσει με τους ανθρώπους που του είχαν φερθεί βίαια. Κι όμως ο πρωταγωνιστής εξιδανίκευε τους γονείς του ρίχνοντας όλο το φταίξιμο στον ίδιο έτσι όπως κάνει κάθε θύμα που βρίσκεται εγκλωβισμένο σε μια σχέση βίας. Αναλαμβάνει το ίδιο τις ευθύνες για τις βίαιες πράξεις των θυτών του γιατί μόνο έτσι μπορεί να αντέξει. Επιστρατεύει μια άμυνα, την άμυνα της εκλογίκευσης, για να συνεχίσει να ζει με τους θύτες του και θυματοποιείται πιστεύοντας ότι φταίει το ίδιο για αυτά που περνά.
Η αφήγηση της ιστορίας προχωρούσε με τη βοήθεια των κατάλληλων ερωτήσεων της ‘ψυχιάτρου’ και γινόταν περισσότερο από προφανές ότι ο ‘θύτης’, που ήταν κάποτε ‘θύμα’, είχε αναπτύξει μια μεγάλη ανοχή απέναντι στη βία με αποτέλεσμα να μην εκτιμά τον πραγματικό κίνδυνο. Αδυνατούσε να καταλάβει τον κίνδυνο που είχε περάσει ο ίδιος όσο ήταν παιδί. Αδυνατούσε να καταλάβει και τον κίνδυνο που προκαλούσε ως ενήλικας στη γυναίκα που είχε παντρευτεί και στα παιδιά του. Τα παιδιά του που δεν τα σεβόταν γιατί ήταν κορίτσια. Το φύλο τους ήταν αφορμή για να ξεσπάει την οργή του απέναντι τους. Το φύλο τους ήταν αφορμή για να διαιωνίζει τα αρνητικά στερεότυπα που είχε για τις γυναίκες. Η αιτία ήταν άλλη. Είχε μάθει να καταφεύγει στη βία για να νιώθει δυνατός. Είχε μάθει να ορίζει τον εαυτό του ασκώντας βία και τρομοκρατώντας τα θύματά του. Και δυστυχώς είχε μάθει να απολαμβάνει τον πόνο που προκαλούσε στα θύματά του κι αυτό φαινόταν από την ευχαρίστηση με την οποία περιέγραφε σκηνικά βίας του γάμου του.
Ο ‘θύτης’ είχε μάθει να αναλαμβάνει τις ευθύνες των βίαιων πράξεων των δικών του θυτών αλλά ποτέ τις ευθύνες για τις δικές του βίαιες πράξεις απέναντι στα θύματά του. Ουσιαστικά ο φαύλος κύκλος της βίας δεν έσπασε ποτέ. Εκείνος κρατούσε πάνω του τις ευθύνες που δεν ήταν δικές του και με τη σειρά του έριχνε τις δικές του ευθύνες στους άλλους. Κι όταν οι άλλοι, δηλαδή η γυναίκα του και οι κόρες του, προσπάθησαν να βγουν από αυτήν την κακοποιητική σχέση, αυτός δεν το συγχώρησε. Δεν το συγχώρησε και δεν το επέτρεψε. Ούτε που τον ένοιαζαν οι ανάγκες των άλλων. Είχε μάθει να σκέφτεται μόνο τις δικές του ανάγκες. Κι αυτό γιατί επανέλαβε αυτό που είδε. Κάπου εκεί όμως σκέφτηκα πως αυτό που μας διαφοροποιεί από τα ζώα είναι η λογική και η ικανότητα να παίρνουμε σωστές αποφάσεις. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, όπως και κάθε άνθρωπος, είχε σίγουρα τη δυνατότητα της επιλογής. Με άλλα λόγια θα μπορούσε να αποφασίσει να γίνει ένας άνθρωπος με ενσυναίσθηση ακριβώς επειδή είχε περάσει από τη θέση του θύματος. Επομένως ήταν λογικό να δυσκολευτεί να βρει τις ισορροπίες του μεγαλώνοντας σε τέτοιες συνθήκες αλλά δεν ήταν υποχρεωτικό να γίνει κι αυτός με τη σειρά του ένας βίαιος ενήλικας. Κι ακόμα κι όταν έδειξε να μετανιώνει και να συνειδητοποιεί τις ασχήμιες των συμπεριφορών του, ήταν αντιφατικά τα συναισθήματα που είχα μέσα μου. Από τη μια ήθελα πραγματικά να φροντίσω το εσωτερικευμένο του παιδί, που εκείνη την ώρα πονούσε, και από την άλλη ήθελα να κοιτάξω κατάματα τον ενήλικα και να του πω πως μπορούσε να διαλέξει κάτι άλλο αλλά δεν το έκανε.
Το κλείσιμο
Δεν γίνονται όλα τα θύματα θύτες, σκεφτόμουν βγαίνοντας από την αίθουσα. Ούτε γίνονται όλα τα παιδιά αλκοολικών, αλκοολικοί. Δεν λειτουργούν οι γονείς μας πάντα ως πρότυπο μίμησης. Λειτουργούν ευτυχώς και ως πρότυπο αποφυγής. Κι αυτό είναι καλό να το θυμόμαστε.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ